Πως το ελάφι απέκτησε κέρατα.
Τα παλιά χρόνια, κάπου στη Δυτική Μακεδονία, στο Βόϊο, το όμορφο βουνό, ζούσε η μεγάλη καφετιά αρκούδα και έκανε παρέα με όλα τα ζώα της περιοχής, μιας και ήταν πολύ κοινωνική και αγαπητή.
Εκείνο το πρωί σηκώθηκε, όπως πάντα, ευδιάθετη και ζωηρή, πήρε δυο βαθιές ανάσες, έκανε τα ακροβατικά της – πρόταση, ανάταση, έκταση- και βγήκε βόλτα στο ξέφωτο. Το όνομά της ήταν Γιολάντα, το καλύτερο!
Στάθηκε κάτω από ένα δέντρο και σκάλισε με τα νύχια της το χώμα και έβγαλε μία ρίζα. –Μμμ…μ, ωραίο πρωινό, είπε, κι άρχισε κρίτς – κρίτς το ροκάνισμα.
Σε λίγο νάσου και η κουμπάρα της, η αλεπού.
-Μπα σε καλό σου, με τις ρίζες θα χορτάσεις, κουμπαρούλα; Χι χι χι χι…
-Καλώς την κυρα- Μάρω, είπε η αρκούδα η Γιολάντα.
-Δε θέλω να με λες κυρα – Μάρω. Αυτό το όνομα μου κόλλησαν αυτές που γράφουν παραμύθια για τα εγγόνια τους, εμένα δε με ρώτησαν. Να με φωνάζεις Ριρίκα, είπε η αλεπού, που ήταν πνεύμα αντιλογίας.
Η καφετιά αρκούδα γέλασε καλόκαρδα και ξάπλωσε καταγής μασουλώντας.
Ήταν ψήλωμα κι αγνάντευαν. Εκείνη τη στιγμή παρεμπιπτόντως, πέρασε ένα ελάφι σαν αστραπή. Σταμάτησε για μια μόνο στιγμή που τις είδε και έφυγε.
-Τόδες; Είπε η αρκούδα. Τόδα, είπε κι η Αλεπού.
-Όμοερφο και καλό, αλλά έχει κουσούρια, είπε η αλεπού, τα ποδάρια του είναι λιανά.
-Γιατί τρέχει πολύ γρήγορα, είπε η Γιολάντα.
-Δεν το πιστεύω, είπε η Ριρίκα.
-Τι λες, κυρα –αλεπού, είναι ζώο να τρέχει πιότερο και δεν το μολογάς;
-Δε λέω, τρέχει το ελάφι, αλλά το κουνέλι τρέχει περισσότερο. Το κυνηγάω και δεν το φτάνω, είπε η αλεπού, που ήθελε να περάσει το δικό της.
-Αποκλείεται, φώναξε θυμωμένη η Γιολάντα.
-Βάζουμε στοίχημα; Λέει τότε η αλεπού.
Η αρκούδα που είχε φιλία με τα ελάφια πήγε σε μια πηγή και συνάντησε ένα μεγάλο ελάφι.
- Ελάφι, φίλε μου, θέλω να παραβγείς στο τρέξιμο με ένα κουνέλι. Δέχεσαι;
-Δέχομαι, αποκρίθηκε χαρούμενο εκείνο.
Η αλεπού κάτω από χόρτα και τρυφερά κλαδιά ξετρύπωσε ένα κουνέλι.
-Θέλω να παραβγείς στο τρέξιμο με ένα ελάφι. Να με βγάλεις ασπροπρόσωπη κι εγώ θα σου δίνω ένα μάτσο καροτάκια και θα σε φωνάζω ομορφιά μου!
Ο κούνελος δέχτηκε. Πάνω στην κουβέντα νάσου κι ο γέρο – λύκος της περιοχής, ο κυρ – Νώντας, χαρές και χωρατά η κυρα – αλεπού για να τον έχει με το μέρος της, αλλά ο λύκος εκεί, μονοκόμματος και μοναχικός. Είχε βρει στο δάσος κάτι εξαίσια κέρατα, περίτεχνα και κλαδευτά κι όταν άκουσε για τον αγώνα που θα γινόταν, είπε:
-Ταμάμ! Όποιος νικήσει θα φορέσει αυτά τα υπέροχα κέρατα.
Οι δύο αθλητές πήραν θέση κι η Αλεπού πήρε το λόγο:
-Με το 1, με το 2, με το 3 θα πάτε μέχρι το δάσος, θ’ ανεβείτε τη ραχούλα, ύστερα τον κατήφορο και μετά ίσια πάνω για να ρθείτε εδώ, στο τέρμα.
Το κουνέλι, όμως, πονηρό, έκανε το σαστισμένο:
-Εγώ δεν ξέρω καλά τις στράτες ούτε το δάσος, θα χαθώ. Να πάω πρώτα μόνο μου να δω το δρόμο και μετά ξεκινάμε.
-Άντε σύρε, είπαν καλόπιστα τα ζώα, μαζί και το ελάφι. Έφυγε αυτό, αλλά πέρασε πολλή ώρα κι ανησύχησαν.
Ο Λύκος πήγε να το βρει και γύρισε κρατώντας τον από το αυτί.
-Το πονηρό ξέρετε τι έκανε; Καθάριζε το δρόμο που θα περνούσε, για να μπορέσει να νικήσει. Κάποια πονηρή φαίνεται τον συμβούλεψε.
Ματαιώνω τον αγώνα και προσφέρω τα κέρατα στο ελάφι, να τα φοράει για πάντα. Η τιμιότητα είναι μία απ’ τις αρετές των αθλητών. Συμφωνείτε;
-Ναι, ναι, είπαν τα ζώα με μια φωνή κι η αλεπού πρώτη και καλύτερη.
Φόρεσαν τα κέρατα στο ελάφι, ενώ ο κούνελος ντροπιασμένος κρύφτηκε στα κλαδιά. Η αρκούδα η Γιολάντα ζήτησε το στοίχημα από την κυρα – Μάρω ή Ριρίκα, κι αυτή συμβιβάστηκε. Από μέσα της, όμως, την έτρωγε και σ’ ένα άλλο παραμύθι θα σας πω πως έβγαλε το άχτι της στην αρκούδα, γιατί κάθε ζώο, όπως και κάθε άνθρωπος, δεν αλλάζει εύκολα χαρακτήρα…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου