Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

Ψωμί, νερό και ζάχαρη.

Απ’ τη στιγμή που άρχισα να γράφω αυτά τα χρονογραφήματα, στη μνήμη μου θαρρείς και άνοιξε ένα παράθυρο και μου έρχονται ολοένα και περισσότερες λεπτομέρειες της ζωής των παιδικών μου χρόνων. Κι αυτές οι λεπτομέρειες, υπό το πρίσμα της σημερινής ανήσυχης – ακόμη και διατροφολογικά – εποχής, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Όλα αυτά τα ψήγματα της παρελθούσης ζωής μοιάζουν τώρα με τα μικρά κομμάτια των σπασμένων αγγείων – κοινώς όστρακα – που βρίσκει ο αρχαιολόγος σκάβοντας στο χώμα του παρελθόντος, που είναι συγχρόνως και το χώμα του παρόντος και του μέλλοντος.
Ας ανοίξω, λοιπόν, το φανάρι της παιδικής ηλικίας. Κι όταν εννοώ φανάρι, τι εννοώ: το φορητό ντουλάπι κρεμασμένο συνήθως ψηλά στην κουζίνα, με το διάτρητο τέλι, όπου φύλαγε η οικογένεια ό,τι φαγώσιμο διέθετε. Το ανοίγω και τι βρίσκω μέσα; Λίγο τυρί και κάποιο πιάτο φαγητό, που περίσσεψε. Η παγωνιέρα, θα έρθει αργότερα θριαμβευτικά και τον πάγο θα τον κατασκευάζει ο θείος μου Γιάννης Δραπανιώτης.
Μαγικός για μένα χώρος το παγοποιείο του στο ισόγειο του σπιτιού του. Παγωμένες κάτασπρες σωληνώσεις σα χιονισμένες και το νερό στα καλούπια να μεταβάλλεται σταδιακά σε παγοκολώνα, όνομα και πράμα. Κι ύστερα ξεκαλούπωμα και διανομή…
Φόβος και τρόμος τότε οι τροφικές δηλητηριάσεις, που έδιναν και έπαιρναν, κάτι που ωστόσο ποτέ δεν πάθαμε, αφού η προνοητική μάνα μας φρόντιζε το φαγητό να φτάνει για μια μέρα. Άλλωστε κι εμείς δεν αφήναμε ψίχουλο για την επομένη, από όρεξη άλλο τίποτα…
Θα ξεκινήσω απ’ το πρωϊνό γάλα με ψωμί που τρώγαμε πριν φύγουμε για το σχολείο. Το γάλα μάς το έφερνε στο σπίτι με την καρδάρα ανά χείρας η κυρά – Βερδίκα. Γέμιζε το καρτούτσο γάλα και το έριχνε στην κατσαρόλα που της φέρναμε. Γάλα πραγματικά φρέσκο, από την παραγωγή, στην κατανάλωση!
Στα ενδιάμεσα του παιχνιδιού η πείνα μάς θέριζε. Κάναμε ανακωχή, ανάμεσα στα εννιάπετρα και τα Μήλα και σπεύδαμε στη μάνα μας, να μας ενισχύσει. Εκείνη μάς έκοβε μια μεγάλη φέτα ψωμί, την έβρεχε με νερό και την πασπάλιζε με άφθονη ζάχαρη. Αυτό ήταν το αγαπημένο μου κολατσιό.
Με τη φέτα στο χέρι έβγαινα πάλι στην αλάνα της γειτονιάς κι αντίκριζα και τους άλλους να έρχονται με παρόμοια εδέσματα ανά χείρας. Ψωμί με τυρί ήταν μία άλλη πρόταση. Αλλά εκείνο που ποτέ δεν έφαγα, επειδή η μάνα μου το θεωρούσε άκρως ανθυγιεινό, ήταν αυτό που έτρωγαν κάποια παιδιά: πάνω στη φέτα του ψωμιού άλειφαν σάλτσα ντομάτας με λίγο λάδι. Καθώς τους έβλεπα με ζήλια να το τρώνε, πίστευα, πως θα πρέπει να ήταν ένα σπάνιο έδεσμα.
Και το μεσημεριανό μας; Πατάτες γιαχνί ή πατάτες τηγανητές με αβγά στραπατσάδα, φασόλια, φακές, ρεβίθια. Το βράδυ τα ρεβίθια εμπλουτίζονταν – για να φτάσουν- με ρύζι και μετατρέπονταν σε πιλάφι, αγαπημένο φαγητό ακόμη και σήμερα. Και πότε – πότε κεφτέδες τηγανητοί, που όταν τηγανίζονταν, μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Και ψάρια φρέσκα, που τα ψωνίζαμε απ’ τις βάρκες κατευθείαν, περασμένα σε σύρμα. Και την Κυριακή το κλασικό «κρέας με πατάτες». Και γλυκό του κουταλιού, κάνας χαλβάς, ρυζόγαλο και βυσσινάδα εποχής.
Θα τελειώσω με το αγαπημένο μας παγωτό κασάτο. Στο ζαχαροπλαστείο του Μπάμπη στην αγορά παρακολουθούσαμε τα καλοκαιρινά πρωϊνά την ιεροτελεστία της κατασκευής του κάτασπρου παγωτού. Ο Μπάμπης, για να μη κουράζεται, έβαζε αγόρια να χτυπούν το γάλα στην ειδική συσκευή, με αντάλλαγμα ένα μόνο παγωτό. Αυτά το χτυπούσαν με υπερβολικό ζήλο, για να πήζει γρηγορότερα και να πάρουν την ανταμοιβή τους.
Αλλά κι εμείς το ίδιο βιαζόμασταν. Όταν το παγωτό πάγωνε, σπεύδαμε με μισή δραχμή για να το αποκτήσουμε, αλλά και για να απολαύσουμε και τη μία ακόμη διαδικασία: έπαιρνε ο Μπάμπης το ειδικό εργαλείο που είχε και στην ειδική θήκη του έβαζε μία βάση από γκοφρέτα. Στη συνέχεια τη γέμιζε με παγωτό κι από πάνω, στο τέλος, κολλούσε τη άλλη βάση (ιδέ μπισκοτολούκουμο). Εμείς απλώναμε την παλάμη μας ανοιχτή και εκείνος πατώντας το έμβολο, άφηνε στο χέρι μας το παγωτό. Το πιάναμε και το τρώγαμε αργά – αργά για να κρατήσει, όσο το δυνατόν, περισσότερο. Η νοστιμιά του δεν περιγράφεται!
Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνο το μικρό κασσάτο παγωτό της μισής δραχμής μου έγινε φετίχ.

Η Καρβουνοσκαλίτισα

Δεν υπάρχουν σχόλια: