Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ Η Παραμυθομαζώχτρα

Πως η Μαρουσώ νίκησε τον πειρατή

Τα παραμύθια έδιναν κι έπαιρναν τις βραδινές ώρες. Τότε δεν είχαμε παντζούρια, μόνο μπλε κόλλες καρφωμένες στα κουφώματα με πινέζες να μη μπαίνει το φως το πρωινό και κουρτίνες πλεγμένες φιλέ – δίχτυ δηλαδή- με περίτεχνα σχέδια.
Το ψηλό πεύκο στην αυλή πήγαινε κι ερχόταν απαλά απ’ το βραδινό αεράκι κι οι σκιές πάνω στα μπλε χαρτιά έπαιρναν τεράστιες διαστάσεις, εξωπραγματικές, στα παιδικά μας μάτια.
Και τα αρχοντόπουλα, δικά μας, όχι ξενόφερτα. Κάθε νησί και το δικό του κι οι πειρατές να προσπαθούν να κυριεύσουν τα κάστρα, ειδικά όταν ο Ρήγας έλειπε μακριά, στον πόλεμο.
Ένα τέτοιο παραμύθι, αρχίζει έτσι…

Έφυγε ο Ρήγας ο ξακουστός σε πόλεμο να πάει παίρνοντας μαζί του τα καλύτερα παλικάρια κι έμεινε μόνη στον πύργο πάνω στα κατσάβραχα η αρχοντοπούλα, η κόρη του, έγκλειστη. Μαζί της η μάνα, η αρχόντισσα η μεγάλη, αυστηρή και μεγαλόπρεπη κι η παραμάνα που τα μεγάλωσε από μικρή. Για παρέα είχε κοντά της κορίτσια της ηλικίας της από το νησί.
Για τα ψώνια κι ότι άλλο χρειάζονταν, έριχναν πλεκτό δίχτυ με σχοινί κι οι πραματευτάδες τους το γεμίζανε με όλα τα καλά. Η πόρτα του κάστρου δεν άνοιγε για κανένα ξένο.
Η εντολή του πατέρα, πριν φύγει αυστηρή: αν φανεί πειρατικό καράβι, να κλειστούν όλοι οι νησιώτες στο κάστρο μέσα, να ταμπουρωθούν, μέχρι να αναγκασθούν οι πειρατές να φύγουν. Κι ο άρχοντας, όταν θα γύριζε πίσω, θα τους έφερνε καράβια γεμάτα λάφυρα. Έτσι ήτανε τότε. Κοντραμπάντο, σάλτα, πλιάτσικο. Άλλοι καιροί…
Και να, που πριν φανούν τα καράβια του άρχοντα, ένα άλλο πλεούμενο – μαύρο κι άραχλο – με νεκροκεφαλή στη σημαία, ύπουλο φίδι, γλιστρούσε από την άλλη μεριά του νησιού.
Ίσα που πρόλαβαν οι νησιώτες να μαζέψουν τα ζωντανά τους και να κλειστούν στο κάστρο, όταν ο βιγλάτορας τους έδωσε το σύνθημα σφυρίζοντας με μια θαλασσινή κογχύλα:
-Πειρατές, πειρατές απ’ τη Μπαρμπαριά, όλοι μέσα…
Κλείσαν και αμπάρωσαν τη μεγάλη Πορτάρα κι από ψηλά κοιτούσαν τις κινήσεις των πειρατών. Γελούσαν και τα μουστάκια των πειρατών απ’ τη μεγάλη χαρά που θάπαιρναν σε λίγο: εδώ τα ουρί του παραδείσου, εδώ το γλυκό κρασί, εδώ τυριά, ψωμιά ζεστά και κρέατα… Δόξα τον Αλλάχ. Όλα δικά τους θάτανε την άλλη μέρα.
Ο καπετάνιος τους, ο Σεϊτάν με τ’ όνομα, έδωσε διαταγή:
-Νύχτωσε για τα καλά. Βάλτε το τσουκάλι στη φωτιά να μαγειρέψει ο μάγειρας, να φάμε καλά να στυλωθούμε. Να κοιμηθούμε και το πρωί να κάνουμε ρεσάλτο να πάρουμε το κάστρο. Φέρτε μου να πιω, πιείτε κι εσείς, σας αξίζει να χαλαρώσετε απ’ το κούνημα της θάλασσας. Πιάστε ένα πουρνάρι κι απαγκιάστε.
Οι κόρες οι θαλασσινές από πάνω τα άκουγαν αυτά πούφερνε ο αγέρας τα μαντάτα, σαν νεαρές κοπέλες όμως, δώστου και χασκογελούσαν, μαζί κι η αρχοντοπούλα, η κυρά του πύργου. Η παραμάνα κοιμόταν του καλού καιρού. Είχε γεράσει πια και τα πόδια της πονούσαν απ’ την υγρασία που σήκωνε το πέλαγος.
Μόλις απόφαγαν οι πειρατές κι ήπιαν του σκασμού, κατά διαταγή του καπετάνιου αφήσαν κατά μέρος της χατζάρες τους και έβγαλαν τα καπέλα τους και τα δερμάτινα ποδήματα τους. Χαλαροί γύρω απ’ τη φωτιά χουζούρευαν και αγκάλιαζαν από μια πέτρα για μαξιλάρι και νόμιζαν πως ήταν σε νυφικό κρεβάτι, αγκαλιά με μια πεντάμορφη γυναίκα κι η φωτιά τους νανούριζε σα μάνα…
Η πιο πονηρή απ’ τις κοπέλες, που ήταν πλάι στην αρχοντοπούλα, μια μελαχρινή όλο τσαχπινιά και νάζι, η πανέξυπνη Μαρουσώ, ζήτησε από τη αρχοντοπούλα να την κατεβάσουν κάτω με το δίχτυ, να δει τα θηρία της Μπαρμπαριάς! Σ’ ένα μπόγο πήρε μερικά πράγματα που της ήταν απαραίτητα και σιγά - σιγά με τις τροχαλίες πασαλειμμένες με λίπος για μην τρίζουν, έφτασε κάτω, σαν το ψάρι το ζωντανό στο δίχτυ.
Επάνω οι άλλες την έβλεπαν με μάτια γεμάτα φόβο. Η μεγάλη κυρά κοιμότανε κι η παραμάνα παραμιλούσε στον ύπνο της.
Η τσαχπίνα η Μαρουσώ είχε πει στις άλλες κοπέλες: -Όταν τραβήξω τρεις φορές το σχοινί, να μ’ ανεβάσετε πάνω, το το νου σας…
Πλησιάζει στους πειρατές που ήταν παραδομένοι σε βαθύ ύπνο και ροχάλιζαν του καλού καιρού, μην περιμένοντας αντίσταση από τους φοβισμένους χωρικούς. Στη μέση, πάνω στη φωτιά ο μάγειρας έβραζε φασόλια για το πρωινό τους. Η Μαρουσώ παίρνει δυο φούχτες κοφτερό πιπέρι και το κοπανάει μέσα στη χύτρα. Μετά δίνει σινιάλο και την ανεβάζουν πάνω.
Το άλλο πρωί σηκώνονται οι πειρατές χαρούμενοι να φάνε και να ορμήσουν στο κάστρο, με την πρώτη κουταλιά ανάβουν, φταρνίζονται άλλο πράμα.
Μέχρι να συνέλθουν, περνάει το πρωινό. Αναβάλλουν την επίθεση για την άλλη μέρα.
Το βράδυ, να τη πάλι η Μαρουσώ. Αυτή τη φορά παίρνει στάχτη απ’ τη φωτιά και τη ρίχνει μέσα στο βαρέλι του κρασιού.
Άρρωστοι πάλι την άλλη μέρα οι πειρατές. Πάλι η επίθεση τους αναβάλλεται.
Κι έρχεται η τρίτη νύχτα. Αποκαμωμένοι πια κοιμούνται οι πειρατές. Τα φτερά τους πεσμένα, το στομάχι τους άρρωστο. Κατεβαίνει πάλι η Μαρουσώ. Αυτή τη φορά η φαντασία της οργιάζει. Κατεβάζει τα μπενεβρέκια τους και τους «στολίζει» με ρεπανάκια και στον τρομερό Σεϊτάν το μπενεβρέκι βάζει ένα καρότο με φουντωτά φύλλα. Παίρνει και τα καπέλα τους και τα αλλάζει. Του καπετάνιου το βάζει στο κεφάλι του μούτσου και του μούτσου στον καπετάνιο. Παίρνει και τις χατζάρες τους και τις πετάει στη θάλασσα. Τραβάει το δίχτυ και την ανεβάζουν πάνω, ξημερώνει η μέρα του θεού και τι να δουν οι πειρατές! Τέτοιο ρεζιλίκι ούτε στο όνειρο τους δεν το φανταζόταν. Αυτό άξιζε στους σκληρούς πειρατές της Μπαρμπαριάς; Και ποιος τα έκανε όλα αυτά και τους τρέλανε; Άνθρωπος; Αποκλείεται. Ποιος θα τολμούσε.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Τι καπέλα ήταν αυτά. Ντροπή, μεγάλη ντροπή. Σαν να τους φάνηκε ότι άκουσαν και κοριτσίστικα γέλια, από ψηλά… Κορίτσια ήταν, ή αερικά; Βάζουν τα χέρια να πιάσουν τις χατζάρες τους, αλλά που; Εξαφανισμένες και αυτές. Δεν άντεξαν. Μπουσουλώντας σχεδόν έφτασαν στις βάρκες και από κει στο μαύρο καράβι με τη νεκροκεφαλή στην παντιέρα. Φωτιά στα μπατζάκια τους!
Με χαμηλή φωνή ο Σεϊτάν έδωσε διαταγή να σηκώσουν τα πανιά και να αποπλεύσουν. Όλα τους έδιωχναν, το κάστρο ήταν στοιχειωμένο. Κι από ψηλά το κουρτινάκι του πύργου είχε κέντημα κοφτό, κι απ’ τις τρύπες του τα ζωηρά μαύρα ματάκια της Μαρουσώς έβλεπαν το πλοίο το μαύρο και άραχλο να ξεμακραίνει και να χάνεται στο πέλαγο και χαμογελούσαν πονηρά.
Κι οι νησιώτες τρίβανε τα μάτια τους, πως έγινε κι εγκατέλειψαν τη λεία τους οι πειρατές χωρίς μάχη. Κι ο βιγλάτορας πήρε τη θαλασσινή κογχύλα και σφύριξε χαρούμενα:
-Ελεύθερο το πέλαγο, βγείτε απ’ το Κάστρο, πάτε στις δουλειές σας. Άγιο είχαμε αυτή τη φορά...
Συν Αθηνά και χείρα κίνει. Υπήρχαν τότε κάτι άνθρωποι, που δεν φοβούνταν τον κίνδυνο, τον προκαλούσαν.
Άλλα χρόνια τότε, αλλιώτικα…

κατά κόσμον Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: