Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

-Την ώρα του φαγητού, δε μιλάνε.

-Έκανε μια κουζίνα, τι να σου πω, ιλουστρασιόν! Όλες οι συσκευές ενσωματωμένες, δεν ξέρω κι εγώ πόσο της κόστισε. Άλλο να σου λέω κι άλλο να τη δεις, πραγματικό ποίημα!
Με συγκαταβατικό χαμόγελο παρακολουθώ τη φίλη μου που αγωνίζεται να μου εκθειάσει την κουζίνα μιας γνωστής μας. Το μόνο που με ενοχλεί είναι η απαράδεκτη παρομοίωση της κουζίνας με ποίημα. Όλα κι όλα, κάτω τα χέρια από την ποίηση.
Ίσως να κοπιάζει περισσότερο να με πείσει, γιατί το ξέρει πως τα λόγια της δεν πρόκειται να με συγκινήσουν να δείξω το παραμικρό ενδιαφέρον. Οι απαστράπτουσες και πανάκριβες σύγχρονες κουζίνες – ένας συνηθισμένος τρόπος επίδειξης και νεοπλουτισμού στις μέρες μας – δεν με ενθουσιάζουν. Πόσο μάλλον που οι περισσότερες περιορίζονται σε μία μικρής έκτασης και ρεπερτορίου μαγειρική, για να μη λερώνονται και οι αστραφτερές επιφάνειες των ντουλαπιών και χαλάει μόστρα.
Συχνά η μνήμη μου γυρνά στην αυτοσχέδια βοηθητική κουζίνα της μάνας μου, στην παράγκα της αυλής. Από τη μια μεριά στοιβιασμένα τα ξύλα για τις σόμπες και στη γωνιά μια πυροστιά. Τα ξύλα καίνε και μέσα στο μεγάλο μαύρο τηγάνι τηγανίζονται οι κίτρινες πατάτες, που σε λίγο καλύπτονται από τα χτυπημένα αβγά. Στραπατσάδα το αγαπημένο μας φαγητό. Εμείς καθισμένοι σε σκαμνιά γύρω από τη φωτιά παρακολουθούμε και περιμένουμε…
Και την Κυριακή κεφτέδες, που μύριζαν μισό χιλιόμετρο! Και χωριάτικα λουκάνικα με αβγά και χοιρινή τηγανιά για πρωινό. Η όρεξη ξεχειλίζει και η όσφρηση δέχεται προκαταβολικά το μερίδιο της. Τα μάτια που παρακολουθούν, απολαμβάνουν το θέαμα. Μάτια, μύτη, γλώσσα σε αγαστή συνεργασία, δεν μιλούν. Γιατί να μιλήσουν;
Ανεβαίνω προς την αυλή της θείας Μαρίας. Η θεία μου μπροστά στον ξυλόφουρνο φουρνίζει τα φουσκωμένα ψωμιά. Είναι σηκωμένη από τα βαθιά χαράματα για να ζυμώσει. Κάθομαι σε ένα σκαμνί κοντά της και περιμένω εναγωνίως να ξεφουρνίσει. Ξέρει καλά τι προσμένω και μόλις βγάζει το πρώτο ψωμί, κόβει με το χέρι μία ξεροψημένη γωνιά και μου τη δίνει. Δε με νοιάζει που καίγομαι. Κόβω μικρές κόρες και τις τραγανίζω. Σε λίγο μου φέρνει δικό της τυρί, στραγγιγμένο στην τσαντίλα η λίγδα. Τότε το ψωμί της γίνεται έδεσμα.
Μπαίνω μαζί της στην κουζίνα. Η μασίνα ακτινοβολεί ζεστασιά, τόσο που η πόρτα – χειμώνα καιρό – μένει ανοιχτή. Το φαγητό της μοσχοβολάει τον τόπο, αγριογούρουνο στιφάδο. Μου ζητάει να κατέβω στο υπόγειο να φέρω λάχανο τουρσί. Το βαρέλι με το τουρσί είναι τεράστιο για το μπόϊ μου. Βάζω ένα σκαμνί και με κίνδυνο να πέσω μέσα σκύβω και βγάζω ένα ολόκληρο λαχανάκι. Το βάζω στο τσίγκινο πιάτο που μου έδωσε και της το πηγαίνω. Τρώμε όλοι μαζί, κανένας όμως δε μιλάει για ώρα. Πώς να μιλήσει;
Φεύγω για τη μικρασιάτικη κουζίνα της θείας Δημητρίας. Απόγευμα, η ώρα του γλυκού. Και πόσα γλυκά περιμένουν μέσα στο σερβάν φτιαγμένα από τα χεράκια της! Με καλεί να διαλέξω. Κάθε φορά διαλέγω κι άλλο, μέχρι να τα δοκιμάσω όλα κι ύστερα πάλι από τη αρχή. Τρώμε το γλυκό στον κήπο, ανάμεσα στα λουλούδια και ξεδιψάμε με δροσερό νερό από τη στάμνα. Δεν μιλάμε. Τι να πούμε;
Αγαπημένες γυναίκες και μαγικές γεύσεις στις παλιές κουζίνες, τις λιτές και αστόλιστες τις ασπρισμένες δυο και τρεις φορές το χρόνο με ασβέστη και λουλάκι. Να ήταν τα αγνά υλικά που χάριζαν τη σπάνια γεύση ή το μεράκι κι η αγάπη που έδιναν και έπαιρναν από μας οι αγαπημένες μαγείρισσες; Που έχοντας ελάχιστα υλικά στα χέρια, τα αβγάταιναν με τη δημιουργία και την τέχνη και τα πολλαπλασίαζαν, για να χορτάσουν όλα τα στόματα, σαν το Χριστό.
Σ’ αυτά τα ευλογημένα χεράκια, που ζύμωσαν, μαγείρεψαν και χάϊδεψαν τα μαλλιά μας, αφιερώνω τις γραμμές αυτές.

Η Καρβουνοσκαλίτισσα

Δεν υπάρχουν σχόλια: