Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

Το τρίγωνο

Στην είσοδο του χωριού, στο λεγόμενο «τρίγωνο», όχι βέβαια των Βερμούδων, υπήρχε μέχρι πριν λίγους μήνες, ένα παλιό σπίτι. Το λέγαμε «του Μπρέλλη», από τ’ όνομα του τελευταίου ενοίκου του.
Τώρα το σπίτι αυτό γκρεμίστηκε. Ήταν πλέον ετοιμόρροπο αλλά κρατιόταν με πείσμα στα πόδια του. Αυτά τα παλιά σπίτια, αλήθεια, έχουν μία δύναμη απίστευτη. Κρατιούνται με τα δόντια στη ζωή, το έχω προσέξει. Δεν πέφτουν, αν δεν τα ρίξεις.
Όχι, δεν κατηγορώ που το γκρέμισαν. Είχε κάνει τον κύκλο του. Απλά θέλω να θυμηθώ κάποια στιγμιότυπα, που σχετίζονται μαζί του.
Ποιος από τους Στρατωνίσιους θυμάται προεκλογική περίοδο που να μην πήρε μέρος και το σπίτι αυτό; Οι τοίχοι του ήταν το «πεδίο γραφής» όλων των συνθημάτων των πολιτικών κομμάτων. Παλαιότερα, που τα πολιτικά πάθη ήταν πιο έντονα ξεσπούσε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους αφισοκολλητές, όταν διαπίστωναν πως οι αντίπαλοι τους είχαν σβήσει από τους τοίχους του σπιτιού τα συνθήματά τους, για να γράψουν τα δικά τους.
Συν τω χρόνω ένας άγραφος νόμος επικράτησε και κάθε τοίχος του σπιτιού αφιερώθηκε σε διαφορετικό κόμμα. Στον ένα γραμμένο με μπλε σύνθημα της Νέας Δημοκρατίας. Στον άλλο με πράσινο του ΠΑΣΟΚ. Στον πλαϊνό με κόκκινο του Κ.Κ.Ε. Οι πολιτικές απόψεις των κατοίκων του χωριού παρήλαυναν στους τοίχους του γραφικού, ακατοίκητου πλέον, σπιτιού και το ανάγκαζαν ν’ αποκτήσει κι’ αυτό…ετερόκλητες πολιτικές πεποιθήσεις. Ήταν, δηλαδή, το πιο πολιτικοποιημένο σπίτι του χωριού!
Εγώ, ωστόσο, θα πω την αλήθεια. Δεν ήθελα να το δω να πέφτει, όσο κι αν ήταν τα τελευταία χρόνια καταφύγιο φιδιών και ποντικών. Το αγαπούσα, γιατί καθημερινά το έβλεπα μπροστά μου από την Καρβουνόσκαλα από τότε που ένιωσα τον εαυτό μου.
Κι ήταν γραφτό να έρθω από την πόλη τη στιγμή που το ξεθεμέλιωναν. Δεν το απόφυγα. Καθόμουν και έβλεπα τα χτυπήματα της μπουλντόζας πάνω του. Αυτό, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αμυνόταν. Χρειάστηκαν πολλά χτυπήματα για να πέσει.
Κοιτούσα και γύριζα πολλά χρόνια πριν, όταν μικρό παιδάκι επισκεπτόμουν την κυρά – Αννίκα του Μπρέλλη με τη μάνα μου. Πηγαίναμε να πάρουμε νερό απ’ το μεγάλο πηγάδι που ήταν λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι.
Έσκυβα με φόβο και κοιτούσα το νερό του πηγαδιού, που μου φαινόταν – έτσι μεγάλο και ανοιχτό που ήταν – σαν το στόμιο της Κόλασης. Σκεφτόμουν πόσο φοβερό θα ήταν, αν έπεφτε κάποιος μέσα, σαν τη Γερακίνα, ας πούμε…
Μετά ανεβαίναμε προς το σπίτι, να μιλήσουμε με τη γλυκιά κυρά – Αννίκα, που αφράτη και ροδομάγουλη μας καλωσόριζε. Καθόμασταν μπροστά στη σκάλα που έβλεπε προς τον Ελαιώνα, πίναμε καφέ κι αγνάντευαμε τη θάλασσα.
Πολλές φορές φούρνιζε φαγητό στον κτιστό φούρνο που ήταν στο πλάι του σπιτιού. Την παρακολουθούσα να πανίζει το ζεστό φούρνο κι ύστερα να βάζει μέσα το ταψί με το φαγητό. Να κλείνει την πόρτα του φούρνου κα να κάθεται μπροστά και να περιμένει…
Γλυκές στιγμές, γραφικές, που παρόμοιες δεν ζούμε πλέον. Γιατί όλα τα παλιά να μας γλυκαίνουν τόσο την ψυχή; Αναρωτιέμαι πολλές φορές. Τι τα κάνει τόσο ξεχωριστά στη μνήμη μας; Σήμερα ζούμε πιο άνετα, απ’ όλες τις απόψεις. Γιατί, τότε, δεν είμαστε ευχαριστημένοι και δεν απολαμβάνουμε, όσα έχουμε;
Η απάντηση είναι απλή. Όσο περισσότερα έχεις, τόσο πιο ανικανοποίητος γίνεσαι. Όταν έχεις λίγα, εκτιμάς, καθετί που σου χαρίζεται, χαίρεσαι με το πιο φτωχό, με το ασήμαντο. Οι απλές χαρές της ζωής, γίνονται οι πιο σημαντικές.
Το κυνήγι των υλικών αγαθών μας έκανε να χάσουμε την ψυχή μας. Και την ψυχή μας την ξαναβρίσκουμε μόνο όταν γυρνούμε στην εποχή της αθωότητας.
Έτσι, και το «σπίτι του Μπρέλλη» ήταν απομεινάρι ενός άλλου τρόπου ζωής και μετά αυτό. Δεν γινόταν να επιβιώσει στη νέα αντίληψη και αισθητική των πραγμάτων, το ένιωθε και το ίδιο πως ήταν πια, μία παραφωνία…

Η Καρβουνοσκαλίτισσα

Δεν υπάρχουν σχόλια: