Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Τρείς βαρούν …

Τότε, μαρκόνισα η κυρά κι εγώ ανθυποπλοίαρχος, σκάτζα στο μπάρκο αντάμα νάμαστε. Κανένα χρόνο το πολύ νάχαμε κι οι δυό στη πλάτη ναυτοσύνη- Και το ΑΛΚΥΩΝ, ένα πίτσικο που εμείς Τιτανικό το βλέπαμε – Στη πλώρη, τρία αμπάρια κι ένα μικρό κατάπρυμα κι ανάμεσα η μηχανή γέφυρα και καμπίνες. Η δικιά μας στο πάνω deck, πιο πάνω μονάχα η γέφυρα, τ’άλλο γυμνό.
Στ’ αριστερά μονάχοι μας, κανείς πλάι και κάτω.
Κι ήταν αβέρτη, γραφείο στη γωνία, μπροστά και γυριστή, κι απέναντι σπιτίσιο ένα σαλόνι, τραπέζι, καναπές, και πολυθρόνα, δυο σκαμπό, στη μέση τσίπικο χαλί καμπόσο ξεφτισμένο, παρέκει κρεβάτι εναμισάρικο και στο μπουλμέ της θάλασσας, δυο φινιστρίνια ήταν διπλά, μεγάλα για βαπόρι.
Οι αλουέδες ένας λαβύρινθος, που όλο πηγαίναν στρίβανε κι ανεβοκατεβαίναν με σκαλοπάτια αμέτρητα.
Καπετανάτο δέσποζε μπροστά. Σαλόνι, παρασάλονο, γραφείο και σουίτα πιάναν το κούτελο του deck απ’ άκρη σ’ άκρη. Πίσω, δυο μπαλκονέτα είχε στενά, που εκεί κάναμε γειτονιά για τον καφέ, από σοφράνο νάμαστε, στη κοητή.
Έτσι, πήραμ’ αμπάριζα τη Μεσόγειο, Σμύρνη – Μπιζέρτα, Οράν – Μασσαλία, Μάλαγα – Αλεξάνδρεια. Μικροτάξιδα τα λέγανε οι πιο παλιοί, Καματερό – Παλούκια. Εμάς μας φαίνονταν Τροία – Παταγωνία.
Βεγγάζη φτάσαμε απ’ τη Σαβόνα. Φορτίο γενικό, κούτες, κασόνια δέματα, μέχρι τα μπούνια. Οι Λυβιάνοι, ένα μιλιούνι ανέβηκαν, πιάσαν τα πόστα, βίντσια, κουμάντα, κιόσκια γέμισαν κι είπαν βδομάδες δυο η εκφόρτωση – Κι ήταν το σμάρι ξώφτερνο, ντυμένο με καφτάνια κι άσπρα κεφαλομάντηλα, φαίνονταν άσχετοι, νωθροί, μελίσσι που το φλόμωσε η ίσκα.
Λιμάνι κατακαίνουργιο και παστρικός ο ντόκος, για στοχασμούς ταμάμ για πογευματινά σουλάτσα.
Έξω κάτι παζάρια μοναχά, Μοναστηράκια, Μοδιάνα, ρούχα, χρυσαφικά, χαλκώματα, μπαχάρια, εμείς μια περατζάδα μοναχά κι ύστερα πίσω, οι ντόπιοι λες, αενάως!!!Βεγγάζη φτάσαμε απ’ τη Σαβόνα. Φορτίο γενικό, κούτες, κασόνια δέματα, μέχρι τα μπούνια. Οι Λυβιάνοι, ένα μιλιούνι ανέβηκαν, πιάσαν τα πόστα,βίντσια, κουμάντα, κιόσκια γέμισαν κι είπαν βδομάδες δυο η εκφόρτωση – Κι ήταν το σμάρι ξώφτερνο, ντυμένο με καφτάνια κι άσπρα κεφαλομάντηλα, φαίνονταν άσχετοι, νωθροί, μελίσσι που το φλόμωσε η ίσκα.
Να μείνουμε έξω δεν επιτρέπονταν τη νύχτα, μα κι ύστερα για ναυτικό ζωή δεν είχε στάλα. Βγήκαμε έξω έν’ απόγευμα, τσιμπήσαμε κουσκούς μ’ αρνί, μια κρεμυδόσουπα και μέσα-
Καλοκαιριά ο καιρός κι η εκφόρτωση απ’ το πρωί μέχρι τ’ απόγευμα, το ίδιο- Στ’ απόδειπνα, δυο μέτζες πετονιές κατάπρυμα ριγμένες, στο χέρι ένας καφές, στήναμε πηγαδάκια στη μέση η ΕΡΑ 4, πότε ποδόσφαιρο και πότε Μαρινέλα-!!!
Περνούσε η ώρα, μέχρι μπορεί μεσάνυχτα κι ύστερα ύπνο. Πρύμα τσιμπούσι αριά και πού κι ήλιος ζεματούσε κι ήταν εσκιτζήδες οι κρενιέρηδες και γίνονταν ζημιές αβέρτα μέσ’ τα αμπάρια. Σπάζαν κασόνια κι οι ξώφτερνοι στο πλιάτσικο το ρίξαν. Έτρεχα εγώ, μα να προφτάσω τι; Μ’ ένα κοντοπαντέλονο στραβά ένα κασκέτο, πώς να εμπνεύσεις φόβο;
Τ’ αμπάρια περιδιάβαινα, κρυμμένος τάχατες, μ’ αυτοί στήνανε κολαούζηδες, σφυρούσαν, σινιάλα κάναν κι όταν απίκο έφτανα, χώναν τα κλεψιμαίικα κάτω απ’ τις κελεμπίες, άντε να βρεις. Μια, δυο, πρέφα με πήραν και μ’ έπαιζαν σαν τον ποντικό. Μ’ είπε κι ο Γραμματικός να μη σκοτίζομαι πολύ, είπα ένα α σιχτήρ και τ’ άφησα. Έφερνα γύρους μοναχά, δολώματα άλλαζα στις πετονιές, έχτιζα χρώμα, σφυρούσα αλλού, καλά περνούσα –
Στην ώρα του καφέ, δέκα πρωί κι εσπέρα τρείς, στο πισωμπάλκονο έβγαινε η κυρά με δυο καφέδες και δροσιές, ανέβαινα κι εγώ κι απ’ το παγκί, χαζεύαμε το σμάρι μεσ’ τ’ αμπάρι. Πηγαιν’ ερχόταν άρπαζε κι έκρυβε – Βλέπαν κι αυτοί – Στάμπαραν τη κυρά και ρίχναν μάτια, στην αρχή τάχαμου αδιάφορα, μούργικα υστερότερα και καταλυμασμένα. Εκείνη σιάχτηκε καμπόσο, την άλλη φόρεσε μακρύ και την παράλλη, σχεδόν βγήκε με μπούργκα.
Δεν βγήκαμ’ έξω, δεν τσίμπαγε πίσω σταλιά, δεν νίκησε κι ο ΠΑΟΚ, μας πήρε η νύχτα, πέσαμ’ αργά για ύπνο.
Είπαμε λίγα, παίξαμε κιόλας κάμποσο, γύραμε ψόφιοι!!!
Και πάνω εκεί στον ύπνο τον βαρύ, κατάκεντρα στα ονείρατα, ακούω ξερά χτυπήματα στη πόρτα- Γυρνάω πλευρό, ξεχνώ μα ματακούω- Σκώνουμαι στον αγκώνα, θαρρώ πως ήρθε η ώρα σκάτζα βάρδιας και φωνάζω. «ΟΚ
Τζαφέρ» στον Τούρκο Βατσιμάνη. Γυρνώ πλευρό αχόρταστος. Χτυπούν ξανά, βαριά, βουβά ανοίγω φώς, πάω
ξαναμμένος βρίζοντας, στου Τούρκου να τσιρίξω – α σιχτήρ ρε, σ’ άκουσα, ξεκουμπίσου – σκούζει η κυρά – μη για το θεό, τέσσερις είναι η ώρα!!! Στέκω, ζουπώ τα μάτια, σκιάζομαι. Φτάνω κοντά ρωτώ, οι απ’ έξω λεν: customs και politsia Μια βούβα έπεσε και στη στιγμή άρχισαν να βαρούν τη πόρτα με τους ώμους Πέφτω στα γόνατα, βλέπω απ’ τις γρίλιες, πόδια μετρώ, τρείς μούργους νιώθω απ’ έξω.
Πετάχτηκα, ήρθε κοντά ανήσυχη κι εκείνη μας έπιασε ένα αλάφιασμα, έτρεμε η πόρτα, πλάτη βάλαμε-
Βογάρηζαν οι απ’ όξω βουβά μονάχα με τους ώμους, να μην ακούγεται σταλιά. Ήτανε μπογαλήδες κι οι τρείς κι η πόρτα σειόταν, και μείς μαζί της.
Το πράγμα ζόριζε. Τηλέφωνο δεν είχε η καμπίνα, οι πλαϊνές εχάσκαν αδειανές,πάνω και κάτω νέκρα. Είδα ένα γύρω μήπως βρω πίσω απ’ τη πόρτα κατιτίς για να στριμώξω ντουλάπα, τραπέζι, καναπές, κρεβάτι, στον μπουλμέ διπλά τριπλά ήτανε βιδωμένα, όλα τα γαμημένα.
Άναψα θεριά οι απέξω ανήμερα επέμεναν, η πόρτα αγκομαχούσε. Μούρθε μια σκέψη, πως θάταν μούργοι του αμπαριού, είδαν γυναίκα, οσμίστηκαν ψητό, τα είπαν, τα ήπιαν, φουμάρισαν, γίνανε τούμπανο κι’ άσκεφτα ήρθαν να κάνουνε γιουρούσι. Κόρωσα. Είπα μια νάβγω απ’ το φινιστρίνι, να τσαγκαρώσω πάνω, φωνές να βγάλω να σηκωθούν κι οι άλλοι. Φοβήθηκα μόνη να την αφήσω. Βογκούσε η πόρτα, μαζί και το μυαλό μου. Είπα να βγει η κυρά απ’ το φινιστρίνι, όμως τριάντα μέτρα γκρέμνο, μετάνιωσα. Έγινε η πόρτα χάρβαλο, όπως τα νεύρα μου.
Είδα ένα γύρω, αρπάω ένα σκαμπό. Το δίνω μια, διαλύθηκε. Αρπάω τα δυο ποδαρικά, τ’ άλλα τα παίρνει εκείνη. Τα ζύγιασα, τα σήκωσα ψηλά, ταμάμ τα βρήκα, μέρωσα λίγο. Πάω κοντά, κάνω δυο πρόβες, λέω θα στέκω εδώ σ’ ανήφορο τα χέρια αρματωμένα, θ’ ανοίξω απότομα την ώρα που θα ορμούν και χράαπ μια κατακούτελα με το δεξί, ο πρώτος πέφτει σέκος, ξωπίσω ο δεύτερος που τον βρίσκει το ζερβί στη σβερκαδιά, άκλαυτος πάει μα κι αν όχι, τότε ορμάει, ορμώ, πέφτει κι αυτός, τρεις οι νεκροί είναι πολλοί, μα τώρα εγώ τους βλέπω μπόλικα λίγους. Πήρα τα πάνω μου και θέση διάλεξα λίγο μέσ’ απ τη πόρτα. Στο κάτω κάτω και Θερμοπύλες είχα εγώ και Σαλαμίνες.
Εκείνοι τι; Ρουθούνια που οσμίζονταν το φόβο μας κι όλο σκουντούσαν.Κι η κάσα τώρα άρχισε τρέμουλο, να πάει να σπάσει όπως κι οι φλέβες μας. Έδειξα, πρόβα να κάνουμε άλλη μια, κι έδειξα πως απότομα θ’ ανοίξω την ώρα που εκείνοι θα σκουντούν, θα μπρουμουτήσουν και τότε εμείς, τον πρώτο εκείνη, τους πίσω εγώ, πάμε και βλέπουμε!!! Εκείνοι επιμένουν ξεσάλωσαν, η πόρτα πια τραμπάλιζε, η κάσα άρχισε τις βίδες να ξερνάει κι ο μάνταλος ίσα που βάσταγε. Κι οι Μούργοι δεν βαρεθήκαν μα κι’ ούτε σκιάχτηκαν σταλιά. Ώρα βαρούσαν για να μπούν να μαγαρίσουν τη κυρά, μπορεί και μένα οι άγριοι, λές; Καρφάκια σήκωσα και τα καρεκλοπόδαρα πιο πάνω ακόμα. Περνούσε η ώρα βαρέσαν κι άλλο, βαριά κοιμόταν το βαπόρι, πρέφα δεν πήρε ότι παράδερνα και γω με δυο μέτρα μουστάκι.
Άρχισε ν’ αχνοφέγγει, δώσανε άψυχη μια, φτύσαν βρισιές και φύγαν. Πήραμε’ ανάσες, πιαστήκαμε αγκαλιά σε γύρο – γύρο όλοι. Καμπόσο πέρασε, έστησα αφτί, μια βούβα. Σηκώθηκε ο ήλιος και μείς στο καναπέ μερώναμε με τα ποδαρικά στα χέρια. Λάγιαζε ο φόβος. Τι νύχτα; Άνοιξα, ο μάνταλος βαστούσε μια τρίχα μοναχά. Χάσαν παρά τρίχα μία Πόντια αυτοί κι εγώ μια πάλη ηρωική την ευκαιρία.
Βγήκαμε, τάπαμε στο καφέ, ακούσαν. Οι πιότεροι μοστράρουν αντριλίκια. Οι ντόπιοι επιμέναν impossible, ο μαραγκός ρεμπάτευε τη πόρτα, ο Τζαφέρ λούστηκε κατσάδες κι ένα πρόστιμο κι εγώ προίκα μάζεψα νάχω να λέω.
Ξελυμπάραμε, πάμε γι αλλού.

Κωστής Ανδριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: