Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

Οι «νύφες» με τις μεγάλες μύτες.

Αποκριές και καρναβάλια. Να μια γιορτή, που όσο κι αν ψάχνω, δε βρίσκω σχεδόν καμιά συναισθηματική ανταπόκριση μέσα μου. Ποτέ, άλλωστε, δεν ντύθηκα καρναβάλι σαν παιδί ούτε πήρα μέρος σε θίασο καρναβαλιού.
Δεν καταλαβαίνω καν την τεχνητή – κατά τη γνώμη μου – ευφορία αυτών των ημερών. Ψάχνω να βρω το λόγο αυτής της απαξίας και νομίζω πως πιάνω μια άκρη.
Είναι οι νύφες με τις μεγάλες μύτες, που φταίνε; Αναρωτιέμαι. Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Γεγονός είναι πάντως πως τα καρναβάλια στα παιδικά μας χρόνια ήταν κακομούτσουνα και άγρια. Οι λαμπρές στολές για τους ιππότες και τις νεράϊδες ανύπαρκτες. Οι κορώνες, τα σπαθιά, τα σατέν και τα φρου – φρου δυσεύρετα. Τα παιδιά μασκαρεύονταν με ότι ετερόκλητο ρούχο έπεφτε στα χέρια τους, ενώ οι σεμνές νοικοκυρές δεν ντύνονταν ποτέ, στα φανερά τουλάχιστον.
Πρωταγωνιστές στις απόκριες παλιά ήταν οι άντρες, που γίνονταν μασκαράδες κυρίως τα βράδια.
Τους θυμάμαι ν’ ανεβαίνουν το στενό από το μπακάλικο του Μυγδάλη φεύγοντας απ’ τα καφενεία της πιάτσας και ν’ ανηφορίζουν για τα σπίτια τους τρικλίζοντας και παραπατώντας, μετά από τη γερή κρασοκατάνυξη που είχε προηγηθεί.
Το επίκεντρο του διονυσιακού θιάσου και των άσεμνων πειραγμάτων ήταν μία κακάσχημη «νύφη» με μεγάλη συνήθως μύτη και παχύ μαύρο μουστάκι, ένας άντρας δηλαδή ντυμένος νύφη. Οι άλλοι με ότι μπορείς να φανταστείς. Οι τσιρίδες, οι φωνές, οι βρισιές και τα παράφωνα τραγούδια της κουστωδίας με έκαναν να νιώθω φρίκη και απέχθεια για ότι έβλεπα κι άκουγα πίσω από τη μπλε κόλλα του παράθυρου που προσεκτικά σήκωνα με φόβο να δω.
Το άσχημο ήταν πως όντας μεθυσμένοι χτυπούσαν πολλές φορές τις πόρτες των σπιτιών να τους ανοίξουν για να τους κεράσουν, γι’ αυτό εκείνα τα βράδια τα φώτα στα σπίτια δεν άναβαν μετά τη δύση του ήλιου. Κοιμόμασταν με τις κότες για να ξυπνήσουμε τα άγρια μεσάνυχτα από τα αλλόκοτα αυτά καρναβάλια.
Χρόνια πολλά θα περνούσαν για να συμφιλιωθώ κάπως με την καλή πλευρά του Καρναβαλιού, που είναι το πηγαίο κέφι και γέλιο που πρέπει να βγάζει. Ήταν τότε που μια Κυριακή Αποκριάς έγινε ο περίφημος αγώνας στο Τσαΐρι ανάμεσα στους γέρους του χωριού, όπου οι σεβάσμιοι γέροντες δεν έτρεχαν στο γήπεδο, αλλά περπατούσαν και μάλιστα με δυσκολία. Ο τερματοφύλακας φύλαγε την εστία του καθισμένος σε αναπαυτική καρέκλα κι όταν έβλεπε τη μπάλα να έρχεται καταπάνω του της φώναζε σα νάταν κότα: -Ξουτ – ξουτ… μπας και αποφύγει το γκολ.
Ήταν, πράγματι, μία αποκριάτικη παράσταση που έμεινε αξέχαστη σε όσους την παρακολούθησαν. Όπως ήταν και οι μαύροι ανθρωποφάγοι που εμφανίστηκαν κι αυτοί λίγο αργότερα και ήταν όντως ανεπανάληπτοι. Γύριζαν σε όλο το χωριό ανάβοντας φωτιές και «τρώγοντας» ζωντανούς ανθρώπους, μαύροι σαν το κατράμι.
Χρόνια αργότερα ο Θωμάς ο Γεωργιάδης θα μου έλεγε ότι βάφτηκαν με φούμο πίσω από το λόφο των Αγίων Θεοδώρων κι εκεί ντύθηκαν και βγήκαν στο χωριό. Στο τέλος κάθε παράστασης το έριχναν σε έξαλλο χορό υπό τους ήχους των ταμ – ταμ της ζούγλας.
Και το βράδυ της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς γινόταν ο μεγάλος χορός της Λέσχης, όπου οι σερπαντίνες έφταναν ίσαμε το γόνατο. Κι όταν η πρώτη αχτίδα του ήλιου της Καθαράς Δευτέρας έσκαζε πάνω απ’ την Προστόμιτσα όλοι τραβούσαν με τις βάρκες, άλλοι για το Λιβάδι, άλλοι για το Σαυρίδι και άλλοι… για την Καρβουνόσκαλα. Εκεί η λαγάνα, τα μύδια, οι πεταλίδες κι ο νηστίσιμος χαλβάς είχαν τον πρώτο λόγο. Παιχνίδια στην άμμο και νεανικό φλερτ.
Κάποιοι που τους είχε χτυπήσει το ούζο ξερνούσαν απ’ τις βάρκες στη θάλασσα κι έκαναν τους άλλους να τους βρίζουν, γιατί τους χαλούσαν την ατμόσφαιρα. Ρεαλιστικές σκηνές, αλλά τι γέλιο και τι πειράγματα προκαλούσαν!
Στις μέρες μας οι Αποκριές γιορτάζονται πιο κόσμια, πιο οργανωμένα. Καλύτερα έτσι. Ο παλιός διονυσιακός τρόπος δεν ήταν και τόσο ευχάριστος.
Χάσαμε ωστόσο τις βάρκες και τις ακρογιαλιές. Έφυγαν κι αυτές μαζί με τα χρόνια της αθωότητας.

Η Καρβουνοσκαλίτισσα

Δεν υπάρχουν σχόλια: