Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Γιάννης Στυλιανίδης, ο ποιητής του «Κόσμου των μεταλλείων»

Ο Γιάννης Στυλιανίδης γεννήθηκε στη Μπάλια της Μικράς Ασίας το 1915. Σώθηκε στην καταστροφή του 1922 στην πλάτη της μεγαλύτερης αδερφής του Δημητρίας, που τον κουβάλησε έτσι μέχρι τη θάλασσα, μέχρι να επιβιβαστούν στο καράβι της σωτηρίας, αυτός και η οικογένειά του. Δούλεψε στα γραφεία της Εταιρείας, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Από μικρός έγραψε ποιήματα και τραγούδια. Κάποια απ’ αυτά έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή και τραγουδήθηκαν πολύ απ’ τους παλιούς Στρατωνίσιους, όπως η περίφημη «Αγνή».
Στη δεκαετία του ’70 βγαίνει η εφημερίδα «Ο κόσμος των Μεταλλείων», στην οποία δημοσιεύει ποιήματά του. Κάποιοι περίμεναν την εφημερίδα για να διαβάσουν το ποίημά του, τόση απήχηση είχε.
Πέθανε το Νοέμβρη του 2006, σε ηλικία 91 ετών.

Ας ξαναθυμηθούμε, λοιπόν, μερικά από τα δημοσιευμένα αυτά ποιήματά του
Ένα ποίημα, πολύ συγκινητικό, που περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, είναι το ακόλουθο
Πριν 51 χρόνια
Στις στήλες του αγαπητού και προσφιλούς μας «Κόσμου»
είδα την ανταπόκριση «Η βρύση του Γρυπάρη»
και αναμνήσεις παιδικές ξεπήδησαν εμπρός μου
με τη φωτογραφία της που πικροφυγουράρει.
-Ήτανε το είκοσι δυο που πρόσφυγες βρεθήκαμε
στη Στρατονίκη (Ίσβορο) και εγκατασταθήκαμε
οι κάτοικοι φιλόξενοι, καλοί απ’ άκρη σ’ άκρη
της προσφυγιάς σκουπίσανε τ’ αστείρευτό μας δάκρυ
ο σιδεράς πατέρας μας κι’οι δυό αδελφοί μας
στο Μαδέμ – Λάκο δουλεύουν να βγάλουν το ψωμί μας.
Εγώ παιδάκι άμυαλο, πολιών φωλιές ζητώντας
Τριγύριζα εδώ κι’ εκεί, κι απ’ την πηγή περνώντας
άκουγα σε απόσταση, μέσα στη φυλλωσιά της
τ’ αδιάκοπο και χαρωπό γλυκοκελάρισμά της.
Σμάρι στων δέντρων τα κλαδιά, παίζανε τα πουλάκια…
και άλλα πάλι λούζονταν στης βρύσης τα ρυάκια…
καθόμουν και πιτσίλιζα τα ζήδωρα νερά της
συλλάβιζα στην πλάκα της το αφιέρωμα της:
«Την έφτιασε ο Γρυπάρης
για σας παιδιά τη βρύση…»
Τη χάιδευα, τη μίλαγα, αυτή δεν απαντούσε,
τα κρυσταλλένια της νερά αδιάφορη κυλούσε…
κι’ όταν τα’ αποβασίλεμα παύαν οι εργασίες,
(δεν είχαν τότε οκτάωρο κι’ άλλες ευεργεσίες)
Άφηναν οι ορύκτες μας βαρειές και ματσακούπια.
(δεν είχαν τότε μηχανές, κουμπιά κι’ ηλεκτοκούμπια)
έπερναν την ανηφοριά στα σπίτια τους να πάνε,
(δεν είχαν αυτοκίνητα για να τους κουβαλάνε)
Ξεσκούφωτοι, ρακένδυτοι, στα πόδια τους στιβάλι
( δέν είχαν φόρμες, άρβυλα και κράνος στο κεφάλι).
Μουτζούρηδες, μ’ άδειο τουρβά, τη λάμπα τους στον ώμο.
Τραβούσανε κατάκοποι της ζήδωρης το δρόμο.
Ξαπόσταναν, πλυνότανε κι αφού πια ξεδιψούσαν
έφευγαν και τον Κτίστη της θερμά ευχαριστούσαν
κι’ αυτό τ’ ατέλειωτο σχοιΟ Μαδέμ Λάκκος έγινε έργο τρανό με τάξη
που λειτουργεί νυχθημερόν με μέθοδο και πράξη
Οι δε μεταλλωρύχοι μας με την βαριά δουλειά τους
βρίσκουν ικανοποίηση εις τα ζητήματα τους,
χάρις στα φιλεργατικά καλά αφεντικά τους…
Μόνη στου λόγγου την πλαγιά, χωρίς ζωή και χάρη,
στέκει απαρηγόρητη η βρύση του Γρυπάρη.
Νέες στοές ανοίχθηκαν, τράβηξαν τα νερά της
και στέρεψε, συλήθηκε, έχασε τα «παιδιά της».
Αυτή π’ ανέστησε γενιές σε όλη τη ζωή της,
δεν έχει μια σταλιά νερό, ως δάκρυ, στη θανή της.
Λησμονημένη καρτερεί στη μοναξιά την τόση,
το γκρέυντερ αλλοίμονο! που θα την …παραχώσει
κι’ εγώ όπου την γνώρισα στης δόξα της τ’ απόγεια
της γράφω, ως μνημόσυνο, αυτά τα λίγα λόγια.

Το ποίημα αυτό καταγράφει την εξόχως ρεαλιστική εικόνα των μεταλλωρύχων του Μαντέμ – Λάκκου στις αρχές του 20ου αιώνα. Τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής και εργασίας τους την εποχή εκείνη και τη δροσιά που έπαιρναν απ’ τη βρύση του Γρυπάρη.

Ρομαντικά και ερωτικά τα δύο επόμενα ποιήματα, που δείχνουν την άλλην πτυχή της ψυχής του ποιητή, την ερωτική, την ανθρώπινη:
Δεκαπενταύγουστο

Στης Μεγαλόχαρης μού πες να’ ρθω
το πανηγύρι π’ αγαπάς
πούχεις και τάμα με τα μαύρα
ξυπόλητη στη Χάρη της να πάς.
Μα’ γω φοβούμαι, πως σαν θάρθω
να προσκυνήσω μεσ’ την Εκκλησιά
μη λάχει κάνω κάνα λάθος
και σε φιλήσω αντίς την … Παναγιά
Ελεγείο

Κι ήρθες βουβή στο φτωχικό μου
κι είχες τα μάτια σου κλαμμένα
για το χατίρι το δικό μου
ταξίδεψες μακριά απ’ τα ξένα.
σ’ ευχαριστώ.
Κι ήρθες και γλύκαινε ο πόνος
δροσούλα σκόρπισε, χάδι ζεστό
στο πονεμένο μου κορμί ο χρόνος
με το σαράκι έστησαν ιστό.
Χάρη σου το χρωστώ.
Κι ήρθες.. μα πλειό θα φύγεις λυπημένη,
Έτσι ήτανε της μοίρας μας γραφτό!
Σ’ αφήνω χαίρε αγαπημένη
Συχώραμε γι’ αυτό.
Χάρη στερνή σου το ζητώ.
Το ποίημα που ακολουθεί – προφητικό - θα μπορούσε να είχε γραφεί γι’ αυτό που τελικά γίνεται σήμερα:
Η Αγορά

Μετά τον εξωραϊσμό
που πήρε το Στρατώνι
που συνεχώς φουντώνει,
τώρα έχει σειρά
η μικρή μας αγορά.

Ξύλινα παραπήγματα
εις το σεισμό φτιαγμένα
χωρίς καμιά διάταξη
και σαραβαλιασμένα.

Αποτελούν τον ζωτικό
τομέα του χωριού μας
τόπο ψυχαγωγίας μας
και εφοδιασμού μας.

Και ενώ πίσω, ολόγυρα
σφύζει η ομορφιά
η φτωχή μας η προθήκη
γέμει μ’ ασχημιά…

Καιρός όλ’ οι αρμόδιοι
είναι ν’ αποφασίσουν
και με το κράτος νόμιμα
το πρόβλημα να λύσουν.

Να γίνει νέα αγορά
μεγάλη, εξοπλισμένη,
μ’ άρτια καταστήματα
και πλέον συγχρονισμένη.
(συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια: