Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Λαβράκια βγήκαν στη στεργιά

Καμπίνα μαγική, χαλιά, ριντό και πίνακες γιομάτη. Μπανιέρες, πορσελάνινα, καθρέφτες ήταν φίσκα και το γραφείο ξέχωρα, δερμάτινα, μοκέτες και πολυθρόνες γυριστές.
Ο ασύρματος σαν NASA. Χίλια φωτάκια και κουμπιά με χαιρετούν κι αφού έτσι μου ήρθανε, να κάτσω χίλια χρόνια εδώ μέσα, να γεράσω – βασιλοβάπορο, είχα σαλέψει απ’ τη χαρά. Σαλόνια, παρασάλονα χαλιά μια πιθαμή παχιά και έπιπλα σπιτίσια. Είχε και μπαρ με εννιά σκαμπό και μουσικές και θάμπωσα. Έτσι το μέσα. Μα και τ’ απόξω του για θαυμασμό ήτανε καμωμένο – Είχε μια πλώρη σερνικιά, ψηλή, γερή, σπαθάτη κι ήτανε σαν να το’ ξερε κι άφοβα διαλαλούσε.
Έτσι που οι νιές τσιτώνουνε, στις βόλτες τα βυζιά τους.
Τα μάγουλα είχε ροζακιά, φαρδιά, σωστά μελετημένα, όρτσα νάναι στα κύματα να μη σαλτάρουν μέσα.
Πιο κει στη μέση λύγιζε, γινόταν πιο αμπάσο, να γίνει πιο δρομιάρικο και να του δίνει χάρη.
Λίγο πιο κει οι καμπίνες μας, με γούστο μπλουμισμένες.
Κάτασπρος γλάρος, μοναχά δύο τρείς πιο σκούρες πινελιές στο φρύδι, στην ουρά του, κι απέ, μια πρύμη θηλυκιά, πίσω νάν οι τυφώνες. Με ξόμπλια κατακούτελα, άλμπουρα και μαγκιώρες, κροσάτα, σαν στα κεφαλομάντηλα, που οι Ανωγιανοί φορούνε –
Άκαμπα, ήρθε απ’ το Recie με ζάχαρη γιομάτο, μισό για εδώ, τάλλο για τη Βομβάη. Ξανάφτηνα στον κόρφο μου-
Κούκλα ο ασύρματος, μούρλια η καμπίνα μου, μέλι η θάλασσα, σάλπα κι όπου μας βγάλει.
Οι μισοί κι ο καπετάνιος Χιώτες, Σιφνιός ο πρώτος, Λάρισα ο γραματικός, ναύτες Ινδονησιάνοι-
Εγώ, σφιγμένος αρχή, μιας που οι παλαιότεροι είχαν τις κολεγιές τους. Σαν ήμουν νιόμπαρκος, έσερνα βαλίτσες δύο τούμπανο και πάλι απόξω απόμεναν τα ρούχα. Τώρα πια ξέρουμε. Σιάχνει η κυρά απ’ ώρες πριν απάνω στο κρεβάτι, απ’ όλα μπόλικα. Ζερβά ο χειμώνας, δεξιά καλοκαιριάτικα στη μέση κάλτσες, σώβρακα. Στη σειρά, σε μπάκα, στοιχισμένα. Πιο εκεί μία βαλίτσα αδειανή, περιδιαβαίνω εγώ, τα ρούχα ένα βουνό, ζυγιάζω, βλέπω. Κι έτσι περίπου άσκεφτα τα βάζω τούμπα μέσα. Μιας που ξέρω πια, όσες φορές κι αν σιάξω τη βαλίτσα, άλλα θα βάλω μέσα. Και νάτο πάλι λάθεψα, οι πετονιές απόμειναν απ’ όξω- Έξω πάλι μια φορεσιά, να βρούνε τόπο νάιλον, αγκίστρια, φελάρια.
Τέρμα, ζούπα από δω, ζούπα από κει, τα φερμουάρια κλείσανε.
Το κρεβάτι, θαρρείς πάλι γιομάτο, σαν πάντα.
Δεύτερη μέρα Άκαμπα, βαθιά νερά κι αψάρευτα.
Άκουγα απ’ άλλους πως είχε αμαλαγιά. Αρμάτωσα δυο μέτζες, έριξα πίσω. Κάτι μικρά μονάχα, σπάροι, λιθρίνια τέτοια.
Απόδειπνο μαζεύτηκαν κι άλλοι δυο τρείς και ρίξαν.
Ήρθανε κι άλλοι, στην πρύμη κάναμε πάντα γειτονιά, καφέδες, καμιά μπύρα, εγώ φάτσες τσεκάριζα.
Πέρναγε η ώρα ψόφια, μαζεύω, σενιάρω μια χοντρή, δολώνω ζωντανό και ρίχνω πάτο. Κοτσάρω δυο βόλτες τρείς στο κοτσανέλο, ξωπίσω τρία κονσερβοκούτια πάνω δεμένα, σε πόστα, άμα πιαστεί μεγάλο να πέσουν με βουή, σαν γάμος. Έτσι, κι εγώ περίμενα μετρώντας τη χαρά μου. Τ’ άφησα, πήγα για καφέ είπα να ξενυχτήσω. Δεν πέρασε ούτε τέταρτο κι ακούω πρύμα σαματά, βγαίνω και λεβάριζε ο πρώτος τη δικιά μου με άγαρμπες οργιές, σα νάτανε τσομπάνος. Κόρωσα εγώ!!!
-Το φέρνω, το φέρνω, φώναζε και μένανε μ’ ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Μπράβο, μπράβο φώναζαν κι άλλοι, τρέξαν κοντά, μπέρδεψαν οι πετονιές γινήκανε κουβάρι. Λίγο πριν φτάσω, τόφερε απάνω τελικά, σαβούρντισε μ’ ορμή στη λαμαρίνα πάνω, ένα μπάμ τ’ αυτιά με πήρε, εφτάκιλο ένα κορωνάτο με μια κεφάλα να!!! Χορεύουν οι άλλοι, βούβα εγώ.
Τόπιασα, τόπιασα, φώναζε ο πρώτος κι ούτε τον έσκιαξε που έφτασα στο μέτρο. Να το βάλεις στο πάτο σου ρε, είπα να ξεφωνήσω, για ένα τέτοιο τσίμπημα εμείς ζούμε ρε μαλάκα!!! Αν μ’ έπιανες απ’ τη μύτη θάσκαγα. Ο ψάρακας χτυπιότανε ακόμα μα εγώ ούτε έριξα δεύτερη ματιά. Μάζεψα κι έφυγα.
Άρρωστος ήμουν. Εγώ και λίγοι άλλοι, αφήναμε απ’ όξω ρούχα για να χωρέσουν πετονιές. Οι πιότεροι κουβάλαγαν μπλέϊζερ και σκαρπίνια. Κι ύστερα, πλάνο, δολώματα, τέχνη, πώς έτσι!!!
Κι έρχεται η στιγμή, ρίχνεις και ψάχνεις τ’ όνειρο. Σένια γερά, καλομελετημένα. Όλα για ένα τσίμπημα τρανό εκεί στο τσακ που η ψυχή πάει να πετάξει. Αυτό προσμένεις κι εύχεσαι. Μα στο κλέβουνε το όνειρο. Τόβγαλα λέει ο τσόγλανος. Έχε χάρη που είμαι νιόμπαρκος κι απέ θα σούλεγα εγώ, είπα κάτω απ’ τα μουστάκια μου, έριξα μια κλωτσιά στο κορωνάτο κατακέφαλα, χωρίς μιλιά πήγα για ύπνο.
Τσιμπούσε λέει!!! Κι είχα δυο τρείς πρίμα ριγμένες κι η πρύμη είχε μια απλωσιά μόνο για μένα. Κατάχοντρες, όλες με ζωντανό και με κουτάκια κόκκινα, πράσινα σαν πανηγύρι.
Η μία σβιτζινίζει. Πιάνω γραδάρω, θάταν δεκάκιλο, μπορεί πιο πάνω. Τα’ανέβαζα μ’όλη την τέχνη κι από το έλα του, τσεκάριζα αν είναι μαύρο ή κόκκινο. Συναγρίδα έλεγα, απ’ αυτές που βγάζεις μια κι έχεις να λες δώδεκα χρόνια.
Έφτανε πετάριζε η ψυχή, γρηγόρευε η καρδιά, πέντέξι οργιές ακόμα και κει πάνω στο τσάκ νάτος ο πρώτος πάλι. Βάζει το χέρι για να δει, σκουντώ, φωνάζω, μπλέκεται λασκάρει η πετονιά, πάει ο ψάρακας. Κέρωσα, έμεινα ασάλευτος, δεν έβγαλα μιλιά. Γυρνώ, τον αρπάζω και τον πετώ στη θάλασσα.
Έτσι άσκεφτα, χωρίς τύψη καμία κ’ ήτανε πέλαγο, ακόμα πάει στον πάτο, άκλαφτος.
Χτύπησα μια τα χέρια, σαν όπως καθάρισα μ’ αυτόν τον κόπανο.
Ρίχνω ξανά και τσίμπαγε λέει, κι έβγαζα κι έβγαζα γιόμισε η πρύμη ένα βουνό. Ξύπνησα με μια γλύκα μελένια.
Πάει καιρός τώρα που στα όνειρα μου μπήκε ζωή και χρώμα μπόλικο. Εκεί τσιμπούσε ότι ήθελα, έβγαζα όποια ήθελα, χαιρόμουν όσο ήθελα και πέταγα στο γιαλό τους άσχετους.
Και πέρναγα τόσο καλά που δεν ξεδιάλυνα ύστερα, αν ήταν στον ξύπνιο ή στον ύπνο μου. Τι μ’ένοιαζε; Εγώ καλά περνούσα. Περάσαν μέρες, πάτησα καλά, μόνιασα με τον πρώτο, χόρτασα ψάρεμα για δέκα χρόνια. Φύγαμε κάλμα ο καιρός παράδεισος και τη Βομβάη την ήξερα καλά. Έτσι το τότε!!! Τώρα; Τώρα αμπάριζα παίρνω τα κατάγιαλα Ζέπκο, Κουρί και Βίνα, δίνω κλωτσιές στην άμμο, χαζεύω με τις ώρες, ο νους μου πάει- Γιαλόξυλα και βότσαλα πάλι μάζωξα σήμερα, να δούμε που θα τα τιμαρέψω. Περνώ κι απ’ το λιμάνι τακτικά, εκεί που κάνουν πάντα γειτόνεμα οι ίδιοι κι ακούω να λεν για σπάρους, μέλουνες και σαυρίδια. Περνούν οι μέρες, λογαριάζω, λέω ας ρίξω. Με λίγα ξέφτια νάιλον, κάτι παλιοάγκιστρα, δολώνω και ρίχνω κάτω απ’ τη μύτη του Ιωσήφ του Μήτρου, του Μαλίκου, μπροστά στη λέσχη, τις κουκουλώνω και τις αφήνω μοναχές. Ξέρουν αυτές και φεύγω.
Την άλλη μέρα το πρωί είχα τρείς λάβρακες θεριά, έγινε αμέσως βούκινο πως ήτανε εφτά, τ’ άφησα να πλανάται.
Τ’ απόγιομα γέμισε η παραλία πετονιές, ξεπούλησε κι ο Πάπας. Αριστερά τα Lada, καταμεσίς τα Opel, παρέκει Citroen. Φύτρωσε καλαμιώνες. Γελούσα εγώ, εμάζεψα. Λέγε στο λέγε βούηξε το χωριό.
Μ’ άρεζε εμένα. Γιατί όχι; Μιας και τρεις γλύκες είναι όλη η υπόθεση. Η μια την ώρα που τσιμπάει. Πετονιές, εργαλεία, μαστοριά, ώρες ξενύχτι, ξεπάγιασμα, υπομονές, τσιγάρα, γκρίνιες όλα για μια στιγμή για εκείνο το τσάκ πού’ρχεται στάξαφνο και σε πετάει στον ουρανό, μεγάλο αν είναι. Η δεύτερη η γλύκα είναι την ώρα που οι φίλοι αμέριμνοι μιλούν για χάνους, παπαλίνες, τους πετάς το λάβρακα ανάμεσα στα σκέλια χτυπιέται αυτός, τσακοπηδούνε εκείνοι. Η καζούρα πέφτει σύννεφο. Η τρίτη είναι την ώρα που η ψησταριά παίρνει φωτιά κι οι φίλοι τρων, τσουγκρίζουν. Από τις τρεις τους ποια; Δεν ξέρω η πιο μελένια, κι οι τρείς τους μούρλια.
Κι ας μείνει έτσι αριά και πού ένα τσίμπημα χοντρό να πηγαίνει η ψυχή στην Κούλουρη, αριά και πού το ξάφνιασμα στων φίλων σου τα σκέλια, να’χει γούστο το κάζο κι αριά και πού τα κάρβουνα να μη φτηναίνει η γεύση.
Πέρασε δίμηνο, σενιάρησα πέντε πετονιές.
Λέω να κατέβω κάτω που είναι αμαλαγιά, ο πρώτος Σέριφο και η παρέα, για αθερίνες ξανά μιλάει και σπάρους.

Κωστής Ανδριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: