Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ Η Παραμυθομαζώχτρα


Ο Ζήσης και το φίδι της τύχης.


Μια φορά κι έναν καιρό στα παλιά – παλιά χρόνια δυο παλικάρια όμορφα και δυνατά, φίλοι απ’ το ίδιο χωριό, δούλευαν σε ένα τρανό άρχοντα της περιοχής, ο Ζήσης και ο Μένιος. Όταν η δουλειά τους τέλειωσε, ο άρχοντας έδωσε στον καθένα από πέντε λίρες και τους ευχαρίστησε για την καλή δουλειά που του έκαναν.
Καθώς γύριζαν στο χωριό τους, περνούσαν από φαράγγια, ποτάμια και άγρια μονοπάτια. Ξαφνικά, σε μια στροφή του δρόμου αντικρίζουν ένα όμορφο, πολύχρωμο φίδι, ξαπλωμένο φαρδιά – πλατιά, να λιάζεται στον ήλιο.

Ορμάει αμέσως ο Μένιος με πέτρες να το χτυπήσει, αλλά ο Ζήσης του έπιασε το χέρι:
-Γιατί, βρε Μένιο, το χτυπάς, τι σου έκανε, άστο να ζήσει. Δες τι όμορφο και χρωματιστό που είναι!
-Φίδι και όμορφο, δε γίνεται, Ζήση. Θα το σκοτώσω, να τελειώνουμε με δαύτο. Κι άρχισε πάλι να το πετροβολάει.
-Θα σου δώσω, ότι θέλεις, αν το αφήσεις ήσυχο, είπε πάλι ο Ζήσης.
-Δώσε μου, τότε, τις πέντε λίρες που σου έδωσε ο άρχοντας.
­-Πάρτες, λέει ο Ζήσης, και τις δίνει.

Τις παίρνει, που λέτε, ο Μένιος κι όπου φύγει – φύγει για το χωριό, μην αλλάξει γνώμη ο φίλος του.
Το φιδάκι συγκεντρώνει το βλέμμα του στα μάτια του Ζήση κι επικοινωνεί μαζί του, τον υπνωτίζει και με τον τρόπο του, του λέει:
-Ακολούθησέ με, φίλε μου. Δεν είμαι, όπως κατάλαβες τυχαίο φίδι, είμαι το φίδι της τύχης. Θα σε οδηγήσω στο μεγάλο άρχοντα των φιδιών, τον πατέρα μου, για να σε ευχαριστήσει, για όσα έκανες για μένα. Ότι κι αν δεις κι ότι κι αν ακούσεις, μην φοβηθείς.
Μέσα από τρύπες και στοές κι υπόγεια λαγούμια οδηγεί το φίδι τον Ζήση σε μια μεγάλη υπόγεια αίθουσα, στη μέση της οποίας βρισκόταν ένας ολόχρυσος θρόνος. Και στο θρόνο, πάνω σε βελούδινο μαξιλάρι καθόταν κουλουριασμένο ένα πελώριο φίδι, με κορώνα στο κεφάλι. Γύρω του χιλιάδες φίδια σφύριζαν κι αγκομαχούσαν μιλώντας στη δική τους γλώσσα.
Καλώς το γιο μου, είπε το φίδι – βασιλιάς, τι συνέβη πάλι κι έφερες τον άνθρωπο αυτό στο μυστικό μας βασίλειο;
-Πατέρα, αυτός ο νέος μου έσωσε τη ζωή και τον έφερα να τον ευχαριστήσεις.
-Βεβαίως, είπε το μεγαλόπρεπο φίδι. Πάρε αυτό το ταψί, λέει στο Ζήση, και δεν θα πεινάσεις ποτέ. Θα λες:
-Ταψί, ταψάκι, ετοίμασε φαγάκι, κι αυτό θα γεμίζει με όλα τα καλά. Πάρε κι αυτό το τόπι και ζήτα του, ότι θες.
Ο Ζήσης τα πήρε, ευχαρίστησε το φίδι κι έφυγε για το χωριό του.
Στο δρόμο βρήκε ένα χωριανό το κι έκαναν παρέα. Κάποτε πείνασαν κι ό Ζήσης θυμήθηκε τα λόγια του φιδιού. Έβαλε, λοιπόν, το ταψί κάτω και είπε:
Ταψί, ταψάκι, αν έκανες κανα – φαγάκι, θα τρώγαμε ο φίλος μου κι εγώ.

Αμέσως το ταψί γέμισε με κρέατα ψητά, λαχταριστά. Αφού έφαγαν, ξάπλωσαν να κοιμηθούν λίγο. Αλλ’ ο πονηρός χωρικός άρπαξε το ταψί κι όπου φύγει- φύγει. Ξυπνάει ο Ζήσης, άφαντος ο χωρικός, άφαντο και το ταψί. Παίρνει τότε το τόπι και το ρωτάει:
-Τόπι, τοπάκι, που είναι το ταψάκι;
Σα σίφουνας σηκώνεται το τόπι, γυρνάει σα σβούρα και ταξιδεύει στον αέρα. Φτάνει τον πονηρό χωρικό, τον κοπανάει μια στην κεφάλα του, παίρνει το μαγικό ταψί σαν μαγνήτης και γυρνάει

πάλι στο Ζήση.
Ευχαριστημένος ο Ζήσης, τα παίρνει και πάει στο χωριό του. Οι γονείς του απογοητεύτηκαν, όταν είδαν πως δεν έφερε λίρες, όπως ο φίλος του ο Μένιος. Ακούν το Ζήση να τους λέει:
-Θα ζητήσω σε γάμο την κόρη του άρχοντα, την Ελισάβετ.Την αγάπησα, όταν δούλευα στο σπίτι του, αλλά τότε ήμουνα φτωχός.
Οι γονείς του τα έχασαν . Την άλλη μέρα ο Ζήσης πηγαίνει στον άρχοντα:
-Μεγάλε μου αφέντη, ήρθα να ζητήσω σε γάμο την κόρη σου, την Ελισάβετ, που την αγάπησα από τότε που δούλευα στο αρχοντικό σου.

Παραλίγο να του έρθει κόλπος του άρχοντα. Τρελάθηκε ετούτος, σκέφτηκε. Κρίμα το παλικάρι, ας μην του πάω κόντρα -Ευχαρίστως, του λέει, να σου δώσω την κόρη μου για γυναίκα σου, αν μπορέσεις να χορτάσεις το στρατό μου οι προμήθειες μας τελείωσαν.
-Ταψί, ταψάκι μου, φωνάζει ο Ζήσης, ταΐσε καλά το στρατό του αφέντη μου.
Το ταψί άρχισε αμέσως να γεμίζει και να ξαναγεμίζει με όλα τα καλά, μέχρι που χόρτασε όλος ο στρατός.
Αμήχανος ο άρχοντας ζητάει και δεύτερη χάρη:
-Στα βόρεια σύνορα της χώρας εμφανίστηκε εχθρικός στρατός και έρχεται καταπάνω μας. Αν τον νικήσεις, θα σου δώσω την κόρη μου.
Ο Ζήσης αμέσως διατάζει το τόπι του:
-Τόπι μου, τοπάκι μου, φτάσε τον εχθρό και διώξε τον μακριά.
Σα σίφουνας το τόπι, ύστερα σα σβούρα, μετά σα σαΐτα ξεμάκρυνε κι έφτασε στα βόρεια σύνορα κι εκεί από κεφάλι σε κεφάλι, τακ, και τους διέλυσε όλους και τους έτρεψε σε άτακτη φυγή.
Αναθάρρησε ο βασιλιάς και κράτησε το λόγο του:
-Φέρτε την Ελισάβετ. Το παλικάρι αυτό είναι άξιος για διάδοχός μου. Του δίνω την πεντάμορφη, μαυρομάτα κόρη μου, Ελισάβετ.

Η Ελισάβετ δέχτηκε κι όλοι καμάρωναν το ταιριαστό ζευγάρι. Έγινε ο γάμος τους κι απέκτησαν πολλά παιδιά, κι έζησαν αυτοί καλά…
κι εμείς, καλύτερα.


κατά κόσμον Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: