Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

«Χόρεψε, Μπέμπα, χόρεψε…»

Μία πολύ έντονη σκηνή του παρελθόντος, είχε – παραδόξως- εξαφανιστεί από τη μνήμη μου και έφτασε μία λέξη που ακούστηκε τυχαία πλάι μου, να την επαναφέρει. Και να τι έγινε! Ένα ζευγαράκι συζητάει έντονα μέσα στο λεωφορείο- μάλλον καυγαδίζει – και κάποια στιγμή γυρνάει ο άντρας στη γυναίκα και λέει: -Εγώ είμαι ντόμπρος, εσύ κρύβεσαι διαρκώς.
Κι όπως λέει ο Τζιάννι Ροντάρι, μία λέξη είναι όπως μια πέτρα που πέφτει στη λίμνη, δημιουργεί ομόκεντρους κύκλους. Και στο μυαλό, το ίδιο γίνεται. Μία λέξη δημιουργεί συνειρμούς, συνώνυμα, αντώνυμα. Φέρνει εικόνες ξεχασμένες, αναμνήσεις. Το ίδιο γίνεται κι από μια μυρουδιά. Είσαι σε μια άγνωστη ακρογιαλιά και ξάφνου η θαλασσινή αρμύρα σου φέρνει στο νου αυτόματα αναμνήσεις από γνώριμα ακρογιάλια, και ξάφνου η θαλασσινή αρμύρα σου φέρνει στο νου αυτόματα αναμνήσεις από γνώριμα ακρογιάλια, από γιαλέματα κι από ψήσιμο θαλασσινών. Η μυρουδιά της βρεμένης γης ύστερα από μια ξαφνική νεροποντή, φέρνει στο νου τη μυρουδιά της γης και της θάλασσας στην Καρβουνόσκαλα, ύστερα από μια δυνατή νεροποντή. Ο ήλιος που ξαναβγαίνει τα κάνει όλα να λαμπυρίζουν: χόρτα, φύλλα, λουλούδια.
Έτσι και τώρα η λέξη «ντόμπρος» μου έφερε συνειρμικά στο νου, τον ντόμπρο των παιδικών μας χρόνων, το δυνατό, τον ακατανίκητο «ντόμπρο Καραγιάννη». Ο ντόμπρος Καραγιάννης σε τακτικά χρονικά διαστήματα έπαιρνε σβάρνα τα χωριά και έφτανε και στο δικό μας. Αμέσως έβαζε παιδιά να διαλαλήσουν την παράσταση:
«Σήμερα το απόγευμα στην αγορά του χωριού θα δώσει παράσταση ο ντόμπρος Καραγιάννης. Να μη λείψει κανένας. Θα δείτε πράγματα που δε τα βάζει ο νους σας».
Και το απόγευμα, χωρίς ποτέ να προσδιορίζεται ακριβώς η ώρα, όλοι ήμασταν εκεί. Ο ντόμπρος πήγαινε πάνω- κάτω κι ετοίμαζε τα όργανα του μαρτυρίου του: Καρφιά, πέτρες μεγάλες, βαριοπούλες, σχοινιά, αλυσίδες. Ο ντόμπρος περιφερόταν σχεδόν γυμνός, με ένα κολλητό στενό μαγιό, που άφηνε να διαγράφονται οι μύες του, τα μούσκλια και τα πολυτρίχια του. Ίσως γι’ αυτό και το γυναικείο κοινό ήταν περιορισμένο…
Κάναμε ένα μεγάλο κύκλο γύρω του κι ο ντόμπρος άρχιζε το πρόγραμμά του. Ξάπλωνε πάνω σε καρφιά και πάνω στο στήθος του χτυπούσαν με τη βαρειά μεγάλες πέτρες μέχρι να σπάσουν. Τον έδεναν με αλυσίδες και λυνόταν. Λύγιζε χοντρά σίδερα αγκομαχώντας και υποφέροντας. Μαζί τον υποφέραμε κι εμείς, μη τυχόν και δεν τα καταφέρει και ντροπιαστεί. Και το ανώτερο: τραβούσε αυτοκίνητο με τα σχοινιά στα δόντια. Μετά από κάθε επιτυχημένη προσπάθεια χτυπούσε περήφανα το στήθος του λέγοντας τη φράση:
-Αυτός είναι ο ντόμπρος Καραγιάννης!!!
Στο τέλος έβγαζε δίσκο και έπαιρνε απ’ όσους δεν λάκιζαν, τον οβολό του. Εισιτήριο δεν έκοβε, ότι προαιρείσθε. Μικρή η αμοιβή, για μεγάλη προσπάθεια.
Και τι να πεις για τις θεόρατες αρκούδες, που δεμένες με χαλκά απ’ τη μύτη – πανάρχαιο σύμβολο της σκλαβιάς – και με χοντρές αλυσίδες, γύριζαν με το δυνάστη τους, το γύφτο, όλο το χωριό δίνοντας παράσταση. Άλλοτε ο γύφτος είχε στον ώμο του μια μαϊμού παιχνιδιάρα, ντυμένη με φανταχτερά ρούχα κι όλοι απορούσαμε με τον κατακόκκινο κώλο της.
Αλλά το θέαμα της Μπέμπας, της μεγάλης αρκούδας που σηκωνόταν θεόρατη στα πίσω πόδια της, μου έμεινε ολοζώντανο. Δίπλα της βάδιζε, δεμένο κι αυτό, το αρκουδάκι της.
-Πώς ξαπλώνει στο κρεβάτι ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ με τη Βουγιουκλάκη, Μπέμπα; Ρωτούσε ο γύφτος, κι η τεράστια αρκούδα ξάπλωνε ανάσκελα, βαριά.
Κι όταν σηκωνόταν, ο γύφτος χτυπούσε το ντέφι με ρυθμό και έδινε νέα εντολή:
-Χόρεψε, Μπέμπα, χόρεψε!
Κι επειδή εκείνη απηυδισμένη τραβούσε θυμωμένη την αλυσίδα κι αρνιόταν να υπακούσει, ο γύφτος για να την αναγκάσει τραβούσε απότομα την αλυσίδα του μικρού της κι εκείνο ούρλιαζε απ’ τον πόνο. Τότε η αρκούδα, ακόμη πιο θυμωμένη, σηκωνόταν στα πίσω πόδια κι ορχιόταν έντονα κοιτώνας το γύφτο με μίσος, με μάτια όλο φλόγα και πόνο.
Αχ αλήθεια τι γλυκόπικρες αναμνήσεις φέρνει στο νου μία λέξη απ’ το καβγαδάκι δύο ερωτευμένων! Από το ντόμπρο Καραγιάννη με πήγε στη βασανισμένη Μπέμπα.
Γι’ αυτό και κάθε φορά που επισκέπτομαι τον «Αρκτούρο» στο Νυμφαίο της Φλώρινας και βλέπω τις αρκούδες – χορεύτριες να ξαπλώνουν ραχατεμένες, χαίρομαι και αγάλλομαι. Κι όταν ακούω δίπλα μου μικρά παιδιά να λένε:
-Τις καημένες, είναι φυλακισμένες…
Γυρνάω απότομα να μιλήσω, αλλά δε λέω τίποτα.
-Κάλλιο στη φυλακή του βουνού, σκέφτομαι, παρά στο χαλκά του γύφτου.
Η Καρβουνοσκαλίτισσα

Δεν υπάρχουν σχόλια: