Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ Η Παραμυθομαζώχτρα

Η γιορτή της κυρα – Μαριώς ή Ριρίκας.

Άρχισε το φθινόπωρο, τα φύλλα έπεφταν στο χώμα. Η μέρα μίκραινε και τα ζώα άλλαζαν τρίχωμα. Ο χειμώνας σε λίγο θα δοκίμαζε την αντοχή τους στο κρύο και την πείνα.
Παραδόξως, μια τέτοια μέρα η κυρα – Μαριώ, η αλεπού, είχε κέφια! Είδε σε μια λιμνούλα τη θωριά της και την καμάρωσε, τέντωσε τη φουντωτή ουρά της κι ύστερα κοίταξε τα πουλάκια που κελαηδούσαν πάνω στις ιτιές. Ήταν καλή με όλους σήμερα κι αποφάσισε να το γιορτάσει…
Θα φωνάξω τους φίλους μου απ’ το ξέφωτο. Τον κυρ- Νώντα, το λύκο, την αρκούδα τη Γιολάντα, τις νυφίτσες, τον Πάρη, τον αγριοκούνελο και θα τους δείξω πόσο απλοχέρα είμαι!
Με απλοχεριά, λοιπόν, ξάφρισε πέντε – έξι κότες απ’ τα κοτέτσια, λουκάνικα από το χασαπιό, κρασί απ’ το βαρέλι του κυρ – Θανάση και τυρί φρέσκο απ’ το μαντρί του Θύμιου. Κι οι ξαδέρφες της, οι νυφίτσες, δος του και τη βοηθούσαν, για να έχουν κι αυτές τα μπαξίσια τους. Ειδοποίησε τα ζώα μ’ ένα σκίουρο κι ετοίμασε το τραπέζι. Ήθελε όλοι να θαυμάσουν το έργο της!
Πρώτα κατέφθασε ο κυρ –Νώντας, ο Λύκος, μονοκόμματος και μονόχνωτος. Κούνησε το κεφάλι και κάθισε στο σοφρά. Ύστερα ήρθε η αρκούδα, η Γιολάντα, φρεσκοπλυμένη απ’ το ποτάμι, με μια μαργαρίτα στο αυτί, καλοδιάθετη, με ένα καλαθάκι γεμάτο άγριες φράουλες, κόκκινες και ζουμερές, που όμως δεν τις καλοείδανε ο λύκος κι η αλεπού.
Έφαγαν και ήπιαν μέχρι που νύχτωσε. Τότε ο κυρ- Νώντας, μίλησε…
-Και πού τα βρήκες όλα αυτά τα καλούδια, κυρα – Μαριώ; Ρώτησε την αλεπού.
-Ας είναι καλά οι γείτονες, απάντησε εκείνη.
Από έξω ακούστηκαν άνθρωποι να φωνάζουν:
-Κάπου εδώ κοντά είναι ,η φωλιά της, εδώ θα έχει τα κλεμμένα. Έχε χάρη, όμως, που τα σκυλιά μυρίστηκαν μεγάλα αγρίμια, λύκο και αρκούδα, και φοβούνται να πλησιάσουν, αλλιώς… Και απομακρύνθηκαν θυμωμένοι…
Τότε μίλησε ήρεμα και γλυκά η αρκούδα:
-Δε χρειάζεται να μας τραπεζώσεις άλλη φορά, Ριρίκα με ξένα και με δανεικά. Θα τρώμε ότι μας δίνει το δάσος. Δεν θα ενοχλούμε τους ανθρώπους και δεν θα μας ενοχλούν κι αυτοί…
Η Ριρίκα η κυρα – Μαριώ «τα πήρε αμέσως στο κρανίο». Ξέχασε τους τρόπους και τα νάζια της κι έγινε ξανά πανούργα και δόλια. Την είχε άχτι την αρκούδα, που στους αγώνες ταχύτητας έχασε το στοίχημα. Τώρα θα τα ακούσεις, είπε μέσα της… Και με στριγκιά φωνή της είπε:
-Κοίτα ποια μιλάει για τους ανθρώπους και τους υποστηρίζει… Αυτή που την είχαν δεμένη με τις αλυσίδες, με χαλκά στη μύτη, ροζ φουστίτσα με χρυσό σειρήτι, βραχιόλια ψεύτικα και πλαστικά λουλούδια στα μαλλιά. Χτυπούσαν το ντέφι κι εσύ χόρευες. Τα ξέχασες κιόλας; Μάζευαν με το ντέφι δεκάρα- δεκάρα, γιατί ΕΣΥ ήσουνα το σπάνιο θέαμα, το εξημερωμένο αγρίμι! Κι έτρωγες ότι απομεινάρια σου έριχναν… Χα! Χα! Χα! Η αρκούδα ταράχτηκε, γιατί θυμήθηκε τα σκληρά παιδικά της χρόνια, την αιχμαλωσία της, τις κακουχίες και τη μοναξιά της και έκλαψε.
-Αχ κουμπάρα, είπε, οι άνθρωποι με χρησιμοποίησαν και με γελοιοποίησαν, όπως και πολλά άλλα ζώα, στα πανηγύρια. Αλλά εκεί που γύριζα, έβλεπα το δικό σου τρίχωμα να στολίζει τα χοντρά πανωφόρια και το τομάρι σου κρεμασμένο στο λαιμό των γυναικών. Υπήρξαν, όμως, και άνθρωποι καλοί, που με ελευθέρωσαν και τώρα ζω στο φυσικό μου περιβάλλον. Πόσα άγρια ζώα αιχμαλωτίστηκαν και θανατώθηκαν! Από σένα, όμως, περίμενα μεγαλοψυχία και κατανόηση. Οι άνθρωποι λένε « ο λόγος σου με χόρτασε, και το ψωμί σου, φάτο». Πιο πολύ με πλήγωσαν τα λόγια σου, παρά η παλιά πληγή απ’ το χαλκά στη μύτη. Η φιλοξενία ορίζει ο φιλοξενούμενος να φεύγει σωματικά και ψυχικά ευχαριστημένος… Άλλη φορά, δεν θα ξανάρθω στο τραπέζι σου.
Κι έσυρε πικραμένη τα βήματά της για τη φωλιά της, μακριά από τη σαστισμένη και υποκρίτρια κουμπάρα της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: