Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Η ΝΕΙΚΟΠΤΕΛΕΜΑ

ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΡΑΤΩΝΙΟΥ
Τόμος 2ος Φύλλο 24 Δεκέμβριος 2008

ΚΑΛΩΣΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ


Η ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ είναι πλέον γεγονός. Τα εγκαίνιαπραγματοποιήθηκαν στις 8 Δεκεμβρίου και η ανοιχτή αγκαλιά της δέχτηκε χιλιάδες παιδιά και γονείς . Μια καινούργια σελίδα για το Στρατώνι άνοιξε όπου η συλλογική εργασία πάλι έκανε το θαύμα της και έφερε αυτά τα εξαιρετικά αποτελέσματα . Το βράδυ λοιπόν της 8ης Δεκεμβρίου αφού η Χορωδία έψαλε κάλαντα και μετά τα πυροτεχνήματα , ο Αι Βασίλης έφτασε στην είσοδο της ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑΣ με το …τρένο. Εκεί τον περίμεναν μια χαρούμενη παρέα από παιδιά που έκοψαν την κορδέλα των εγκαινίων με ταυτόχρονη φωταγώγηση της ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑΣ . Όχι μόνο η συγκίνηση των εθελοντών που είδαν το όνειρο να γίνεται πραγματικότητα αλλά και η έκδηλη χαρά μικρών και μεγάλων, αποπλήρωσαν το κόπο και την προσπάθεια μηνών. Αυτό που ακολούθησε μέσα στονμήνα έδειξε το πόσο καλά ήταν οργανωμένη η ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ. Από τις υπηρεσίες των εθελοντών, την τροφοδοσία των σπιτιών, το λούνα πάρκ και το τρενάκι που κάνει το γύρω του χωριού , τις επαφές με τα ΜΜΕ αλλά και την συγκίνηση για τις ανθρώπινες στιγμές που οι εθελοντές έζησαν κατά την διάρκεια της λειτουργίας.
Η δημοσιότητα που τα τηλεοπτικά κανάλια της Χαλκιδικής και κυρίως του καναλιού SUPER έκανε ευρέως γνωστή την Παραμυθοχώρα πανελλαδικά.
Η λειτουργία της ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑΣ θα συνεχιστεί ως τις 7 Ιανουαρίου 2009 οπότε και θα επανέλθουμε με συνολικές εντυπώσεις για το γεγονός .

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

Σαν Χριστουγεννιάτικο όνειρο…

Είναι κάποια πράγματα που νομίζουμε πως τα ονειρευτήκαμε και ύστερα τα βλέπουμε να γίνονται πραγματικότητα. Κάποια πράγματα που δεν πιστεύαμε πως θα τα δούμε ζωντανά μπροστά μας. Σας έχω μιλήσει ξανά για μια Έκθεση που έγραψα αρκετά μεγάλη, στην Α! Λυκείου με τίτλο «Αξέχαστα Χριστούγεννα». Θες η έντονη νοσταλγία για το όμορφο χωριό μου, θες η αχαλίνωτη φαντασία μου, με έκαναν να εξοκείλω.
Στην έκθεση αυτή, που ενθουσίασε τις ρομαντικές, συμμαθήτριές μου, μιλούσα για ένα παραθαλάσσιο χωριό – το χωριό μου – χωρίς να το κατονομάζω, που είναι περιτριγυρισμένο από θαλερά βουνά. Εκεί υπήρχε ένα σπίτι – το πατρικό μου – με ένα ψηλό πεύκο στην αυλή. (Κι αυτό αληθινό). Τα αληθινά όμως μέχρι εδώ, τα υπόλοιπα ανήκαν στη σφαίρα της φαντασίας.
Ότι η εταιρεία της εποχής εκείνης είχε προκηρύξει Χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό για το πιο όμορφα στολισμένο σπίτι. Φυσικά το βραβείο το πήρε το δικό μου σπίτι, που το μεγάλο του πεύκο είχε φωταγωγηθεί με άπειρα χρωματιστά λαμπιόνια, ακόμη και ο φράχτης του με τα τραχιά παλούκια. Ομάδες παιδιών – αληθινό κι αυτό – γύριζαν την παραμονή των Χριστουγέννων και έψελναν ύμνους. Όλο το χωριό αχολογούσε από τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Και τελείωνα κάπως έτσι: «Πάντα όσο ζω θα θυμάμαι ένα παραθαλάσσιο χωριό χιονισμένο κι ένα σπίτι με ένα ψηλό πεύκο στην αυλή του στολισμένο. Χαράματα κι ή καμπάνα του χωριού να χτυπά για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία».
Χρονολογία γραπτού : 12 Δεκεμβρίου 1967.

Νύχτα 14ης Δεκεμβρίου 2008. Είμαστε ψηλά, στο Κιόσκι και στα πόδια μας απλώνεται μία ονειρική εικόνα: ένα παραθαλάσσιο χωριό φωτισμένο – το χωριό μου – και τριγύρω σιωπηλά σκούρα βουνά. Πολύχρωμα λαμπιόνια στολίζουν στην παραλία χαριτωμένα σπιτάκια και δέντρα. Χριστουγεννιάτικες μελωδίες πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα. Η θάλασσα και τα βουνά ακούν και συμμετέχουν κι αυτά με τη δική τους φωνή. Η θάλασσα με το φλοίσβο των κυμάτων και τα βουνά με το ανάδεμα των φυλλωμάτων τους.
Αναρωτιέμαι, αν σε κείνη την παλιά έκθεση λειτούργησε κάποιο προφητικό μήνυμα, γιατί βλέπω ολοζώντανο μπροστά μου, αυτό που η δύναμη της φαντασίας μου έπλασε.
Κατεβαίνουμε στην παραλία του χωριού. Δεκάδες μικρά παιδιά με μαγεμένα μάτια τρέχουν πάνω κάτω, να γράψουν γράμματα στον Αϊ Βασίλη, να φτιάξουν κατασκευές ή γλυκά, ν’ ακούσουν παραμύθια και ν’ ανεβούν στα γραφικά παιχνίδια του Λούνα Πάρκ. Κι από κοντά οι γονείς, γελαστοί κι αυτοί. Κι όλοι μαζί, μικροί και μεγάλοι, και ανεβαίνουν το τρενάκι και να χαίρονται σα παιδιά.
Σκέφτομαι πως τα όνειρα συνήθως δύσκολα εκπληρώνονται. Αυτά όμως που βλέπω μου λένε πως η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει το παλιό μου όνειρο. Γιατί το χωριό μου τώρα έχει γίνει και «Παραμυθοχώρα», δηλαδή ένας τόπος που θα δίνει χαρά και θα εξάπτει τη φαντασία και τη μαγεία όχι μόνο των αθώων μικρών παιδιών, αλλά και των μεγάλων παιδιών, που τόσο το έχουν ανάγκη στις δύσκολες μέρες που ζούμε.
Καλά Χριστούγεννα λοιπόν, σε όλους τους Παραμυθοχωρίτες απανταχού της γης , γιατί η μαγεία και το παραμύθι δεν έχουν σύνορα.

Η Καρβουνοσκαλίτισσα

ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΥΧΟ ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ




Με την πρέπουσα λαμπρότητα γιορτάστηκε και φέτος η Αγία Βαρβάρα στο Στρατώνι. Της λαμπρής λιτανείας και δημόσιας εστίασης από μεριάς της Κοινότητας, καθώς και χορευτικών από τον Σύλλογο Γυναικών, είχε προηγηθεί
το προηγούμενο βράδυ χορωδιακή βραδιά με τις χορωδίες του Δήμου Σταγίρων Ακάνθου, Σταυρού και της Χορωδίας ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ Θεσσαλονίκης, ενώ μια μέρα νωρίτερα παρουσιάστηκε η θεατρική παράσταση του έργου του Στέργιου Βαγγλή «Όσο κρατάει ένα τσιγάρο» από την θεατρική ομάδα «Θυμέλη» προσφορά του Πολιτιστικού Οργανισμού Χαλκιδικής της Νομαρχίας

ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΩΝΙ




Με αμείωτη επιτυχία σημειώθηκε η δεύτερη αιμοδοσία του 2008 το Σάββατο 13 Δεκεμβρίου. Η συμμετοχή των εθελοντών αιμοδοτών έκανε πάλι την διαφορά σ’αυτή την προσπάθεια που συντονίζει ο Σύλλογος. Αισίως ο αριθμός των φιαλών έχει φτάσει τις 69 κάνοντας την τράπεζα να είναι ενημερωμένη όσο ποτέ άλλοτε.
Δεν θα πούμε το κλασσικό «αχρείαστο να είναι»» αλλά θα παρακαλέσουμε τους εθελοντές αιμοδότες να συνεχίσουν με αμείωτο ενδιαφέρον να συμμετέχουν στη συνεχή προσπάθεια εμπλουτισμού της τράπεζας.
Άλλωστε η εθελοντική αιμοδοσία με την δωρεά οργάνων είναι από τις υψηλότερες ανθρωπιστικές ενέργειες .Συγχαρητήρια λοιπόν στους εθελοντές αιμοδότες και ραντεβού στην πρώτη αιμοδοσία του 2009 που θα ανακοινωθεί σύντομα η ημερομηνία της .

Ο Ζωγραφος Θεόφιλος Χατζή – Μιχαήλ (1870; - 1934) ( Μέρος 2ο)


























Επιστροφή στη Μυτιλήνη.
Στα 1927 επανεμφανίζεται στην πατρίδα του. Είναι πια μεσόκοπος πενηντάρης, αλλά η σκληρή ζωή του τον έχει πρόωρα τσακίσει. Ζει στην αρχή με τα αδέρφια του και αργότερα με τη μητέρα τους ως το θάνατό της, το 1932.
Εκεί γνωρίζεται με το Στράτο Ελευθεριάδη, το γνωστό τεχνοκρίτη του Παρισιού Teriade, το 1929, που αγοράζει μερικά έργα του. Του αγοράζει κάμποτ και χρώματα κι ο ζωγράφος ρίχνεται στη δουλειά με ενθουσιασμό. Η ψυχή του γλυκαίνει τώρα που κάποια αναγνώριση της αξίας του έργου του αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τη δικαίωσή του. Τον πρόλαβε ο θάνατος, στης 20 Μαρτίου του 1934. Τον βρήκαν δύο μέρες μετά το θάνατό του.

Η μετά θάνατον αναγνώριση.
Η πορεία του έργου ενός καλλιτέχνη δε σταματάει με το θάνατό του, αλλά συνεχίζεται. Και όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η πορεία στο βάθος του χρόνου, τόσο καταδεικνύεται η αξία του. Το 1936 ο Teriade (Στράτος Ελευθεριάδης) οργανώνει έκθεση των έργων του στο Παρίσι. Ο Λε Κορμπυζιέ κι ο Μωρίς Ραϋνάλ θα γράψουν εγκωμιαστικά άρθρα για το έργο του. Ο Τάκης Μπαρλάς τον αποκαλεί «Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής». Ο Γ. Σεφέρης τον συσχετίζει με το Μακρυγιάννη. Από κει και πέρα οι εκθέσεις και οι συζητήσεις για το έργο του –ακόμη αμφιλεγόμενες- διευρύνονται. Η τροπή πλέον είναι ευνοϊκή για το Θεόφιλο. Αυτό που δεν του αναγνωρίστηκε εν ζωή, του αναγνωρίζεται μετά θάνατον.
Οι θαυμαστές του τον πρόβαλλαν σαν σύμβολο του ζωντανού ελληνισμού. Χαρακτηρίστηκε λαϊκός ζωγράφος, αλλά άφοβα μπορεί να παραβληθεί με τους μεγάλους ξένους ζωγράφους, αν και δεν είχε λάβει καμμία ανάλογη παιδεία και ήταν μακριά απ’ τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Μαζί με το Μακρυγιάννη θεωρήθηκε ως ο πιο ζωντανός δεσμός με την παράδοσή του τόπου μας και σταθερό θεμέλιο για την ανανέωση της πολιτιστικής μας ζωής.

Τι ζωγράφισε.
Πολλά είναι τα θέματα των έργων του. Σημαντικό μέρος των έργων του κατέχουν οι ιστορικές συνθέσεις και οι προσωπογραφίες ηρωικών μορφών, κυρίως του 1821. Αγαπημένα μοτίβα του είναι τοπία και οι απόψεις πόλεων. Αλλά πιο ενδιαφέρουσες είναι οι σκηνές από τη καθημερινή ζωή. Το μάζεμα της ελιάς, οι υπαίθριοι κουρείς, ο φούρνος, το πανηγύρι, οι βοσκοί και τόσα άλλα έργα του μας δίνουν μια καθαρή εικόνα για την καθημερινή ζωή στην εποχή του.
Κάτω από κάθε έργο του βάζει και επιγραφές χαρακτηριστικές, πολλές φορές ανορθόγραφες, καθώς και χρονολογίες, όπως «Οδός Μυτιλήνης επί τουρκοκρατίας το 1888» ή « Η άρκτος χορεύουσα», 1933.
Ένα ακόμη σημαντικό μουσείο για το έργο του Θεόφιλου είναι η διώροφη οικία του Στράτου Ελευθεριάδη (οικία Teriade) στη Βαρειά της Μυτιλήνης. Εκεί εκτίθενται με εξαιρετικό τρόπο πάμπολλα έργα του.
Συνοψίζοντας όλα τα γνωρίσματα της ζωγραφικής του Θεόφιλου – η αίσθηση του χώρου, η αντίληψη της μορφής, ο χαρακτήρας του χρώματος, τα εικονογραφικά πρότυπα, ο ρυθμός και η συμμετρία – είναι κυρίαρχα χαρακτηριστικά της θρησκευτικής και κοσμικής λαϊκής ζωγραφικής, όπως κληρονομήθηκε από το Βυζάντιο και διαπλάστηκε στην Τουρκοκρατία.
Χάρις σ’ αυτόν όμως μια χιλιόχρονη λαϊκή ζωγραφική, συντηρητική στην επιλογή και την απόδοση των θεμάτων ζωντανεύει, αποβάλλει τα νεκρά και άχρηστα στοιχεία, κρατά τα ζωντανά και τα αναπροσαρμόζει ώστε να δημιουργήσει καινούργια.
Ο ίδιος ο Θεόφιλος έζησε μέσα στη στέρηση και την αμφισβήτηση, το έργο του όμως λάμπει διεθνώς πλέον, σαν μία ελληνική αχτίδα φωτός.

…ΦΩΤΟ ….ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ !!!!
















Η ΝΕΙΚΟΠΤΕΛΕΜΑ

ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΡΑΤΩΝΙΟΥ
Τόμος 2ος Φύλλο 23 Νοέμβριος 2008

Στους ρυθμούς της ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑΣ


Η ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ έχει πάρει πλέον μορφή . Όλα τα σπιτάκια είναι πλέον στη θέση τους και η διακόσμησή τους έχει τελειώσει.Σε λίγες μέρες θα τελειώσει και ο στολισμός με φωτάκια σε όλο το πάρκο.
Η λίμνη των ευχών είναι σχεδόν έτοιμη .Θα γεμίσει με νερό λίγες μέρες πριν τα εγκαίνια.
Εν τω μεταξύ αριστερα της ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑΣ θα υπάρχει εγκατάσταση λούνα πάρκ για …όλες τις ηλικίες !!!
Ο Αριθμός των μαθητών που θα επισκεφτούν προγραμματισμένα την ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ έχει φθάσει τις 2024 παιδιά από σχολεία σχεδόν από όλη την Β.Ελλάδα και αναμένεται να ξεπεραστεί. Θα σας δούμε σύντομα στα εγκαίνια.

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

«Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω» ( Πρώτο μέρος )

Πόσες ευθύνες δεν έχω γράψει αλήθεια μ’ αυτό το θέμα στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο! Αλλά και σεις που διαβάζετε πόσες δεν γράψατε! Πόσοι από σας δεν θα γίνονταν γιατροί και δικηγόροι –ακόμη κι αστροναύτες – και γίνατε, ότι μπορέσατε να γίνετε, τέλος πάντων…
Εγώ πάντως μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού είχα σχετικά σταθερούς στόχους όσον αφορά τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό. Κυμαινόμουνα ανάμεσα στο κλασικό δίλημμα όλων των τότε κοριτσιών: μοδίστρα ή κομμώτρια. Τη μια χρονιά, ονειρευόμουνα την ώρα και τη στιγμή που θα έπιανα ραφτική βελόνα στα χέρια μου και την άλλη καταστάλαζα στη χτένα και τα ρόλευ. Κάπου στην Πέμπτη Δημοτικού τα απαρνήθηκα όλα, δήλωσα δασκάλα κα ησύχασα.
Θα με ρωτήσετε, αγαπητοί μου, γιατί όλα αυτά. Τι θέλω και ξύνω πληγές, όπως λέει κι ο ποιητής: « Αχ, πούσαι νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουνα άλλος». Τα πράγματα είναι απλά. Γιατί θυμήθηκα τα παλιά καλά επαγγέλματα κι αυτούς που τα ασκούσαν στο χωριό με κέφι και μεράκι.
Ας αρχίσω με τη ραφτική τέχνη, μιας και τότε δεν υπήρχαν στα χωριά αυτό που σήμερα λέμε «έτοιμα ρούχα». Όλα ράβονταν στο χέρι, για άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα πρόχειρα ρούχα μας τα έραβαν οι μανάδες μας, αλλά για τα καλά υπήρχε ολόκληρη διαδικασία. Πρώτα διαλέγονταν το ύφασμα. Κάποιοι αποτολμούσαν να πάρουν τη βραδυκίνητη «χελώνα» της συγκοινωνίας και μετά από 6ωρο ταξίδι από τον παλιό δρόμο του Χολομώντα και αφού θα είχαν βγάλει τα σκώτια τους στο δρόμο κι ο εισπράκτορας θα πετούσε από το παράθυρο τα ξερατά τους με το ύφος γεμάτο περιφρόνηση, θα έφταναν επιτέλους στην πόλη για να αρχίσουν περιχαρείς τα ψώνια τους. Αυτό γινόταν κυρίως, πριν από το Πάσχα για να αγοραστούν τα άσπρα παπούτσια της Λαμπρής για τα παιδιά και τα κόκκινα βελούδινα φουστανάκια.
Κάποιοι τυχεροί μικροί – ανάμεσά τους και ο αδερφός μου – φορούσαν ναυτική στολή, ενώ κάποιοι άλλοι αρκούνταν στη χακί στολή του απλού στρατιώτη σε στυλ σαφάρι. Άλλο ναύτης του Αιγαίου κι άλλο κυνηγός… Αλλά κι εμείς ζηλεύαμε τις τυχερές μικρές που την Κυριακή έβγαιναν στη βόλτα με άσπρο λούτρ παλτό και καπέλο στο κεφάλι. Τέτοιο καπέλο δεν έβαλα, με πρόλαβαν, βλέπεις, οι περιστάσεις.
Αλλ’ ας ξαναγυρίσουμε πίσω. Το ύφασμα παραδίδονταν επισήμως στη μοδίστρα, αφού βέβαια είχε προηγηθεί βαθιά περισυλλογή για την επιλογή της μοδίστρας και ατελεύτητες συζητήσεις του τύπου:
-Σ’ αυτή θα πας, που ούτε σουρφιλέ δεν ξέρει να κάνει σωστό; Που όταν πας να σηκώσεις το χέρι, σκίζεται το μανίκι;
Κάποτε η μεγάλη απόφαση παίρνονταν και η μοδίστρα που είχε επιλεγεί έπαιρνε το ύφασμα και άφηνε συγκινημένη στα χέρια της πελάτισσας ένα βαρύτιμο βιβλίο, το φιγουρίνι. Τεράστιο, χιλιοξεφυλλισμένο με φωτογραφίες κομψότατων παριζιάνικων μοντέλων να φιγουράρουν σε κάθε σελίδα. Τώρα, αν η πελάτισσα έμοιαζε με βαρέλι κρασιού, ποσώς την επηρέαζε. Την ώρα που αγωνιωδώς φυλλομετρούσε για το σχέδιο του φουστανιού, ταυτίζονταν με το ωραίο μοντέλο.
Μέχρι εδώ καλά, από δω και πέρα αρχινούσαν τα δύσκολα. Να κοπεί σωστά το σχέδιο και να προσαρμοστεί σε ένα σώμα με πολλά μειονεκτήματα. Στην Πρώτη πρόβα υπήρχε κάποια κατανόηση, αρχή ήταν ακόμα. Ας τσιμπούσε – από το άγχος της σίγουρα- η μοδίστρα με τις καρφίτσες, όσο ήθελε. Στη Δεύτερη και Τρίτη πρόβα τα πράγματα σοβάρευαν. Ξεσπούσαν κρίσεις, που έφταναν και σε δάκρυα. Ωραία όλα στο χαρτί, ωραίο και το μοντέλο, αλλά στο παχουλό σώμα της νοικοκυράς οι πένσες δεν συμμάζευαν, τα ασυμμάζευτα. Ο ποδόγυρος της κλος φούστας έγερνε σαν τον πύργο της Πίζας… Ούτε οι σκεμπέδες των μερακλήδων άφηναν μεγάλα περιθώρια στο ράφτη.
Πριν απ’ τις μεγάλες γιορτές οι ράφτες και οι μοδίστρες αγωνίζονταν με νυχτέρια, μαζί με τους μαθητευόμενους, να προλάβουν να ντύσουν τον κόσμο. Ούτε γιορτή καταλάβαιναν ούτε σχόλη.
Δίπλα στο σπίτι μου, από την πάνω μεριά, έραβε ο πολύ αγαπητός μας γείτονας, ο Κώστας ο Ράπτης όνομα και πράγμα, μαζί με τη γυναίκα του, την κυρά – Δέσποινα, που χάθηκε πάνω στην ακμή του τόσο άδοξα. Το ραφείο τους υποδειγματικό.
Από την κάτω μεριά ήταν το σπίτι της πιο έμπειρης μοδίστρας, της Ντίνας Ματζώνα, καλή της ώρα. Με πόση λαχτάρα περιμέναμε τα κουρελάκια που έπεφταν, καθώς η μάνα της, η κυρα – Σοφία, τίναζε τις κουρελούδες. Κάθε πρωί στεκόμασταν και περιμέναμε, το τίναγμα για να κάνουμε ρουχαλάκια στις κούκλες μας.
-Ρίξε, Ντίνα πάλι, κανένα κουρελάκι, μπας και ξαναγίνουμε παιδιά…

Η Καρβουνοσκαλίτισσα

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ







ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 7/12/2008 ΚΑΙ ΩΡΑ 6 ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑΣ

ΕΛΑΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΩΣΕΤΕ ΦΕΤΟΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ….ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ!!

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ

Ζήτω ο εθελοντισμός

«Είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ», βροντοφωνάζει ο αγωνιστής Γιάννης Μακρυγιάννης μέσα από τη φωτιά του αγώνα του 21.
Αλήθεια, σκέφτομαι, το τι θαύματα μπορεί να κάνει αυτό το «εμείς», το βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας αυτές τις μέρες. Η «Παραμυθοχώρα» θα έμενε στο χώρο του παραμυθιού, αν δεκάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, δεν έδιναν την ψυχή τους δουλεύοντας για την ετοιμασία όλων αυτών των υπέροχων κατασκευών. Δούλεψαν ατέλειωτες ώρες προετοιμάζοντας το χώρο, τα σπιτάκια, το στολισμό. Και τώρα που η «Παραμυθοχώρα» υπάρχει και οι επισκέπτες την πλημμυρίζουν, με το χαμόγελο στα χείλη τους υποδέχονται και δουλεύουν με κέφι, που το μεταδίδουν σε όλους.
Η αρχή έγινε. Το νερό μπήκε στο αυλάκι. Το Στρατώνι απέκτησε και άλλη προσωνυμία, έγινε το Παραμυθοχώρι. Και το δεύτερο αυτό όνομα θα το χαρακτηρίζει από δω και πέρα ομορφαίνοντας τις κρύες μέρες των γιορτών. Και κάθε χρόνο όλα θα πηγαίνουν καλύτερα.
Ένα θερμό ΜΠΡΑΒΟ σε όσους ίδρωσαν και κοπίασαν γι’ αυτό το μαγικό αποτέλεσμα. Συγχαρητήρια και σε άλλα, με υγεία. Γιατί υπάρχουν και άλλα όνειρα, που μπορούμε να πραγματοποιήσουμε και ύστερα να πιστέψουμε πως τα προφητέψαμε…
Ονειρεύομαι, για παράδειγμα, ένα Μεταλλευτικό Μουσείο και τους μαθητές, όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων να έρχονται να δουν και να μάθουν. Και μαζί τους και τους τουρίστες του καλοκαιριού, κι αυτό όλους τους μήνες του χρόνου.
Ας ανασκουμπωθούμε, όλοι μαζί, γι’ αυτόν το μεγάλο στόχο. ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ μπορούμε να τον επιτύχουμε. Στο χέρι μας είναι, η δυναμική έχει δημιουργηθεί!

Δ. Στυλιανίδου

Ο Ζωγραφος Θεόφιλος Χατζή – Μιχαήλ (1870; - 1934) ( Μέρος 1ο)

Μυτιλήνη, οι ρίζες
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στη Βαρειά της Μυτιλήνης γύρω στα 1870. Γιός του Γαβριήλ και της Πηνελόπης, Χατζημιχαήλ υπήρξε το μεγαλύτερο από τα 8 παιδιά της οικογένειας. Ο παππούς του από μεριά της μητέρας του ήταν αγιογράφος. Ο Θεόφιλος δεν φαίνεται ωστόσο να συμπαθούσε τον καλοστεκούμενο αυτό γέροντα, που τον έβλεπε ως «αντιπαθητικό κατεστημένο» σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες.
Το ανήλειαγο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού υπήρξε κατά την παιδική του ηλικία το πρώτο εργαστήριο του ανήσυχου αυτού μικρού. Αντί να παίζει με τα παιδιά της ηλικίας του, κλεινόταν εκεί μέσα και ζωγράφιζε τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Αυτή τη συνήθεια –να ζωγραφίζει τραγουδώντας – την κράτησε σε όλη του τη ζωή. Ίσως έτσι, όπως αναφέρει ο Δημήτρης Πικιώνης να δημιουργούσε την ατμόσφαιρα που του ήταν απαραίτητη και τον ενέπνεε στην καλλιτεχνική του δημιουργία.
Ο Θεόφιλος ήταν αριστερόχειρας, κι αυτό προκαλούσε πολλά και σαρκαστικά πειράγματα από τους γύρω του. «Ζερβοκουτάλα» τον αποκαλούσαν πολλοί άσπονδοι φίλοι του. Αυτός όμως πάλεψε να υπερνικήσει αυτό που τότε θεωρούνταν μειονέκτημα, με τη ζωγραφική. Έκανε λοιπόν στο υπόγειο του σπιτιού του πάμπολλα σχέδια, μέχρι να νιώσει ώριμος και να πει στην αδερφή του: «πάρε πόζα να σεζωγραφίσω».
Στη νηπιακή του ηλικία μια βαριά αρρώστια του αφήνει ένα τραυματισμό στη φωνή. Ίσως και τα τραγούδια που συνόδευαν τη ζωγραφική του να μην ήταν άλλο παρά μια άσκηση, για να κατανικήσει κι αυτή του την αδυναμία. Αυτός , λοιπόν, ο αδύνατος και καχεκτικός νέος, ο πληγωμένος από τους γύρω του, βρήκε ένα κόσμο για να εκφράσει το θησαυρό που υπήρχε κλεισμένος στην ψυχή του, τον κόσμο της φαντασίας του.
Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 τον βρίσκει στη Σμύρνη, αλλά σύντομα φεύγει για το Βόλο.
Στο Πήλιο.
Η «νέα πόλις του Βόλου» από τα 1890 αρχίζει να συγκεντρώνει την οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα των χωριών του Πηλίου. Στα χρόνια αυτά της δεκαετίας του ΄90 εμφανίζεται ο Θεόφιλος, στην ηλικία των 30 χρονών. Δείχνει πολύ μεγαλύτερος και με την εκκεντρική του εμφάνιση γίνεται στόχος πειραγμάτων και χονδρών αστεϊσμών.
Ζωγραφίζει σε σπίτια και καφενεία, σε φούρνους και μπακάλικα για ένα πιάτο φαί, κάνα κρεμμύδι – που ήταν και η μεγάλη αδυναμία του – και λίγο κρασί. Λίγα κέρματα είναι η ανταμοιβή του, γι’ αυτό και συνήθιζε να λέει πως δεν πουλάει τα έργα του, αλλά τα χαρίζει.
Ζούσε σε άθλια δωμάτια και έκανε και άλλες βαριές δουλειές για να επιβιώσει. Άφησε έργα του στις Μηλιές, στην Πορταριά, τη Μακρινίτσα, στον Άνω Βόλο και αλλού. Στις Αποκριές ντύνεται «Μέγας Αλέξανδρος» και για στρατό του έχει μικρά παιδιά της περιοχής.
Η πιο δημιουργική όμως περίοδος για το Θεόφιλο ξεκινά μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όταν μεγάλος αριθμός προσφύγων εγκαθίσταται στην περιοχή του Βόλου. Οι πρόσφυγες στήνουν μαγαζιά, ταβέρνες και ραφεία, πατσατζίδικα και μικροεμπορικά. Φέρνουν μαζί τους το μπαγλαμά, τα τραγούδια τους και το μεράκι της λαϊκής διακόσμησης. Ποιος άλλος εκτός απ’ το Θεόφιλο θα μπορούσε να τους εκφράσει; Τώρα οι παραγγελιές πληθαίνουν, η πληρωμή του είναι καλύτερη. Το φαγητό του τώρα πλουτίζεται από πικάντικους μεζέδες. Βρίσκει, επιτέλους, ανθρώπινη και καλλιτεχνική ανταπόκριση. Γι αυτό και τα χρώματά του φωτίζουν, γίνονται λαμπερά και πολύχρωμα. Η στεναχώρια της Θεσσαλικής περιόδου εγκαταλείπεται.
Δυστυχώς, στα 1930 οι παράγκες των προσφύγων καταστρέφονται από τη φωτιά και τον κασμά και έτσι χάνεται ένα ωραίο και μεγάλο μέρος απ’ το έργο του ζωγράφου.
Γύρω όμως στα 1910 – 12 ο μυλωνάς και κτηματίας Γιάννης Κοντός από την Ανακαστά θα γίνει ο προστάτης που του δίνει κατοικία και εκείνος του διακοσμεί ένα δωμάτιο στο μύλο του και όλο το επάνω πάτωμα του σπιτιού του στην Ανακασιά. Αυτό το σπίτια σήμερα είναι μουσείο και αποτελεί το κυριότερο μνημείο της τέχνης του Θεόφιλου. Εικοσιτρείς συνθέσεις και πολλά διακοσμητικά μοτίβα γεμίζουν 35 μέτρα τοίχου.
Τριάντα χρόνια έζησε στο Βόλο και το Πήλιο ο Θεόφιλος το 1927, ενώ ζωγραφίζει την πρόσοψη ενός μαγαζιού πάνω σε μια σκάλα, κάποιος για να διασκεδάσει, την τραβά και ο Θεόφιλος πέφτει βαρύς στο χώμα. Χτυπάει άσχημα κι από τότε εξαφανίζεται από την περιοχή του Βόλου.

Της Δ. Στυλιανίδου - Φιλολόγου
(Συνέχεια στο επόμενο)

ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΜΑΔΕΜΙΩΝ
























Η ΝΕΙΚΟΠΤΕΛΕΜΑ

Τα νέα του Συλλογου Πολιτισμού Στρατωνίου
Έτος 2ο Αριθ. Φύλλου 22 Οκτώβριος 2008

Η ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ


Οι εργασίες για την ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ είναι σε εξέλιξη . Τέσσερα από τα πέντε σπιτάκια είναι στα «τελειώματά» τους και σε λίγο θα μεταφερθούν στο πάρκο.
Το Σαββατοκύριακο της τελευταίας εβδομάδας του μήνα καθαρίστηκε το πάρκο.
Ο ενθουσιασμός και η σκληρή δουλειά των εθελοντών έχει φέρει σπουδαία αποτελέσματα .

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

-Παίξε, Λάλο, το κλαρίνο σου, να πιαστούν κι οι πεθαμένοι στο χωρό…

Ο τόπος σε ζυμώνει με τον πιο δυνατό τρόπο. Σπυριά σιτάρι στις μυλόπετρες του χρόνου οι ψυχές μας, διαμορφώθηκαν στον όμορφο αυτό τόπο με τις χαρές και τις λύπες, που μας έδεσαν αξεδιάλυτα. Οι λύπες μας ένωσαν πιότερο απ’ τις χαρές. Αλλά τα χαρούμενα επιζητά πάντοτε ο άνθρωπος, και με το δίκιο του.
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, μαζί τις χαρούμενες στιγμές που γευόμασταν παλιά. Και αρχίζω από τις ονομαστικές γιορτές. Όποιος γιόρταζε, περίμενε να τον επισκεφθούν οι φίλοι και να του ευχηθούν τα «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ», αλλά δώρο δεν περίμενε. Τα χρόνια δύσκολα κι οι επισκέψεις των φίλων, πολλές. Η νοικοκυρά, ντυμένη με μακριά ρόμπα από τσόχα, πράσινη ή βυσσινή και πασούμια βελούδινα στα πόδια, σέρβιρε πρώτα το λικέρ, τριαντάφυλλο ή μέντα. Μετά σειρά είχε ο παραδοσιακός χειροποίητος κουραμπιές ή το κέικ, κομμένο σε μπακλαβοκόμματο, μιας κι η ζύμη ψηνόταν σε μεγάλο ταψί κι όχι σε φόρμα.
Τα βράδια της Κυριακής μετά τη βόλτα, ο χορός στο κιόσκι μπροστά από την παλιά Λέσχη. Η στρογγυλή τσιμεντένια πίστα περίμενε τους ακούραστους χορευτές, που υπό τους ήχους της μουσικής στροβιλίζονταν σε ένα ερωτικό ταγκό ή βαλς. Θυμάμαι τα νεαρά τότε ζευγάρια να χορεύουν κι εμείς τα παιδιά να θαυμάζουμε τις φιγούρες τους και να παρακαλούμε να μεγαλώσουμε μια ώρα αρχύτερα για να ακολουθήσουμε τα βήματά τους. Όταν όμως μεγαλώσαμε, αυτά όλα είχαν περάσει ανεπιστρεπτί κι εμείς ξεπατωνόμασταν στους ρυθμούς των Beatles και των Roling Stones. Ήμασταν, βλέπεις, η επόμενη γενιά…
Νάμαστε και έξω από την Αγία Βαρβάρα όλη η μαρίδα, να περιμένουμε να ακούσουμε το όνομα του παιδιού με τη μεγαλύτερη αγωνία. Ακάλεστοι και καλεσμένοι όλοι, χωρίς πρόσκληση. Αυτόκλητοι θεατές, αλλά και μεγάλοι παραδόπιστοι. Να πει ο νουνός στον παπά το όνομα του παιδιού κι ύστερα να βγει να πετάξει φούχτες τα νομίσματα πάνω από τα κεφάλια μας. Κι αμέσως ν’ αρχίσει η λυσσαλέα πάλη αναμεταξύ μας, για μισή και μια δραχμή. Όποιος έπιανε δίφραγκο, προκαλούσε μεγάλο φθόνο. «Όστις πρόλαβε, τον Κύριον οίδε».
Και μετά ξέφρενο τρέξιμο μέχρι το σπίτι, όπου η μάνα περίμενε στα σκαλιά να μάθει το όνομα του παιδιού της, γιατί γινόταν κι αυτά, άλλο όνομα αποφασιζόταν κι άλλο έβγαινε την τελευταία στιγμή. Ας όψεται … ο ανάδοχος. Πόσοι από μας δεν άλλαξαν όνομα την τελευταία στιγμή, με απρόβλεπτες συνέπειες για την οικογενειακή γαλήνη! Πόσοι γάμοι δεν έφτασαν στο μη περαιτέρω μετά από μια τέτοια απότομη αλλαγή ονομασίας, που από Κατίνα το μωρό έβγαινε Μαρίκα… Τότε η μάνα που περίμενε στην πόρτα μάθαινε, επιτέλους το όνομα απ’ αυτόν που έβαζε φτερά στα πόδια και έφτανε πρώτος. Αυτός έπαιρνε το τάληρο!!!
Κι ερχόμαστε στην τελετή των τελετών, το γάμο. Η ύψιστη χαρά και το ξεφάντωμα του χωριού. Οι μισοί στο σπίτι της νύφης κι οι άλλοι στου γαμπρού. Οι φίλες να ντύνουν την κοπέλα, να χορεύουν και να τραγουδούν:
Ωραία ειν’ η νύφη μας
ωραία τα προικιά της,
ωραία κι η παρέα της,
που κάνει τη χαρά της.
Οι χρυσές τρέσες στα μαλλιά της νύφης και των κοριτσιών γυαλίζουν κι η χαρά ξεχειλίζει. Τα παλικάρια ξυρίζουν και ντύνουν το γαμπρό κι έρχονται να πάρουν τη νύφη με τη «ζυγιά». Τον ξακουστό Λάλο με το κλαρίνο του κι ένα βιολιστή στο πλάι του. Τα όργανα πάνε μπροστά κι ακολουθεί ο γαμπρός με τον παράνυμφο και τον κουμπάρο. Φτάνουν στην πόρτα της νύφης, αλλά εκείνη μένει κλεισστή.
-Τάξε, τάξε, φωνάζουν τα κορίτσια από μέσα.
Εκείνος τάζει, αλλά πάλι η πόρτα δεν ανοίγει. Τότε οι φίλοι του γαμπρού δίνουν μια και βγάζουν την πόρτα ή τη σπάνε. « Η πόλις εάλω». Η νύφη χαιρετάει με δάκρυα τη μάνα της, σα να φεύγει για τα ξένα κι ακολουθεί το πεπρωμένο της η παράνυμφη της συμπαραστέκεται. Τώρα ο Λάλος το γυρίζει στο:
Σήμερα λάμπει ο ουρανός
σήμερα λάμπει η μέρα
σήμερα στεφανώνεται
αϊτός την περιστέρα.
Και μ’ αυτό το τραγούδι θα φτάσουν μέχρι τα σκαλιά της εκκλησίας. Μετά το μυστήριο γλέντι μέχρι πρωίας στο σπίτι και χορός στην αυλή, ακόμη και στο δρόμο. Τα πνευμόνια του Λάλου αποκάμνουν. Καιρός για τόνωση: κολλά στο μέτωπο. Τότε εκείνος χτυπάει κορώνα:
Ένα Σαββάτο, βράδυ, καλέ Μαρία,
μια Κυριακή πρωί,
επήρα την απόφαση, Μαρία,
για να σε παντρευτώ.
-Παίξε, Λάλο, το κλαρίνο σου, να πιαστούν κι οι πεθαμένοι στο χορό…

Η Καρβουνοσκαλίτισσα