Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ

Η Παραμυθομαζώχτρα
Ο Λάζαρος ο παπουτσής κι οι σαράντα δράκοι.

{Ως γνωστόν, οι παλιοί τσαγκάρηδες, ήταν άνθρωποι έξυπνοι, με καλλιτεχνική φλέβα. Οι περισσότεροι έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο. Τέτοιος ήταν κι ο δικός μας ο τσαγκάρης ο κυρ- Ρέντζος, που έπαιζε βιολί.
Το παραμύθι λοιπόν αυτό, το αφιερώνω στη μνήμη του.}


Μια φορά κι ένα καιρό, σ’ ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι λίγο έξω απ’ το χωριό, ζούσε ο Λάζαρος, ο παπουτσής. Έφτιαχνε παπούτσια, πέδιλα, μπότες, διόρθωνε τα παλιά κι άκουγε, καθώς δούλευε, τα παράπονα των συγχωριανών του.
Ήταν κοντός κι αδύνατος, αλλά είχε μυαλό «ξουράφι». Όλοι τον αγαπούσαν και ζητούσαν τις συμβουλές του.
Κάποτε, ήρθε το κακό μαντάτο πως στα ριζά του βουνού, κοντά στις πηγές με τα γάργαρα νερά, στρατοπέδευσαν σαράντα δράκοι, μυθικά τέρατα, που ζητούσαν το νερό, την τροφή και την περιουσία του χωριού. Το νέο ήρθε και στα αυτιά του Λάζαρου, αλλά καθόλου δεν στενοχωρήθηκε. Αντίθετα, κοιμήθηκε καλά και το πρωί ξύπνησε με ξάστερο νου κι έκανε το πρωινό του: γάλα και μια φέτα ζυμωτό ψωμί με μέλι. Αλλά τι να δει! Πάνω στο μέλι είχαν καθίσει σαράντα μύγες! Δίνει μια με την παλάμη του, και πάνε και οι σαράντα…Ύστερα παίρνει μια πλατιά μαχαίρα και χαράζει πάνω στο μέταλλο:
«Με τη μια, σκότωσα σαράντα καθιστός.
Που να σηκωθώ και όρθιος!
Καπετάν Λάζαρος.

Παίρνει τη χατζάρα και την πάει νύχτα στις πηγές του χωριού. Την αφήνει εκεί και φεύγει.
Το πρωί ξεκίνησαν οι δράκοι να μαζέψουν τρόφιμα και θησαυρούς και να πιούνε δροσερό νερό. Βλέπουν τη μαχαίρα, διαβάζουν την επιγραφή και απορούν…
-Σαράντα … μονομιάς;
-Θα τον κάνουμε σύντροφο μας αυτόν. Είναι επικίνδυνος, σκέφτηκαν. Καλύτερα να τον γνωρίσουμε από κοντά.
Έτσι κι έγινε. Ο Λάζαρος, όταν τον κάλεσαν, πήγε κι οι δράκοι τον καλοδέχτηκαν.

-Θα περάσουμε καλά, του είπαν. Εσύ μείνε εδώ να προσέχεις τους θησαυρούς που μαζεύουμε. Φέρε και λίγα ξύλα κι άναψε φωτιά. Εμείς θα φέρουμε απ’ το χωριό αρνιά και ψωμιά κι ότι τραβάει η όρεξή σου.
-Α, είπε ο Λάζαρος, τότε θέλω ένα σχοινί μεγάλο.
-Να το κάνεις, τι; Είπανε με μια φωνή οι σαράντα.
-Θα δέσω όλο το δάσος με το σχοινί και θα το τραβήξω προς τα εδώ.
Έτσι θα ξεριζωθούν όλα τα δέντρα μονομιάς! Ένα ένα θα κόβω τα ξύλα;
Τρόμαξαν οι δράκοι;
-Όχι, όχι, άσε Λάζαρε, δεν χρειάζεται. Και συνεννοήθηκαν με νοήματα μεταξύ τους να τον βγάλουν απ’ τη μέση. Ο Λάζαρος όμως κατάλαβε το σκοπό τους κι όταν έφυγαν, έσυρε με κόπο ένα μεγάλο κορμό δέντρου και το έβαλε πάνω στο κρεβάτι του. Τον σκέπασε με το πάπλωμα κι ύστερα κρύφτηκε και περίμενε.
Μετά από ώρα έφτασαν οι σαράντα δράκοι – φοβεροί και τρομεροί – φορτωμένοι κι άρχισαν με σπαθιά και με χατζάρια να χτυπούν το πάπλωμα και τον κρυμμένο κορμό. Όταν σήκωσαν το πάπλωμα, τι να δουν! Το ξύλο πελεκημένο, ο Λάζαρος άφαντος. Τότε φοβήθηκαν περισσότερο…
-Αυτός θα μας φάει όλους, είπαν με μια φωνή. Είναι πιο δυνατός από μας, να φύγουμε να γλιτώσουμε!
Πήραν, λοιπόν, το δρόμο κι ακόμα πάνε… Κι ο Λάζαρος, ο παπουτσής, γέμισε τις τσέπες του με λίρες χρυσές και γύρισε περιχαρής στο χωριό του. Άρχισε πάλι τη δουλειά του κι αφηγιόταν την ιστορία. Άλλοι την πίστευαν, άλλοι όχι. Αλλά το χαρτί που είχε κολλήσει στο παράθυρο του μαγαζιού του το διάβασα κι έλεγε:
«Σκότωσα σαράντα μύγες καθιστός.
Όταν όμως σηκώθηκα, έδιωξα
σαράντα δράκους μέσα σ’ ένα βράδυ»


Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: