«Παλιά γειτονιά, με έπλασες γλυκό ψωμί»
Πολλές φορές έχω αναφερθεί στη ζωή της παλιάς γειτονιάς, που λειτουργούσε στην ουσία σαν μία μεγάλη οικογένεια. Οι ξύλινες παράγκες ενωμένες μεταξύ τους με έναν απλό ξυλότοιχο, δεν άφηναν περιθώρια για μυστικά. Ακόμη κι οι τουαλέτες ήταν κοινόχρηστες, Υπήρχε όμως μία σύμπνοια και μία αλληλοβοήθεια, που σήμερα δεν υπάρχει. Οι δυσκολίες και η φτώχεια έφερναν κοντά τους ανθρώπους ενώ οι σημερινές ανέσεις κι η οικονομική ευχέρεια μόνο το ατομικό συμφέρον προάγουν.
Στο νου μου έρχονται κάποιες γραφικές σκηνές ζωής. Οι νοικοκυρές, με την ποδιά στη μέση και το μαντήλι στο κεφάλι – απαραίτητα εξαρτήματα της οικιακής τους δράσης – να πλένουν στη σκάφη και ν’ ανάβουν πρωί – πρωί το καζάνι με το ζεστό νερό στην αυλή. Ύστερα να γεμίζουν τα σχοινιά με τα απλωμένα ρούχα κι αυτά να φουσκώνουν και να ανεμίζουν στο φύσημα του θαλασσινού αέρα.
Οι άντρες στη βάρδια τους κι ύστερα φαγητό και ύπνος και το απόγευμα η καθιερωμένη τους βόλτα στα καφενεία της Αγοράς. Κάποιοι ανέβαιναν κατά τα μεσάνυχτα το στενό της Αγοράς τρικλίζοντας και βλαστημώντας.
Τα παιδιά στα ατελεύτητα παιχνίδια τους. Εμείς τα κορίτσια παίζαμε «Τα σπιτάκια» και τις «Κουμπάρες» κάτω απ’ τις μικρές ξύλινες βεράντες των παραγκών. Περιμέναμε εναγωνίως να τινάξει η Ντίνα του Ματζώνα τις κουρελούδες, η μοδίστρα της γειτονιάς μας, για να πάρουμε κομματάκια από τα ρούχα που έραβε και να ράψουμε φουστανάκια για τις κούκλες μας. Αλλά και κούκλες χειροποίητες φτιάχναμε ζωγραφίζοντας το πρόσωπο σε κάμποτο.
Και τα καλοκαιρινά μεσημέρια, όταν οι άντρες έπεφταν απηυδισμένοι για ύπνο, οι γυναίκες της γειτονιάς έπαιρναν τις δαντέλλες και τα κεντήματά τους και έρχονταν με τα σκαμνάκια τους κάτω από τη μεγάλη αιγυπτιακή ακακία. Τότε έβλεπες ποια κεντάει καλά και ποια λιμούρδωνε, κατά το κοινώς λεγόμενο.
-Αυτή, παιδί μου, πάνω στο κέντημά της τρώει; Θα έλεγε κάποια καλή νοικοκυρά για το κέντημα κάποιας, που ήταν γεμάτο λαδιές και λεκέδες.
-Το καλό το κέντημα φαίνεται απ’ την ανάποδη, έλεγε μια άλλη.
Και γυρίζαμε όλες το κέντημα απ’ την ανάποδη για να δούμε ποια στερεώνει καλύτερα τους κόμπους και τις κλωστές. Οι γυναίκες τότε μιλούσαν για φημισμένες παλιές κεντήτρες, που τα χέρια τους ήταν αγγελικά.
Κάποια σηκωνόταν κι έκανε καφέ για όλους και έφερνε και τη στάμνα, που κρατούσε το νερό δροσερό και πίναμε όλοι.
Αλλά αυτή η αγαστή συμβίωση ενίοτε διακόπτονταν από βίαια ξεσπάσματα θυμού κι αυτό έδινε το απαραίτητο αλατοπίπερο στη ζωή μας. Ποτέ δεν πλήτταμε, η ζωή μας είχε μεγάλη ποικιλία.
Κάποιος πατέρας θα έλυνε το λουρί για να καταχερίσει τον ανυπάκουο γιο του και θα τον κυνηγούσε σε όλη τη γειτονιά βρίζοντας. Η κάποιος συζυγικός καβγάς θα διατρυπούσε τους εύθραυστους τοίχους της ξύλινης παράγκας και θα τροφοδοτούσε για μέρες το κουτσομπολιό. Αλλά το πιο απολαυστικό ήταν για όλους μας οι ομηρικοί καβγάδες που ξεσπούσαν ανάμεσα σε νοικοκυρές που τα νευροφυτικά τους ήταν διαταραγμένα λόγω κλιμακτηρίου και ζητούσαν εκτόνωση. Τότε ακούγονταν ιστορικές φράσεις, όπως:
-Μωρή σοκακιάρα, που δε σε βλέπει το σπίτι σου όλη μέρα, μιλάς σε μένα για νοικοκυροσύνη; Και το ιστορικότερο:
-Εμένα θα πεις άτιμη, εσύ που σε πέρασε όλος ο στρατός των Ελλήνων;
Από τα φοβερά λόγια που αντάλλασσαν, θα έλεγε κανείς πως αυτές οι γυναίκες δεν θα ξαναμιλούσαν ποτέ σ’ αυτή τη ζωή. Κι όμως, λίγο καιρό αργότερα θα έπιναν μαζί καφέ κάτω απ’ την ακακία. –Τι λέει κανείς πάνω στο θυμό του, μουρμούριζαν κουνώντας το κεφάλι.
Και τα παιδιά ανέβαζαν θεατρικές παραστάσεις, με πρωταγωνιστές τον Τάσο και τη Γκόλφω και τη μαρίδα της γειτονιάς να παρασταίνει τα πρόβατα του κοπαδιού. Το εισιτήριο, απαραίτητο.
Παλιά γειτονιά, με ζύμωσες με το καλύτερο αλεύρι και μ’ έπλασες γλυκό ψωμί.
Η Καρβουνοσκαλίτισσα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου