Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Μπάλια, η άσβεστη μνήμη μιας χαμένης πατρίδας.

Στα παιδικά μας χρόνια κυρίως βιώσαμε κι εμείς ως φυσικοί απόγονοι τον πόνο και την πίκρα της προσφυγιάς των δικών μας ανθρώπων, όπως και πολλών άλλων συγχωριανών μας. Τότε προλάβαμε και τους ζήσαμε, πριν πάρουν το δρόμο το στερνό, πολλοί απ’ αυτούς πρόωρα.
Είχαν έρθει κυνηγημένοι από τους άτακτους Τσέτες μετά την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922 και γλίτωσαν την τελευταία στιγμή απ’ το τούρκικο μαχαίρι. Πολλά και μεγάλα τα λάθη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας με το διχασμό και το όραμα της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».

Δεν γλίτωσαν όμως όλοι οι Μπαλιώτες. Εξακόσιοι Χριστιανοί από τη Μπάλια δεν έφυγαν, ανάμεσα τους και λίγοι Αρμένιοι. Δεν πίστευαν πως οι Τούρκοι με τους οποίους είχαν ζήσει τόσα χρόνια με αγαστή ενότητα θα τους σκότωναν. Και πράγματι, οι Τούρκοι της Μπάλιας έκαναν αγώνα για να μη θανατωθούν, αλλά δεν εισακούστηκαν.
Οι Τούρκοι στρατιώτες τους συγκέντρωσαν με τη δικαιολογία πως θα οδηγηθούν στην ενδοχώρα και όταν έφτασαν σε απόσταση 5 χιλιομέτρων απ’ τη Μπάλια, στην τοποθεσία Τσακαλάρ, τους σκότωσαν με χτυπήματα ξιφολόγχης και έκαψαν τα πτώματά τους.
Οι δικοί μας είχαν καταφέρει να επιζήσουν, αφού διέτρεξαν μέσα στο μεγάλο καύσωνα εκείνου του Αυγούστου, χωρίς τροφή και νερό στη μεγαλύτερη διαδρομή, τα 96 χιλιόμετρα που χώριζαν την όμορφη Μπάλια από τον κόλπο του Αδραμυττίου.
Μετά από άπειρα βάσανα που τους επιφύλαξε και η μητέρα – πατρίδα κι αφού πέρασαν από τα έλη στο αφιλόξενο Ξηροποτάμι και την ελονοσία, ήρθαν αρχικά στη Στρατονίκη για να δουλέψουν στον Μαντέμ – Λάκκο και μετά με πολύ καλύτερους όρους στο Στρατώνι. Η φυσική τους ευφυΐα και η μεγάλη τους καλλιέργεια τους έδωσε καλές θέσεις στην εταιρεία.
Στα παιδικά μας χρόνια κυρίως βιώσαμε κι εμείς ως φυσικοί απόγονοι τον πόνο και την πίκρα της προσφυγιάς των δικών μας ανθρώπων, όπως και πολλών άλλων συγχωριανών μας. Τότε προλάβαμε και τους ζήσαμε, πριν πάρουν το δρόμο το στερνό, πολλοί απ’ αυτούς πρόωρα.
Είχαν έρθει κυνηγημένοι από τους άτακτους Τσέτες μετά την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922 και γλίτωσαν την τελευταία στιγμή απ’ το τούρκικο μαχαίρι. Πολλά και μεγάλα τα λάθη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας με το διχασμό και το όραμα της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Δεν γλίτωσαν όμως όλοι οι Μπαλιώτες. Εξακόσιοι Χριστιανοί από τη Μπάλια δεν έφυγαν, ανάμεσα τους και λίγοι Αρμένιοι. Δεν πίστευαν πως οι Τούρκοι με τους οποίους είχαν ζήσει τόσα χρόνια με αγαστή ενότητα θα τους σκότωναν. Και πράγματι, οι Τούρκοι της Μπάλιας έκαναν αγώνα για να μη θανατωθούν, αλλά δεν εισακούστηκαν.
Οι Τούρκοι στρατιώτες τους συγκέντρωσαν με τη δικαιολογία πως θα οδηγηθούν στην ενδοχώρα και όταν έφτασαν σε απόσταση 5 χιλιομέτρων απ’ τη Μπάλια, στην τοποθεσία Τσακαλάρ, τους σκότωσαν με χτυπήματα ξιφολόγχης και έκαψαν τα πτώματά τους.
Οι δικοί μας είχαν καταφέρει να επιζήσουν, αφού διέτρεξαν μέσα στο μεγάλο καύσωνα εκείνου του Αυγούστου, χωρίς τροφή και νερό στη μεγαλύτερη διαδρομή, τα 96 χιλιόμετρα που χώριζαν την όμορφη Μπάλια από τον κόλπο του Αδραμυττίου.
Μετά από άπειρα βάσανα που τους επιφύλαξε και η μητέρα – πατρίδα κι αφού πέρασαν από τα έλη στο αφιλόξενο Ξηροποτάμι και την ελονοσία, ήρθαν αρχικά στη Στρατονίκη για να δουλέψουν στον Μαντέμ – Λάκκο και μετά με πολύ καλύτερους όρους στο Στρατώνι. Η φυσική τους ευφυΐα και η μεγάλη τους καλλιέργεια τους έδωσε καλές θέσεις στην εταιρεία.
του Καρα-Αϊδινίου και του Μεντζιλικίου Μικράς Ασίας, απ’ όπου εξάγονταν αργυρομόλυβδος, ψευδάργυρος, χαλκός, χρυσός, μαγγανιούχος σίδηρος και λιγνίτης.
Το 1888 η ίδια εταιρεία συμμετέχει κατά 20% στα μεταλλεία του Ίσβορου Μακεδονίας, δηλαδή τα δικά μας, ενδιαφερόμενη για την εκμετάλλευση του αργυρούχου μολύβδου. Δηλαδή την περίοδο αυτή ο Μαντέμ – Λάκκος και η Μπάλια ανήκουν στην ίδια μεταλλευτική εταιρεία κατά ένα ποσοστό. Αυτά για την ιστορία.
Τα στοιχεία αυτά μας τα έδωσε – και πολύ περισσότερα – ο αγαπητός πλέον φίλος Φαίδων Παπαθεοδώρου, του οποίου ο πατέρας καταγόταν από τη Μπάλια και δεν δίνουμε περισσότερα στοιχεία περιμένοντας με ανυπομονησία το άρθρο του σχετικά με το θέμα αυτό.
Η επίσκεψη του Φαίδωνα Παπαθεοδώρου και η εναγώνια αναζήτηση στο χωριό μας απογόνων των Μικρασιατών προσφύγων τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα και σε μένα προσωπικά άνοιξε την πληγή, που επιμελώς εδώ και χρόνια είχα προσπαθήσει με επιφανειακό τρόπο να επουλώσω.
Γιατί, αντίθετα με πολλούς που επισκέπτονται τις χαμένες πατρίδες των γονιών τους – και καλά κάνουν αφού το αντέχουν – εγώ δεν μπόρεσα να το κάνω. Κατά ένα περίεργο τρόπο το θέμα αυτό με πονά όσο πονούσε και την οικογένεια του πατέρα μου. Θαρρείς και όλα τα βιώματά τους έχουν περάσει στο αίμα μου και δεν μπορώ να αντιμετωπίσω ψυχρά το ενδεχόμενο μιας επίσκεψης στην όμορφη – κατά πως λέγεται – Μπάλια.
Καιρός όμως είναι, νομίζω, να ενδιαφερθούμε όσοι έχουμε εκεί τις ρίζες μας κι απ’ ότι ξέρω πολλοί παλιοί Στρατωνήσιοι τις έχουν, και να βοηθήσουμε να διασωθούν τουλάχιστον οι μνήμες. Ας ενώσουμε την κοινή αυτή μνήμη του παρελθόντος συγκεντρώνοντας σπυρί – σπυρί τα στοιχεία και τις πληροφορίες που θα μας οδηγήσουν στο να φωτίσουμε ένα εξαιρετικό κομμάτι ζωής των προγόνων μας, γεμάτο πολιτισμό και φώς.
Το εύχομαι ολόψυχα.
Δ. Στυλιανίδου - Φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: