Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ Η Παραμυθομαζώχτρα




H Κυρα μαμή και τα ξωτικά.

Η μαμή του χωριού, που σ’ όλα τα χωριά βοηθούσε στις γέννες κι όλα τα μωρά αυτά βλέπανε πρώτα – αν βλέπανε – ήταν η πιο τιμημένη γυναίκα στη μικρή κοινωνία του χωριού. Όλοι είχαν βγει στον κόσμο με τα χεράκια της κι είχαν δεχτεί τις πρώτες φροντίδες, μέχρι ν’ ανασάνουν βαθιά και να στεριώσουν στη ζωή.
Ας είναι ευλογημένες όλες οι μαμές του κόσμου κι ιδιαίτερα η δική μου, η συγχωρεμένη κυρά Χρυσή. Όνομα και πράμα! Ν’ αγιάσουν τα κοκαλάκια της…
Βέβαια, τα δικά μας τα μωρά στο Στρατώνι τάφερναν τα μεγάλα καράβια και όχι οι πελαργοί. Αυτό το παραμύθι, όμως, ξετυλίγεται σε μέρος ορεινό. Εκεί που η πάχνη πέφτει από νωρίς και τα ξύλα τρίζουν στη σόμπα κι η φωτιά κρατάει κοντά της τα μικρά παιδιά και…
η γριά η βαβά μ’
καθισμένη σιμά στη φκιάτ’ς
σβού…ουρα τα’ αδράχτ’ στριφογυρνάει…
Κάπως έτσι, λοιπόν, παλιά στη βόρεια Χαλκιδική, τη δασωμένη και μυρόβλητη, σ’ ένα ξέφωτο του δάσους είχε η μαμή του χωριού το νοικοκυρεμένο σπιτάκι της. Ξύλινο και παλιό, όπως κι η ίδια, αλλά καθαρό και περιποιημένο, με κήπο όλο γιασεμιά, μολόχες και βασιλικά.
Το καντηλάκι πάντα αναμμένο στα εικονίσματα και μια μαλαμοκαπνισμένη εικονίτσα έβαζε πάντοτε στον κόρφο της, να την καθοδηγεί. Ήταν η «Βρεφοκρατούσα», για να τη βοηθάει στο δύσκολο έργο της.
Ένα βράδυ, όμως, που ο αγέρας φυσούσε παράξενα και το φεγγάρι είχε ένα πρασινοκίτρινο χρώμα, χτύπησαν την πόρτα της κάτι παράξενες γυναίκες. Άλλη φτιαξιά κι άλλη περπατησιά, σα να πετούσαν, κι η φωνή τους τραγουδιστή.
_Νεραϊδογεννημένες, σκέφτηκε η κυρά – μαμή κι έφτυσε τρεις φορές στον κόρφο της. Έκανε το σταυρό της κι άνοιξε την πόρτα. Σε κανένα δεν έκλεινε την πόρτα της, μέρα και νύχτα η καλή μαμή.
_Κυρά – μαμή, κυρά – μαμή, τρέξε γρήγορα, έχουμε μια ετοιμόγεννη στην άμαξα. Δυσκολεύεται το παιδί να βγει, κι είναι η αρχόντισσά μας. Άντρας της, ο Τιμημένος, ο αρχηγός μας, αλί και τρισαλί, αν πάθει τίποτα. Αλλά, κανόνισε, το παιδί που θα ξεγεννήσεις ΠΡΕΠΕΙ να είναι αγόρι. ΑΛΛΙΩΣ…
Της κυρά – μαμής της ήρθε κεραυνός, αλλά τι να κάνει; Πήρε τα σύνεργα της τα βρασμένα, έπλυνε καλά τα χέρια της τα βλογημένα, τυλίχτηκε στο σάλι της και έβαλε τα τσόκαρα της. Πριν φύγει, πήρε και τη μικρή της εικονίτσα και την έχωσε στον κόρφο της.
Στο δρόμο σα νάχε σταματήσει ο χρόνος. Το φεγγάρι ακίνητο σα μαγεμένο, τα δέντρα ασάλευτα. Ψυχή στο δάσος ούτε πουλί ούτε αγρίμι ακουγόταν.
_Θα πάω, σκέφτηκε. Μια νέα γυναίκα με χρειάζεται. Κοιλοπονάει κι έχει εξαντληθεί. Κρίμα είναι… Μια γυναίκα, απ’ αυτές που πήγαιναν μπροστά, γύρισε:
_Πρόσεχε, κυρά μαμή, το παιδί που θα γεννηθεί ΠΡΕΠΕΙ να είναι αγόρι, ΑΛΛΙΩΣ…
_Τι αλλιώς; Μουρμούρισε η μαμή. Εγώ θα φταίω;
Φτάνοντας, τι να δει! Μέσα στην άμαξα τη χρυσοποίκιλτη μια πεντάμορφη νεράϊδα ξαπλωμένη σε μεταξωτά σεντόνια, αλλά, τι το θες; Δακρυσμένη απ’ τους γλυκούς πόνους της γέννας. Τα μάτια της τα πράσινα σα ζαφείρια, ικετευτικά, τα χέρια της απλώθηκαν σ’ αυτήν. Να τη βοηθήσει να βγει το νεραϊδάκι της στο φως, μάνα και παιδί να κοιταχτούν, επιτέλους, στα μάτια.
_Μη φοβάσαι, αρχόντισσά μου, της λέει. Αλλά αυτή φοβόταν περισσότερο, για τα μελλούμενα.
Διώχνει τις άλλες και μένει μόνη και καταπιάνεται να φέρει το μωρό στο φως. Με το αχ και με το βαχ, με το γέλιο και το δάκρυ, οπ και ξαναόπ… βγήκε το μικρό στον κόσμο. Με ανυπομονησία κοιτάει η μαμή το φύλο του, τι να δει, ΚΟΡΙΤΣΙ, μια πανέμορφη νεραϊδούλα. ΤΩΡΑ; Αναρωτήθηκε.
Η νεράϊδα αποκαμωμένη, αποκοιμήθηκε με ένα ζεστό βότανο που της έδωσε. Απ’ έξω ακουγόταν νεραϊδοφωνητά και δυνατότερα ο Τιμημένος αρχηγός που είχε έρθει και ανυπομονούσε να δει το παιδί του.
_Κυρά – μαμή, κυρά – μαμή, τι είναι το παιδί; Της φώναξε.
_Αγόρι, αγόρι όμορφο, αλλά περιμένετε λίγο, να το φασκιώσω πρώτα και να σας το δείξω.
Να κερδίσω χρόνο, σκέφτηκε εναγωνίως η πολύπειρη μαμή.
Τότε της ήρθε μια ιδέα. Παίρνει ένα κομμάτι απ’ το μελισσοκέρι που άναβε δίπλα, το πλάθει από δω, το πλάθει από κει, του δίνει σχήμαΤότε της ήρθε μια ιδέα. Παίρνει ένα κομμάτι απ’ το μελισσοκέρι που άναβε δίπλα, το πλάθει από δω, το πλάθει από κει, του δίνει σχήμα αρσενικό και το κολάει στο φύλο του παιδιού. Μετά ανοίγει την πόρτα – όλο γέλια και χαρές όλοι – και το δείχνει στον Τιμημένο αρχηγό που γελούσαν και τα μουστάκια του απ’ τη χαρά. Το αφήνει δίπλα στη μάνα του μετά για να κοιμηθεί, το σκεπάζει κι ετοιμάζεται να φύγει. Οι νεράϊδες θέλουν να τη συνοδέψουν πίσω, αλλά αυτή τους λέει πως ξέρει καλά το δρόμο. Της ζητούν ν’ ανοίξει την ποδιά της και τη γεμίζουν με φλουριά γι ανταμοιβή.
Έλαμψε η ποδιά της κυρά- μαμής απ’ το χρυσάφι, βαριά κι ασήκωτη της φάνηκε, τυλίγεται καλά στο σάλι, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει στο σπιτάκι της. Πρώτα της δουλειά να ρίξει στο κατώφλι τα φλουριά και να κλειδωθεί μέσα.
Κόντευε να χαράξει, άκουσε κιόλας τον πρώτο πετεινό.
Μα τι είναι αυτά που ακούει; Χτυπήματα, φωνές, τσιρίδες έξω από την πόρτα της και πιο δυνατή η φωνή του Τιμημένου αρχηγού:
_Κυρά – μαμή, κυρά – μαμή, ΚΕΡΕΝΙΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΛΙΛΙ…
Κοιτάει κρυφά πίσω απ’ την κουρτίνα: όλοι μαζεμένοι έξω. Δεύτερος πετεινός ελάλησε.
Κυρά – μαμή, κυρά – μαμή, ΚΕΡΕΝΙΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΛΙΛΙ…
Που να μιλήσει η μαμή… θα της έπαιρναν τη μιλιά.
Τρίτος πετεινός ελάλησε.
_Φεύγετε να φεύγουμε, ξημέρωσε, φωνάζει ο Τιμημένος αρχηγός. Έχε καλά που πέταξες έξω τα φλουριά και τα μάγια δεν σε πιάνουν, αλλιώς…
_Τώρα, δεν έχει αλλιώς …σκέφτηκε η μαμή, σώθηκα, ξημέρωσε.
Βγαίνει έξω και τι να δει; Το κατώφλι της γεμάτο κρεμυδότσουφλα. Αυτά ήταν τα φλουριά, τα μαγικά. Ο αέρας τάσερνε εδώ κι εκεί.
_Ας είναι, μουρμούρισε, έπαιξα κι εγώ μ’ αυτούς κι εκείνοι με μένα. Καλοί κι αυτοί, αλλά κι εγώ καλύτερη απ’ αυτούς, αλλιώς…
κατά κόσμον Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: