Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Μαρία Πολυδούρη, η απροσάρμοστη. Μια γυναίκα πριν απ’ την εποχή της

Της Δέσποινας Στυλιανίδου - Φιλολόγου, Συγγραφέως



Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
……………………………..
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
(Γιατί μ’ αγάπησες)


Σχεδόν ογδόντα χρόνια έχουν περάσει από τη νύχτα της 28ης Απριλίου του 1930 που η Μαρία Πολυδούρη άφησε την τελευταία της πνοή χτυπημένη από τη φυματίωση. Θεωρείται βέβαιο πως κάποιος φίλος της δέχτηκε να της κάνει ένεση μορφίνης – κάτι που απαγορευόταν αυστηρά σε φυματικό – μετά από δική της παράκληση, για να την απαλλάξει από ένα αργό και βασανιστικό τέλος.
Ογδόντα χρόνια και ο μύθος που συνοδεύει την ανήσυχη ζωή της δεν λέει να σβήσει παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του συντηρητικού αστικού περιβάλλοντος και κυρίως των δύο οικογενειών, τόσο της δικής της όσο και των συγγενών του Κώστα Καρυωτάκη, που ούτε το όνομά της δεν ήθελαν ν’ ακούσουν. Γι’ αυτούς η Μαρία ήταν «απαράδεκτη». Κι’ όσο περνούν τα χρόνια η δίψα για τη γνώση περισσότερων στοιχείων για τον έρωτά της με τον ποιητή, διογκώνεται. Οι περισσότεροι, αφού διαβάσουν Καρυωτάκη, ρίχνονται ύστερα –ανάμεσα τους κι εγώ στα εφηβικά μου χρόνια – στα τραγούδια της Πολυδούρη, με ένα στόχο: να βρουν στις κρυμμένες λέξεις, τους στίχους και τις στροφές την έκφραση του έρωτα των δύο ευαίσθητων ανθρώπων, να ανακαλύψουν τους κώδικες της αγάπης τους.
Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι ο «ποιητής των εφήβων», ενώ η Πολυδούρη είναι η λατρεμένη των γυναικών. Όχι μόνο γιατί έγραψε μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα της λογοτεχνίας μας, αλλά γιατί υπήρξε μία σπάνια γυναίκα, έντιμη και γενναία, αγνή με την πιο ουσιαστική σημασία της λέξης. Ένα παιδί της φύσης με εξαιρετικής ποιότητας ευαισθησίες. Απέναντι στο μοναχικό και κλειστό Καρυωτάκη, τον καχεκτικό νέο με το άδειο βλέμμα, η Μαρία λάμπει από ομορφιά και νιάτα. Γεμάτη πάθος για τη ζωή, λάτρης της φύσης ιδιαίτερα την άνοιξη και της θάλασσας. Ένα απίστευτο γοητευτικό πλάσμα γεμάτο ζωή, που μόνη της θα την υπονομεύσει με τον πιο αυτοκαταστροφικό τρόπο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Τα πρώτα χρόνια
Έχοντας παρά πόδα το ωραίο βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου «Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης», καθώς και το βιβλίο των ποιημάτων της θα προσπαθήσω να δώσω την πορεία της ζωής της, που είναι μια διαρκής φυγή. Η Μαρία δραπετεύει από το σπίτι της στην επαρχία, από τον έρωτα, τη δουλειά της, το πανεπιστήμιο, την Ελλάδα, από το σανατόριο και τέλος, από την ίδια τη ζωή. Μια ζωή που βιώνει με απίστευτο πάθος και λυρισμό, αυτά που εκφράζει και στην ποίησή της. Η ζωή και η ποίησή της ταυτίζονται.

Γεννήθηκε την 1η του Απρίλη του 1902 στην Καλαμάτα. Ο πατέρας της Ευγένιος Πολυδούρης, καθηγητής φιλόλογος, τρία χρόνια αργότερα μετατίθεται στο Γυμνάσιο Γυθείου. Εκεί τελειώνει η Μαρία το Δημοτικό και το Σχολαρχείο.

Όταν σχολούσε τα απογεύματα, λένε, άφηνε τα άλλα παιδιά και περπατούσε ολομόναχη στη παραλία, γιατί είχε «μια ειδωλολατρική αγάπη για τη θάλασσα». Από πολύ μικρή πήγαινε στα σπίτια, όπου ξενυχτούσαν νεκρό, και άκουγε με τις ώρες σα μαγεμένη τα μανιάτικα μοιρολόγια.
-Μα γιατί, της έλεγε η μητέρα της, γιατί πας, αφού λυπάσαι και αρρωσταίνεις;
-Θέλω να λυπάμαι, τις απαντούσε η μικρή.
Η Μαρία μεγαλώνει μέσα σε ένα σπιτικό ζεστό από αγάπη, με ανθρώπους καλλιεργημένους, με φιλελεύθερες πολιτικές αντιλήψεις. Η οικογένειά της είναι Βενιζελική. Η ίδια είναι εξαιρετική μαθήτρια και πολύ μαχητική στις πολιτικές συζητήσεις.
Στα δεκατρία της χρόνια δημοσιεύεται το πρώτο της πεζοτράγουδο « Ο πόνος της μάνας» σε ένα περιοδικό της πόλης. Ένας νέος είχε πνιγεί, αλλά η Μαρία συγκλονίζεται από το θρήνο της μάνας του. Εκεί που κάθεται ήσυχη στο σπίτι, ξαφνικά απομακρύνεται κι όταν ξαναγυρίζει έχει έτοιμο κάποιο ποιηματάκι. Στα δεκαπέντε της τα δένει μόνη της σε ένα τετράδιο και έτσι δημιουργείται η πρώτη της ποιητική συλλογή, « Οι μαργαρίτες».
Το 1918 πέφτουν στα χέρια της δεκαεξάχρονης ποιήτριας κάποια έντυπα για τη ρωσική επανάσταση, γεγονός που την συγκλονίζει. Τότε αποφασίζει να μη σπουδάσει Φιλολογία, κάτι για το οποίο είχε προετοιμαστεί από παιδί, αλλά Νομικά. Για να κάμψει την αντίδραση των γονιών της, κάνει απεργία πείνας, που κρατάει μία εβδομάδα. Δυστυχώς όμως, σ’ αυτή την τόσο ευαίσθητη περίοδο της ζωής της δέχεται από τη μοίρα διπλό χτύπημα. Μέσα σε 40 μέρες χάνει ξαφνικά και τους δύο γονείς της. Πρώτα πεθαίνει ο πατέρας της και μετά η μητέρα της. Η Μαρία βρίσκεται στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Νομική σχολή. Οι τύψεις για την απουσία της από τις τελευταίες στιγμές της μητέρας της θα την κυνηγούν σε όλη της τη ζωή και περισσότερο στον καιρό της αρρώστιας της:

Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος.
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.
…………………………………..
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνει
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει…
Αχ, πώς μου λείπεις σε μια τέτιαν ώρα.
(Ηχώ στο χάος)


Στην Αθήνα
Το Φλεβάρη του 1921, δεκαεννιά χρονώ, θα ανεβεί με μεγάλο ενθουσιασμό για πρώτη φορά τα σκαλιά του Πανεπιστημίου.
«Νάμαι και στο Πανεπιστήμιο στη αίθουσα της Νομικής. Με μια ζωηρή συγκίνηση ανέβαινα ένα – ένα τα ιερά σκαλιά του. Δεν είχα πλέον την καταραμένη δειλία, μια υπερηφάνεια όγκωνε την ψυχή μου και ανύψωνε το πνεύμα μου…»


Αντίθετα, η Νομαρχία Αττικής στην οποία μετατίθεται, θα την απογοητεύσει θανάσιμα.

«Επήγα σήμερα στο γραφείο να αναλβω υπηρεσία… Μου παρουσίασαν κάμποσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! Παρ’ ολίγο θα γελούσα μπρος τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι, μην είναι όλοι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! Ή θα αηδιάζω ή θα πεθάνω στα γέλια βλέποντάς τους!»
Την εποχή εκείνη ελάχιστες γυναίκες πηγαίνουν στο Πανεπιστήμιο. Η Μαρία επωφελείται απ’ αυτό για να παίρνει άδειες και να γλιτώνει από το ανυπόφορο περιβάλλον του γραφείου. Μόνο όταν θα εμφανιστεί στη Νομαρχία ο Καρυωτάκης, ένα χρόνο αργότερα, θα πηγαίνει κανονικά στη δουλειά της για εφτά σχεδόν μήνες.
Πολύ σύντομα ο ενθουσιασμός του πρώτου καιρού από την άφιξή της στη πρωτεύουσα, εξανεμίζεται. Η ωραιότατη επαρχιώτισσα θα φανεί πολύ προοδευτική, ακόμη και στους πρτωτευουσιάνους. Η κοινωνική υποκρισία είναι έντονη. Οι γυναίκες φθονούν τη Μαρία για την ομορφιά και τον ατίθασο χαρακτήρα της, ενώ οι άντρες την ποθούν. Η Μαρία γνωρίζεται στη Νομαρχία με τον Καρυωτάκη και κάνουν ατέλειωτους περιπάτους. Εκείνος είναι 26 χρονώ και εκείνη μόνο 20.

Στις 5 του Μάη του 1922 θα γράψει στο ημερολόγιο της:
«Τον αγαπώ, τον αγαπώ… καμμία αμφιβολία πια…»
Ο Καρυωτάκης της γράφει:
«Πονώ επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν’ αγαπήσω…»
Αυτός ο νέος που τίποτα δεν του αρέσει, θα συνεννοηθεί τέλεια μ’ αυτήν την άπληστη που τίποτα δεν τη χορταίνει, θα πει η Λιλή Ζωγράφου. Ο αντιζωϊκός Καρυωτάκης και η γεμάτη ζωή Πολυδούρη θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς. Ήταν κι οι δυο εξόριστοι από την εποχή τους.
Η Αθήνα του 1920 -30 ζει στο χάος και την παρακμή. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή αργότερα, θα επιφέρει μία γενική κρίση, οικονομική, πολιτική, πνευματική. Η γενιά που έδωσε τη μάχη για το δημοτικισμό είναι πλέον στη δύση της. Οι νέοι της δεκαετίας του ’20 ζουν σε συνθήκες απογοήτευσης και απαισιοδοξίας.

Τον Οκτώβρη του ’22 η Μαρία θα κάνει πρόταση γάμου στον Καρυωτάκη στέλνοντας του επιστολή. Ο Καρυωτάκης θα τους δώσει την απάντησή του σε ένα περίπατό τους στο Φάληρο λίγες μέρες αργότερα. Δεν έχει, της λέει, το δικαίωμα να παντρευτεί, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα.
Η Πολυδούρη αργότερα μας δίνει τη στιγμή αυτής της εξομολόγησης σε ένα σονέτο της πρώτης της συλλογής «Τρίλλιες που σβήνουν» το 1928:

Ήρθα μια μέρα, οδηγημένη απ’ την ιερή σου
αγάπη, εμπρός στο κύμα το γλαυκό
και μ’ άφησες τότε να ιδώ τη φλογερή σου
πληγή στο στήθος σου το νεανικό.

Τότε μου μίλησες με την ήσυχη φωνή σου
για τη ζωή σου, ατέλειωτο κακό
κι ως ένοιωσες βαθιά πως φτάνω ως την ψυχή σου
ανάβρυζε το δάκρυ σου πικρό.


Το ποίημα όμως αυτό γράφτηκε 5 χρόνια αργότερα, όταν όλα είχαν αλλάξει στις σχέσεις τους και φωτιστεί. Στην πραγματικότητα η Μαρία δεν θα πιστέψει τον Καρυωτάκη. Νομίζει πως δεν θέλει να την παντρευτεί, επειδή επηρεάστηκε από τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν σε βάρος της. Νιώθει μειωμένη, αλλά είναι πολύ περήφανη για να τον παρακαλέσει. Έτσι, χωρίζουν.
Έξι χρόνια αργότερα, πλημμυρισμένη από τις τύψεις, θα πει:

Το λίγο που σου απόμεινε, την υστερνή ζωή σου
σε αγάπη την μετέβαλες και μου την είχες δώσει.
Εγώ κι αν όλη τη ζωή μου ονόμασα δική σου
τι σούχα δώσει να χαρής από μια αγάπη τόση;
Και νόμιζα πως έδινα, περήφανη να κρύβω
το θησαυρό που γέμιζε μέσα μου και χανόταν.
Α, τώρα κάτω απ’ τη φριχτή τύψην αυτή τα σκύβω
πως ούτε πήρα το άξιό σου δώρο που μου δινόταν.

Η Μαρία αποχαιρετά ήρεμη τον Καρυωτάκη και μόνο όταν θα πάει στο σπίτι της, θα αφεθεί στον πόνο της. Για μέρες θα μείνει σε μια σιωπή απελπισίας σαν κεραυνωμένη, με μάτια στεγνά. Αρχίζει να γράφει ποιήματα. Με τον Καρυωτάκη είναι πλέον μόνο φίλοι.
Μια χειμωνιάτικη βραδιά του ’23 σε μια από τις επισκέψεις του ο Καρυωτάκης θα της δώσει το χειρόγραφο με το ποίημα «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…». Το ποίημα συγκλονίζει την Πολυδούρη. Την άνοιξη του ίδιου χρόνου προσβάλλεται από αδενοπάθεια και εγκαθίσταται για ένα μήνα στο Μαρούσι, σε ένα μικρό σπιτάκι. Εκεί την επισκέπτεται συχνά ο ποιητής και κάνουν έντονες συζητήσεις για όλα, εκτός από τον έρωτά τους.
Τα 3 επόμενα χρόνια 1923 – 26 η Μαρία θα χάσει τον έλεγχο της ζωής της. Χάνει και τη θέση της στη νομαρχία ως αργόμισθη και περνά δύσκολες στιγμές. Την περιτριγυρίζουν πολλοί θαυμαστές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο νεαρός δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, του οποίου η ομορφιά και η κοινωνική θέση, καθώς και η μεγάλη αγάπη του γι’ αυτήν, γιατρεύουν τον πληγωμένο της εγωισμό. Τότε εγκαταλείπει και τη Νομική και αρραβωνιάζεται με το Γεωργίου. Την περίοδο όμως αυτή βεβαιώνεται πως η αρρώστια του ποιητή δεν ήταν παραμύθι, όπως νόμιζε, αλλά αλήθεια. Αυτή η επιβεβαίωση θα την συνταράζει και θα γράψει πολλά πεζά και ποιήματα.
Φίλε, του φθινοπώρου ήρθεν η Ώρα,
στην πόρτα μου έξω. Κίτρινο φορεί
στεφάνι από μυρτιά. Στα νικηφόρα
χέρια της μια κιθάρα θλιβερή,

Κιθάρα παλαιϊκή που κλει πληθώρα
μέσα της ήχους και ήχους. Ιερή
κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα
που ήταν γλυκιά και γίνηκε πικρή,

Ήχος μεσ’ στην καρδιά της αποστάζει.
Φίλε, του φθινοπώρου η Ώρα εκεί
στην πόρτα μου ήρθε δίχως να διστάζει

Και το κιθάρισμά της πότε πότε
σα νάτανε η φωνή σου η μυστική
τους στίχους σου που μου τραγούδαες τότε.

Ο Καρυωτάκης όμως δεν νιώθει πια φιλικά για τη Μαρία. Δεν της συγχώρεσε τον αρραβώνα της με το Γεωργίου. Δεν ανταλλάσουν πια ούτε χαιρετισμό. Τη βλέπει να ζει προκλητικά, αλλά στην πραγματικότητα η Μαρία ζει ένα δράμα. Η επιδεικτική της ζωή δεν είναι παρά μία επίφαση. Καταλαβαίνει πως άδικα σπαταλήθηκε.
Τότε ο Καρυωτάκης θα γράψει γι’ αυτήν το πικρό ποίημα, γεμάτο οίκτο, «Ένα ξερό δαφνόφυλλο» :

Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει
το πρόσχημα του βίου σου, και θ’ απογυμνωθείς.
Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς,
που το χειμώνα απάντησε στου δρόμου εκεί τη μέση.

Κι αφού πια τότε θάναι αργά νέες χίμαιρες να πλάσεις
ή, ακόμα, μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά,
θ’ ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά
κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα θα γελάσεις.

Τώρα η Μαρία, έντιμη όπως πάντα, που σεβόταν τους άλλους όσο και τον εαυτό της, καταλαβαίνει πως δεν τη σώζει παρά η φυγή. Και φεύγει για το Παρίσι, να μάθει μοδιστρική. Γνωρίζει πως έχει χάσει οριστικά τον ποιητή και τότε ερωτεύεται τη θλίψη της για την απώλεια του έρωτά της. Το πάθος της αυτό θα της εμπνεύσει μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια που έχουν γραφτεί.
Μόλις φτάνει στο Παρίσι γράφει στο Γεωργίου και διαλύει τον αρραβώνα. Τα οικονομικά της είναι άθλια, στερείται και τα βασικά. Θα μπορούσε να τα έχει όλα, αλλά ζει σε μεγάλη ένδεια.
Τότε προσβάλλεται από φυματίωση. Στην πραγματικότητα, ας μη γελιόμαστε, στο Παρίσι η Μαρία αυτοκτόνησε. Επιδίωξε το θάνατο, του άνοιξε την αγκαλιά της. Για λίγο θα νοσηλευτεί στο νοσοκομείο Charite.




Στις αρχές του 1928 επιστρέφει, άρρωστη και απένταρη. Στην αδερφή της Βιργινία, που πήγε να την παραλάβει από το σταθμό, θα πει:
-Ε, τώρα πια εσήμανε η καμπάνα του Σαββάτου.
Βρίσκεται σε αδιέξοδο και δίνει την πιο άσπλαχνη λύση. Μπαίνει στη «Σωτηρία», το δημόσιο σανατόριο, που της εξασφαλίζει στέγη και τροφή. Οι συνθήκες στους θαλάμους είναι απάνθρωπες και ζητά το μικρό δωμάτιο που προοριζόταν για τους μελλοθάνατους. Εκεί αρχίζει θεραπεία. Το στολίζει με εικόνες και σκίτσα των αγαπημένων της ποιητών και μία παλιά εικόνα του Χριστού, «τον μεγάλον ποιητή και ρομαντικού των αιώνων».
Τότε, τον Ιούνιο του ’28 δέχεται ξαφνικά την επίσκεψη του Καρυωτάκη, που την αποχαιρετά. Σε λίγες μέρες θα φύγει για την Πρέβεζα, όπου έχει μετατεθεί. Θερμά συγκινημένος την κοιτάζει και η Μαρία πιστεύει πως τη λυπάται. Ή στάση της αμέσως αλλάζει, του φέρεται παγερά και δεν δέχεται την έμμεση συγγνώμη του. Ανάμεσά τους θα υπάρχει πάντοτε μία αιώνια παρεξήγηση. Μόλις όμως ο Καρυωτάκης φεύγει, η Μαρία θα γράψει με τρεμάμενο χέρι:

Ήρθες! Ήρθες! Πλημμύρισε η χαρά μου
κι η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξη.
Ήρθες, όσο κι αν μάκρυνεν ο χρόνος,
ο ίδιος χρόνος την πόρτα σούχει ανοίξει.

Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κοιτάς το μαρασμό που μ’ έχει ντύσει
σαν την ομίχλη τη δειλινή ώρα;
θες να σα πω το πώς μ’ έχει απαντήσει;

Και τελειώνει με την ωραιότερη στροφή που έχει ποτέ γράψει:

Τώρα πια όπως άλλοτε, δε θέλω
εύοσμα άνθη απ’ τα νεανικά σου χέρια.
Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη
απ’ τα στολίδια, δες, μ’ έγδυσε πλέρια.
Για τη χαρά της όμως αυτή, ο ποιητής δεν θα μάθει ποτέ τίποτε. Θα φύγει για την Πρέβεζα με βαθιά πίκρα. Από δω και πέρα η Μαρία γίνεται νευρική και ανυπόφορη ασθενής. Διακόπτει ως και τη θεραπεία της. Περιμένει αγριεμένη, σαν η διαίσθησή της να την προειδοποιεί για μια επικείμενη συμφορά, μέχρι που ακούστηκε η πιστολιά από την παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα στην Πρέβεζα στις 28 Ιουλίου:

Ένα πρωί σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκανε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλος σα μια νίκη.
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.

Είχε μια τέτια απλότη και γαλήνη,
μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη!
Όλος μια ευχαριστία σα νάχε γίνει.
Κι η αιτία του κακού σημαδεμένη.

Τώρα, ακόμη και οι πιο στενοί φίλοι της φαίνονται ανυπόφοροι. Για κάποιους μήνες θα μείνει άβουλη κι απρόσιτη. Αλλά η ζωντάνια, βαθιά μέσα της διατηρείται. Στους τελευταίους μήνες της ζωής της θα κατέβει και πάλι στην Αθήνα. Θα πηγαίνει σε εκδρομές και σε χορούς.

Θα κολυμπά στη θάλασσα και θα ξοδεύει και τις τελευταίες της δυνάμεις. Γνωρίζει πως το τέλος είναι κοντά και θέλει να γευτεί έντονα τις τελευταίες μέρες της ζωής της, όπως άλλωστε έζησε πάντα, με πάθος.
Κυκλοφορεί η δεύτερη ποιητική συλλογή της «Ηχώ στο χάος». Φεύγει πολυξοδεμένη και άφθαρτη. Πριν φύγει λέει τα τελευταία της συγκλονιστικά λόγια, φτύνοντας πάνω στον υποκριτικό καθωσπρεπισμό της εποχής της:

Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν όλα.
Να φύγουν κι οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου.
Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι όλα μου λείψαν
κι έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.

Να φύγουν όλοι. Ακάλεστοι κι ας ήρθανε με δώρα.
Τίποτε δεν εταίριασε στην εξαίσια γυμνότη
που με τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
που εμπρός τους με ταπείνωσαν ικέτη και δεσμώτη.

Πεθαίνει με πλήρη επίγνωση πως πήρε τη ζωή της λάθος, πως υπήρξε θύμα του εαυτού της. Υπήρξε όμως και θύμα της κοινωνικής της μοίρας ως γυναίκας. Γιατί γεννήθηκε πριν από την εποχή της, είχε τα γνωρίσματα και το χαρακτήρα ενός ασυμβίβαστου, ελεύθερου και περήφανου ανθρώπου. Γι’ αυτό και αγαπήθηκε τόσο πολύ κι η γοητεία της, αντί να σβήνει, δυναμώνει.
Πέθανε στην κλινική Καραμάνου, όπου την μετέφεραν ο Γεωργίου και ο Άγγελος Σικελιανός. Την ένεση της μορφίνης την έκανε ένας φίλος της, που ήταν κι αυτός αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της. Κάποτε η Μαρία είχε γράψει ένα στίχο που αποδείχτηκε προφητικός: «Θα πεθάνω μια αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη». Πέθανε τα ξημερώματα της 28ης Απριλίου του 1930 σε ηλικία 28 χρονώ. Κοντά της είχε μία άλλη ποιήτρια, τη «Μυρτιώτισσα». Ίσως αυτοί οι στίχοι να ήταν οι τελευταίες της σκέψεις:

Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάη
κι αν του ανακόβεται η στιγμή
ναρθή, που τον προσμένω.
Έχω στο στόμα την ψυχή,
μου παρατήσαν οι λυγμοί
το στήθος κουρασμένο
………………………
Πάρτε το φως! Είνε η στιγμή!
Τη θέλω όλη δική μου.
Είνε η στιγμή να κοιμηθώ!
Πάρτε το φως! Με τυραννεί…
μου αρνιέται την ψυχή μου…

Δεν υπάρχουν σχόλια: