Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Η Παραμυθομαζώχτρα

Η Μαριγούλα και η πιπερίτσα

Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε σ’ ένα χωριό ένα αντρόγυνο πολύ αγαπημένο. Το σπίτι τους φτωχικό, αλλά νοικοκυρεμένο. Ο άντρας δουλευτής, όλη μέρα στα χωράφια και στο δάσος για ξύλα. Η γυναίκα του καλή νοικοκυρά κρατούσε το σπίτι της όμορφο και καθαρό. Έλαμπε κι η ίδια, πάντα χαρούμενη και γελαστή.

- Όλα τα καλά έχουμε, έλεγε κάθε πρωί που έβλεπε τον ήλιο ν’ ανατέλλει καθώς τάιζε τις κότες της. Αν είχαμε κι’ ένα παιδάκι, τίποτε άλλο δεν θα θέλαμε.
Ο Θεός από ψηλά την άκουσε και μια μέρα της μίλησε:
- Θα σου χαρίσω ένα κοριτσάκι, αφού τόσο πολύ το θέλεις.
Η γυναίκα καταχάρηκε.
- Μόνο που θα τόχετε κοντά σας μέχρι να γίνει οχτώ χρονώ. Μετά θα το πάρω πίσω.
Η γυναίκα στενοχωρήθηκε μ’ αυτά τα λόγια, αλλά σκέφτηκε πως κι έτσι πάλι καλύτερα θάταν απ’ το τίποτα.
Σε λίγο καιρό, πράγματι, έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι, που το έβγαλαν Μαριγούλα. Μεγάλωνε και ομόρφαινε η κόρη, αλλά τράνευε και η στεναχώρια της μάνας, όσο πλησίαζε ο καιρός που ο θεός θα της την έπαιρνε. Την φύλαγαν μέρα – νύχτα, αλλά ο θεός έβαλε τον ήλιο που τρύπωσε με μια αχτίδα στο σπίτι, άρπαξε τη Μαριγούλα και την πήγε στον κήπο του Θεού.
Εκεί δεν υπήρχε σκοτάδι και σύννεφα, όλα ήταν φωτεινά.
Ο κήπος γεμάτος λουλούδια και φυτά. Τα πουλιά κελαηδούσαν και όλα τα ζώα – μικρά και μεγάλα – σεργιάνιζαν κάτω απ’ τα δέντρα. Η Μαριγούλα όμως ήταν απαρηγόρητη. Θυμόταν τη μανούλα της - Όλα τα καλά έχουμε, έλεγε κάθε πρωί που έβλεπε τον ήλιο ν’ ανατέλλει καθώς τάιζε τις κότες της. Αν είχαμε κι’ ένα παιδάκι, τίποτε άλλο δεν θα θέλαμε.
Ο Θεός από ψηλά την άκουσε και μια μέρα της μίλησε:
- Θα σου χαρίσω ένα κοριτσάκι, αφού τόσο πολύ το θέλεις.
Η γυναίκα καταχάρηκε.
- Μόνο που θα τόχετε κοντά σας μέχρι να γίνει οχτώ χρονώ. Μετά θα το πάρω πίσω.
Η γυναίκα στενοχωρήθηκε μ’ αυτά τα λόγια, αλλά σκέφτηκε πως κι έτσι πάλι καλύτερα θάταν απ’ το τίποτα.
Σε λίγο καιρό, πράγματι, έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι, που το έβγαλαν Μαριγούλα. Μεγάλωνε και ομόρφαινε η κόρη, αλλά τράνευε και η στεναχώρια της μάνας, όσο πλησίαζε ο καιρός που ο θεός θα της την έπαιρνε. Την φύλαγαν μέρα – νύχτα, αλλά ο θεός έβαλε τον ήλιο που τρύπωσε με μια αχτίδα στο σπίτι, άρπαξε τη Μαριγούλα και την πήγε στον κήπο του Θεού.
Εκεί δεν υπήρχε σκοτάδι και σύννεφα, όλα ήταν φωτεινά.
Ο κήπος γεμάτος λουλούδια και φυτά. Τα πουλιά κελαηδούσαν και όλα τα ζώα – μικρά και μεγάλα – σεργιάνιζαν κάτω απ’ τα δέντρα. Η Μαριγούλα όμως ήταν απαρηγόρητη. Θυμόταν τη μανούλα της - Όλα τα καλά έχουμε, έλεγε κάθε πρωί που έβλεπε τον ήλιο ν’ ανατέλλει καθώς τάιζε τις κότες της. Αν είχαμε κι’ ένα παιδάκι, τίποτε άλλο δεν θα θέλαμε.
Ο Θεός από ψηλά την άκουσε και μια μέρα της μίλησε:
- Θα σου χαρίσω ένα κοριτσάκι, αφού τόσο πολύ το θέλεις.
Η γυναίκα καταχάρηκε.
- Μόνο που θα τόχετε κοντά σας μέχρι να γίνει οχτώ χρονώ. Μετά θα το πάρω πίσω.
Η γυναίκα στενοχωρήθηκε μ’ αυτά τα λόγια, αλλά σκέφτηκε πως κι έτσι πάλι καλύτερα θάταν απ’ το τίποτα.
Σε λίγο καιρό, πράγματι, έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι, που το έβγαλαν Μαριγούλα. Μεγάλωνε και ομόρφαινε η κόρη, αλλά τράνευε και η στεναχώρια της μάνας, όσο πλησίαζε ο καιρός που ο θεός θα της την έπαιρνε. Την φύλαγαν μέρα – νύχτα, αλλά ο θεός έβαλε τον ήλιο που τρύπωσε με μια αχτίδα στο σπίτι, άρπαξε τη Μαριγούλα και την πήγε στον κήπο του Θεού.
Εκεί δεν υπήρχε σκοτάδι και σύννεφα, όλα ήταν φωτεινά.
Ο κήπος γεμάτος λουλούδια και φυτά. Τα πουλιά κελαηδούσαν και όλα τα ζώα – μικρά και μεγάλα – σεργιάνιζαν κάτω απ’ τα δέντρα. Η Μαριγούλα όμως ήταν απαρηγόρητη. Θυμόταν τη μανούλα της - Όλα τα καλά έχουμε, έλεγε κάθε πρωί που έβλεπε τον ήλιο ν’ ανατέλλει καθώς τάιζε τις κότες της. Αν είχαμε κι’ ένα παιδάκι, τίποτε άλλο δεν θα θέλαμε.
Ο Θεός από ψηλά την άκουσε και μια μέρα της μίλησε:
- Θα σου χαρίσω ένα κοριτσάκι, αφού τόσο πολύ το θέλεις.
Η γυναίκα καταχάρηκε.
- Μόνο που θα τόχετε κοντά σας μέχρι να γίνει οχτώ χρονώ. Μετά θα το πάρω πίσω.
Η γυναίκα στενοχωρήθηκε μ’ αυτά τα λόγια, αλλά σκέφτηκε πως κι έτσι πάλι καλύτερα θάταν απ’ το τίποτα.
Σε λίγο καιρό, πράγματι, έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι, που το έβγαλαν Μαριγούλα. Μεγάλωνε και ομόρφαινε η κόρη, αλλά τράνευε και η στεναχώρια της μάνας, όσο πλησίαζε ο καιρός που ο θεός θα της την έπαιρνε. Την φύλαγαν μέρα – νύχτα, αλλά ο θεός έβαλε τον ήλιο που τρύπωσε με μια αχτίδα στο σπίτι, άρπαξε τη Μαριγούλα και την πήγε στον κήπο του Θεού.
Εκεί δεν υπήρχε σκοτάδι και σύννεφα, όλα ήταν φωτεινά.
Ο κήπος γεμάτος λουλούδια και φυτά. Τα πουλιά κελαηδούσαν και όλα τα ζώα – μικρά και μεγάλα – σεργιάνιζαν κάτω απ’ τα δέντρα. Η Μαριγούλα όμως ήταν απαρηγόρητη. Θυμόταν τη μανούλα της κι η καρδιά της πονούσε.Πήγαινε συχνά κοντά σε μια πιπεριά, έκοβε μια καυτερή κόκκινη πιπερίτσα την έβαζε στο στόμα της κι έλεγε:
- Αχ, πώς καίει τούτη η πιπερίτσα, καίει και της μανούλας μου η καρδίτσα.
Κάποια μέρα ο Θεός την άκουσε και τη ρώτησε γιατί είναι λυπημένη στον Παράδεισο μέσα. Η Μαριγούλα τον είπε. Τότε ο Θεός αποφάσισε να τη στείλει πίσω στη μητέρα της.
Κάλεσε κοντά του λοιπόν το πιο δυνατό ζώο, το λιοντάρι.
- Θέλω να πας τη Μαριγούλα στη μαμά της. Τι θα τρως και τι θα πίνεις στο δρόμο;
- Θα τρώω κρέας και θα πίνω αίμα, του απάντησε με θράσος το λιοντάρι.
- Φύγε από δω, καταραμένο νάσαι, είπε ο Θεός και το έδιωξε.
Έστειλε και φώναξαν το ελάφι.
- Αν θα πας τη Μαριγούλα στη μαμά της, τι θα τρως και τι θα πίνεις στο δρόμο;
- Θα τρώω πράσινο χορταράκι και θα πίνω δροσερό νεράκι, απάντησε το ελάφι.
- Ευλογημένο νάσαι, του είπε ο Θεός. Αλλά να προσέχεις στο δρόμο για να την πας γερή στο σπίτι της.
Ανεβαίνει καταχαρούμενη η Μαριγούλα στη ράχη του ελαφιού, το αγκαλιάζει από το λαιμό και εκείνο δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, τρέχει, τρέχει … Κάποια στιγμή όμως απ’ το πολύ το τρέξιμο δίψασε και σταμάτησε σε ένα ποταμάκι να πιει λίγο νερό. Δεν πρόλαβαν να ξεδιψάσουν και νάσου εμφανίζεται μπροστά τους ένας λύκος.
- Για πού με το καλό; Ρώτησε άγρια.
Ίσα που πρόλαβε ν’ ανέβει πάλι στη ράχη του ελαφιού η Μαριγούλα. Ο λύκος τους πήρε το κατόπι. Ανέβαιναν, κατέβαιναν βουνά, ο λύκος όρμησε και δάγκωσε και ξαναδάγκωσε την ουρά του ελαφιού.
Αρπάει ο πατέρας ένα δικράνι και ορμάει και διώχνει το λύκο. Βγαίνει και η μάνα, βλέπει τη Μαριγούλα και γεμάτη χαρά την αγκαλιάζει. Ο πατέρας γεμάτος χαρά κι αυτός για την επιστροφή του παιδιού του περιποιείται το ελάφι και αφού έπλυνε τις πληγές του, έβαλε επάνω άσπρο μπαμπάκι.

Κι αυτό κόλλησε και από τότε πολλά ελαφάκια έχουν άσπρες βούλες στο δέρμα τους.
Κι η Μαριγουλα έζησε ευτυχισμένη κοντά στους γονείς της μέχρι που μεγάλωσε, παντρεύτηκε κι έκανε πολλά - πολλά παιδιά.
Και τους έλεγε την ιστορία της.

κατά κόσμον Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: