Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…» Η Σμερέκα

«Πάντα, όσο ζω, θα θυμάμαι ένα παραθαλάσσιο χωριό χιονισμένο, με ψηλά βουνά τριγύρω. Ένα μικρό σπίτι μ’ ένα μεγάλο πεύκο στην αυλή. Χαράματα κι η καμπάνα της εκκλησιάς να χτυπά για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία».
Έτσι ξεκινούσα την Έκθεσή μου μαθήτρια της Πρώτης Λυκείου, όταν η φιλόλογος μας βαριεστημένη, όπως κι εμείς, από θέματα του τύπου «Ο απαισιόδοξος» ή «ο δοκησίσοφος», αποφάσισε να το ρίξουμε λίγο έξω και να γράψουμε ένα παιδικό σχεδόν θέμα, το «Αξέχαστα Χριστούγεννα».
Άλλο που δεν ήθελα. Αφήνοντας τη μνήμη ελεύθερη να βουτήξει στο παρελθόν, άρχισα να γράφω με ενθουσιασμό.
Η έκθεση αυτή είχε μεγάλη επιτυχία. Η καθηγήτρια με έβαλε και τη διάβασα στην τάξη κι ύστερα με ρωτούσε ποιο είναι το χωριό μου και που βρίσκεται. Κι ύστερα στο διάλειμμα οι φίλες μου ενθουσιασμένες να με ρωτούν κι αυτές, αν πράγματι είναι το χωριό μου τόσο όμορφο ή εγώ το έβλεπα έτσι.
Τους απάντησα πως ίσχυαν και τα δυο και πως κάποτε θα έγραφα για το χωριό μου και τους ανθρώπους του περισσότερα.
Έτσι και τώρα μου ήρθε στο νου μία χαριτωμένη ιστορία που διαδραματίστηκε στα παιδικά μου χρόνια λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Τότε, όπως θα θυμάστε, στα σπίτια δεν στόλιζαν τα Χριστούγεννα έλατα, αλλά ένα αγκαθωτό θάμνο, γνωστό στα μέρη μας ως σμερέκα.
Ζήτησε, που λέτε, ο δάσκαλος ο Μαλανδρής από τα αγόρια της Έκτης να πάνε να κόψουν χριστουγεννιάτικα δέντρα για το σχολείο και τη Λέσχη. Αμέσως δημιουργήθηκε μία ενθουσιώδης παρέα για το βουνό, που κατά παράδοξο τρόπο την αποτελούσαν οι πιο «ήσυχοι» μαθητές: ο αδερφός μου Στέλιος, ο Νίκος ο Γιαγκογλίδης, ο Κοντογιάννης, ο Δαμουλάς και άλλοι. Δανείστηκαν και το μουλάρι ενός συγχωριανού και ξεκίνησαν από τα χαράματα με τραγούδια και χαρές.
Η μάνα μου, σα να τοξερε, έδωσε την άδεια της με βαριά καρδιά. Είχε προαίσθημα γι’ αυτό που θα ακολουθούσε ή δεν της γέμιζαν το μάτι οι ζωηροί ξυλοκόποι; Όλη μέρα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, μαζί της κι εμείς.
Σχεδόν κόντευε να νυχτώσει και τα παιδιά δεν είχαν ακόμη επιστρέψει. Φίδια άρχισαν να μας ζώνουν. Νύχτωσε για τα καλά, μα τα παιδιά άφαντα. Οι μάνες όλες βγήκαν πλέον στους δρόμους και ρωτούσε η μία την άλλη, αν ήξερε κάτι. Κατά τις δέκα – ώρα που συνήθως ήμασταν στο δεύτερο ύπνο – η ανησυχία μετατράπηκε σε αγωνία. Τα παιδιά δεν φαίνονταν και το δεκεμβριάτικό αγιάζι κατέβαινε απ’ το βουνό και μας πάγωνε.
Τότε πια σαν συνεννοημένες οι μανάδες και τα αδέρφια των αγνοουμένων – αλήθεια, τώρα που το σκέφτομαι, οι πατεράδες πού ήταν;- πήραν το μονοπάτι που άρχιζε αριστερά από το νεκροταφείο για το βουνό. Μαζί μας ήρθε ακόμη κι η θεία Δημητρία, που άφησε μόνη την κατάκοιτη γιαγιά μας Ραλλού, για να ψάξει κι αυτή τον αγαπημένο της ανεψιό.
Κάθε λίγο σταματούσαμε όλοι, κάναμε ησυχία και εκ περιτροπής οι μανάδες φώναζαν: -Στέλιοοο…, -Λευτεράκηηη… -Νίκοοο… ­­-Δημήτρη…
Μετά απόλυτη σιωπή, μήπως ακούσουμε απάντηση.
Τις μάνες τις έπιασε τρέλα. Άρχισαν να τα βάζουν με το δάσκαλο που έστειλε τα παιδιά στο βουνό, αλλά δε νοιάστηκε για το τι έγιναν.
Κάποτε, μετά τα μεσάνυχτα ακούστηκαν από ψηλά παιδικές φωνές και τραγούδια, ήταν τα παιδιά επιτέλους. Τους φωνάξαμε και απάντησαν, η αγωνία καταλάγιασε.
Ύστερα από λίγο έφτασαν κοντά μας και με μεγάλη απορία μας ρώτησαν - άκουσον – γιατί ανησυχήσαμε. Αυτοί ήταν πολύ καλά. Άργησαν γιατί δεν ήξεραν να δέσουν καλά τα δέντρα στο μουλάρι και τους έπεφταν. Έχασαν και για λίγο το δρόμο.
Οι μανάδες σκέφτηκαν προς στιγμήν να τους καταχερίσουν, αλλά έδειχναν τόσο αθώοι, τόσο χαρούμενοι που δεν τους πήγε η καρδιά. Την πιο χαρούμενη νότα έδινε το μουλάρι, που ανώμαλα φορτωμένο, μετά βίας έβλεπε, που πήγαινε.
Στη στιγμή τα ξεχάσαμε όλα – τέλος καλό, όλα καλά – και γελαστοί και χαρούμενοι πήραμε το κατηφορικό μονοπάτι τραγουδώντας όλοι μαζί χριστουγεννιάτικα τραγούδια!

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
Η Καρβουνοσκαλίτισσα

Δεν υπάρχουν σχόλια: