Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Nουρέγιεφ, μία παέλια και η Ντολόρες

Κωστής Ανδριώτης

Τρεις έγνοιες είχα κατά νου, άμα κατά του Λόρκα μ’ έβγαζε το ταξίδι. Να ζήσω ένα απόγευμα μέσα σε μια αρένα. Μια ακριβή παέλια να γευτώ και μία ζόρικη Ντολόρες να κουρσέψω. Taragona είπα στους άλλους, δεν ακολούθαγε κανείς, πήρα τους δρόμους μοναχός. Ρώτησα τους τελώνηδες μου δείξαν στον Πουνέντη, πήρα για κει. Τρεις ώρες πριν, τίποτα να μη χάσω, να’χω να λέω. Κι’ όσο σίμωνα, τα γύρω στενά Τούμπα μου φέρνανε στο νου σε ντέρμπι ΠΑΟΚ – ΑΡΗΣ. Η πόλη μαζεύονταν. Ένα κοσμολόϊ κι εγώ ανάμεσα όπου πάει. Έκανα γύρους τρεις να πάω μυρωδιές, χόρτασα μπήκα μέσα. Βολεύτηκα, άξιζε ο τόπος τα λεφτά. Μύριζε χώμα, χώμα ένα κόκκινο βαθύ και μόλις νοτισμένο. Γύραθε, χίλια χρώματα που βοούσαν. Ήχησαν δέκα σάλπιγγες, βουβάθηκε η κερκίδα. Άνοιξε μια πορτάρα στη στιγμή μπούκαρε ο Ιβανόης, τρανός, ντυμένος αστακός, μ’ ένα μακρυό κοντάρι. Καβάλα σ’ άλογο θεριό, φασκιές γιομάτο ολόσωμα και παραπέτα να μη σκιάζεται, στα μάτια. Πήγαιναν άτρομοι κι οι δυο, βρήκανε τόπο κάτσαν, βουβοί προσμέναν…
Ήχησαν πάλι μπαλωθιά σ’ άλλο μοτίβο τώρα. Η βουβαμάρα βάστηξε. Άνοιξε η ρούγα, μπουκάρισε ένας ταύρακλος, αψύς, φορτσάτος, μπογαλής, κατάμαυρος σαν πίσσα. Αλλοπαρμένος έκανε δέκα βήματα κι’ άξαφνα στύλωσε πόδια και κορμί. Στήθος Καρπόζηλος, καπούλια σμιλεμένα, μάτια που δείχναν πόλεμο, ρουθούνια που ξέρναγαν θυμούς. Κόρδωσε μια και χίλια ώωω ακουστήκαν. Ρώτησα πλάι μου, πήρε να λέει ο φαλακρός, μέσες άκρες κατάλαβα, πως μέρες τρεις τους έχουν μαντρωμένους, σ’ άβολο χώρο κι’ άφωτο, λένε, μπορεί κι απότιστους για να μαζώξουν μανία πολύ, κατά πως πρέπει η φιέστα να φαντάξει. Στο θάμπος βγήκε απότομα τσούζουν τα μάτια, όλος ο αγέρας ένα ώωω, τα, αυτιά βοούν, σμάρι τα χρώματα αχταρμάς, παντού κίτρινα, μωβ και κόκκινα, κόκκινα, κόκκινα, αμάν!!! Έμεινε ασάλευτος, τα νιόφερα για να σταλάξουνε στο νου. Ανάσες πήρε. Σπιρούνιασε μια ο αστακός, τσίνησε ο βουκεφάλας το’ριξε στο τσαλίμι. Φούντωσε ο Μινώταυρος, δυο πόδια κάνει πίσω, σκύβει αχνά κι ορμάει με όλα του, σίφουνας πάει, για να αφανίσει ότι θάρρεψε να κάνει το καμπόσο μέσ’ τη μύτη του, οίστρος, βουνό θεός, ότι να’ναι!!!
Όρτσα κατάπλωρα, άτρομος το κούτελο ζυγιάζει, φτάνει και σβουράει κουτράει γεμάτη μια κατακούτελα σιέται ο Όλυμπος , υψώνεται δυο μέτρα- όλεε φωνάζει η κοσμουριά αγάντα μια, ποδάρες, στήθια, σβέρκα, να δώσει μια να καρφωθεί μεσούρανα ο οίστρος. Βρίσκει ο Ιβανόης αμαλαγιά και χράαπ μία κατάγερη του μπήγει τη βουκέντρα απάνω στη φλέβα τη παχιά. Όλεε όλεε και πάλι ακόμα μία κι έπεφτε μόλο το βάρος του απάνω στο κοντάρι και το’ στριβε να το κακοφορμίσει. Δυο ποταμοί τρέχαν απ’ τα ψηλά, ολόγιομη η φλέβα, ξεχύνονταν κατάπλευρα μούλιαζαν, έφταναν στο λόγγο, έπεφταν στη γη, στάλες χοντρές σαν του φθινόπωρου, πέφτανε στο ρυθμό του χτύπου της καρδιάς του.

Πισωπάτησε, τατάαα τατάαα ήχησαν πάλι και πετάχτηκαν άξαφνα απ’ τα κρουαζέτα, ταυρομαχάκια δώδεκα κι’ άρχισαν να τσακοπηδούν δυο βήματα απ’ τα μάτια του ολόγιομα απορία. Ντυμένοι μόρτικες στολές, χρώματα ξόμπλια χίλια. Τάχασε. Βρήκε ευκαιρία ο σταυροφόρος πήρε τον αλογά, κρυφά λάκισε απ’ τη μουράδα.
Σβουριά κάνει ο Μινώταυρος, ζυγιάζει, πιάνει θέση κατάκεντρα. Οι μόρτες ολοτρόγυρα να προκαλούν σαν αρλεκίνοι. Κι είπε ο φαλακρός πως ήταν τορέριδες παλιοί που ξέπεσαν ή κι όσοι στις εξετάσεις κόπηκαν, μια και δεν κάνανε καλά τις πιρουέτες. Κι απλώθηκαν ολούθε, ανεμίζοντας σαΐτες με άγκιστρα στις κορφές, κι ολόχρωμες φουντίτσες.Στη μεσαριά, κατράμι αυτός ολοϊδρωτος κι όπου το αίμα σέρνονταν με τους ιδρώτες μπόλιαζε κι οι στάλες κόμποι γίνονταν και πέφτανε με κρότο τακ – τακ κι’ όλο πιο γρήγορα. Δεν ξέρω οι άλλοι τάκουγα εγώ!!!
Και πιάσαν οι Σειληνοί χορό, σνάμενοι, κουνάμενοι κι όλο σβούριζε ο Ταύρακλας. Είδε και αποείδε, σταματά, κιαλάρει έναν κι ορμάει. Αγέρας φτάνει και να μισή ανάσα απόμεινε, να, τώρα!!! Ο Διάβολος σκώνει τις φτέρνες, λυγάει δεξιά, σκώνει τα χέρια του φτερά, δίνει έναν πήδο και χράαπ μπήγει δυο σαΐτες πανώπλευρα, δυο δάχτυλα απ’ τη πληγή που ανέβλυζε. Ριγά εκείνος, τινάζει μια τη κεφαλή, τ’ αριστερό του κέρατο κατάϊσια είχε τη καρδιά, ξαστόχησε μπορεί μια τρίχα μόνο. Όλεε όλεε ξεφώνησε η κερκίδα κι όσο πηδούσε το ταυρί, χορεύανε τα άγκιστρα, ξεσκούσαν σάρκες και πόλλαινε το αίμα.
Να κι άλλος διάβολος μπροστά, να κι άλλος, κι άλλος. Πάλι χάμω τα κέρατα κι ορμάει, φτάνει, τώρα λέω τον πέτυχε. Και ναι εγώ πια είμαι με τον ταύρο, θα ξεφωνήσω ένα όλεε μοναχός για ν’ ακουστεί μεσούρανα. Κάνει μια τρίπλα ο μπλουμιστός, πηδά και χράαπ, σαΐτες άλλες δυο σιμά στις πρώτες.
Κι ο τρίτος υστερότερα κι ο τέταρτος κατόπι, η σπάλα γιόμισε, δυο πιθαμές σουβλιά του κόσμου όλου οι φούντες. Τρέχουν τα αίματα κυλούσε ένας Ευρώτας παραμάσχαλα κι ύστερα Ζάλογγο. Όλεε φωνάζουν, μα εγώ πια είμαι απέναντι. Έχω ένα όλεε που θα τ’ ακούσουν οι Θεοί κι ας βουβαθεί η κερκίδα. Γέλασα θυμήθηκα τότε παλιά, φίσκα μια Τούμπα ΠΑΟΚ – ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, πίσσα η κερκίδα, ζόρικο ματς και τέλειωνε, μούγκα, καημός, θυμός. Ο Δηληκάρης βάζει ένα σβουριστό, πάγωσε η Τούμπα νέκρωσε. Κι απάνω εκεί ένας πετιέται μόνος κατάμονος, πηδάει δυο μέτρα και γκόοολ. Σφυριά ακούστηκε τέντωσαν λαιμοί, μάτια βγήκαν όξω, ταραχή, σκώσαν μανίκια, οι διπλανοί, ορμήσαν στη θέση του απόμεινε το φελιζόλ μονάχα, ο γαύρος πάει!!
Τόκλωθα να φωνάξω κατάμονος ένα όλεε εγώ κι ας γίνει ότι κι αν γίνει. Σιγά τώρα!! Τατάαα τατάαα. Μεριάσανε οι μπλουμιστοί πίσω από παραπέτα, βγήκε ο μεγάλος. Όλεε όλεε. Πατούμενο ατάκουνο, καλτσάκι χάσικο ψηλά σκέπαζε γάμπα. Βήματα στ’ ακροδάχτυλα, όλεε όλεε.
Κάτω απ’ το γόνα κινούσε ένα κοντοπαντέλονο στο πράσινο παπαγαλί μπιρμπιλωτό, τσίτα ανέβαινε γιομάτο στα σειρήτια, κολούσε στα μεριά και τέλειωνε ολόσφυχτο σε μέση δαχτυλίδι. Όλεε. Κι ένα πουκάμισο στο άσπρο του χιονιού, φραμπαλαστολισμένο. Και το γιλέκι βιολετί σε τόνους τρείς και χρυσοστολισμένο.
Όλεε όλεε έκανε πασαρέλα, μ’ένα κοτσίδι στα μαλλιά και γόνδολα καπέλο, πλώρα πρύμα το ίδιο. Ήταν λιανός κι όπως φορούσε τα στενά φαινόταν πιο σπαθάτος. Μια μπέρτα είχε στο ζερβί, στο άλλο τη σκούφια ανέμιζε κι ακροπατούσε με χάρη μπαλαρίνας. Όλεε σκιαγμένο το ταυρί καταμεσίς βουές θάμπος και χρώματα ιδρώτας, αίματα, του βγήκε η γλώσσα έξω, κοντές ανάσες, έστεκε!!! Τατάα τατάα σιάχνεται ο μπλουμιστός, στο κόκκινο τη μπέρτα του γυρνάει κι αρχίνησε καρσιλαμά κατάμουτρα στον ταύρο.
Και να από δω να από κει του μπούκωνε τη φλόγα μες τα μάτια, μπαρούτι μύρισε η στιγμή κι αμάν δεν πάει άλλο. Μπούχτισε ο φίλος μου κι ορμάει έσφιξα δόντια εγώ, τρέχει με χίλια, σιμώνει, έφτασε η στιγμή, τσιτώνω να, αλά Νουρέγιεφ ο λεγάμενος κάνει ένα γκελ ξεφεύγει, όλεε έσκισε τον ουρανό, πάλι εμείς που χάσαμε. Κι ύστερα πάλι ξανά και ξανά και πάλι ακόμα μία, γιόμισε όλεε ο ουρανός, μπαΐλντισε ο φίλος μου, νεύρα μολάρησε, απόχυσε ο μισός, κρέμασε γλώσσα έξω. Στένευε κύκλους τώρα ο Ντελικανής που όσο τα όλεε άκουγε θρασύτερος γινόταν. Μπιζάριζε η κερκίδα κι αυτός στο μέτρο έφτασε, εξωρούθουνα και του έκανε τσαλίμια. Μάζεψε ο φίλος μου θυμό, όργωσε μια, σκύβει τα κέρατα σημάδεψαν καρδιά κίνησε νάτος. Πάμε μεγάλε!!! Μα ο Νουρέγιεφ αλεπού, μ’ένα σπαγγάτο ξεγλιστράει . Πάει χάσαμε. Μούλωξα εγώ!!!
Του φίλου μου στερέψαν τα κουράγια, μάχονταν ανάσες για να βρει, στράγγιζε η ψυχή του. Ο άλλος το οσμίστηκε, πήγε στη πιθαμή και τούξινε το κούτελο, όλεε όλεε, πασπάτευε τ’ αυτιά τα κέρατά του. Μούχρωσε ο φίλος, βλέφαρο δεν κουνούσε. Τατάαα τατάα ο Κορντομπές μέτρησε πίσω βήματα ψήλωσε στα κροδάκτυλα, σκώνει τη σπάθα στο δεξί, ζυγιάζει μάτι, σπαθί και σβερκαδιά, παίρνει τα βήματα –βουβή η κερκίδα – φτάνει, δίνει ένα πήδο και χράαπ η σπάθα η πουτάνα, καρδιά, συκώτια, σπλήνα τα πέρασε για πέρα. Δεν λέω καλός ο λεγάμενος, μα να, σαν να μου φάνηκε πως βοήθησε κι ο φίλος μου νάρθει το τέλος, πόντο δεν κούνησε, μας σχάθηκε και πάει. Όλεε όλεε βγάζει σκουφί ο Κορντομπές, κόβει ουρά κι αυτιά να τάχει για τη δόξα, κάνει ένα γύρω, του ρίχνουν μπουκέτα καπελίνα και φλασκιά, πίνει γουλιές τ’αντιγυρνά, όλεε κι όλοι ορθοί, ο ταύρος μόνο χάμω. Σάλπισε πάλι, τρεις αλογάδες μπήκανε και ζέψαν το ταυρί, το σείρανε το πήραν.
Σηκώθηκα, αίμα μπουλάντισα, πουστιά και ανανδρία. Βγήκα.
Λένε πως τότε είχε απ’ όξω χασαπιά, τους κόβουν και τους μοιράζουν στους φτωχούς. Άρα αν είναι έτσι, είχε ένα λόγο – τώρα;
Πήγα για μέσα σκεφτικός και κατασυγχισμένος χάλασε η μέρα και τη παράλλη, μία Ντολόρες δεν πέτυχα, βολεύτηκα με μία Ισαβέλα, το χάραμα τανάμι γίνηκε και όλεε όλεε όλεε, σήκωσα στο πόδι το motel κι ούτε που μ’ ένοιαζε!!!
Το βλέπω το όνειρο, θεριό ο ταύρος, κι ο Κορντομπές γδυτός φοβούλιακας πάνω στα κέρατά του ένα παιχνίδι εκεί ψηλά. Όλεε όλεε όλεε εγώ. Καλά κοιμούμαι!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: