Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Μπαλιώτικο Αντάμωμα - Μπαλιώτικη Ανάσταση

Τα μπουρίνια γύριζαν όλη μέρα τριγύρω μας. Κεραυνοί ακούγονταν πότε από την ενδοχώρα, πότε από τα ανατολικά. Κι εγώ κοιτάζοντας προς τον Αη – Νικόλα μουρμούριζα:
«Ας μην βρέξει ποτέ το σύννεφον
κι ο άνεμος σκληρός, ας μην σκορπίσει,
το χώμα το μακάριον, που σας σκεπάζει»
Δεν την ήθελα τη βροχή αυτή τη μέρα. Ήθελα οι άνθρωποι που ήρθαν από την Αθήνα, την Ξάνθη, τη Βουλγαρία, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, να χαρούν τον ήλιο, να μην βαρύνει και ο καιρός την ήδη έντονη συγκινησιακή τους διάθεση.Το προηγούμενο βράδυ, όταν ξάπλωσα, σκέφτηκα: -Αν μπορούσαν να ξέρουν ο πατέρας μου, η γιαγιά Ραλλού, η Δημητρία, η Σωτηρία, ο Χριστόδουλος, ο Περικλής, ο Γιάννης, η Ελισάβετ και η Βιολέτα, που πέθαναν στην εφηβεία, κορίτσια σαν λουλούδια, από τις κακουχίες πως αυτή τη μέρα για πρώτη φορά θα αναβιώναμε εμείς οι νεότεροι τις μνήμες του τόπου τους, του πολιτισμού τους, της μεγάλης μεταλλευτικής παράδοσης, του ευρωπαϊκού κοσμοπολίτικου χαρακτήρα τους, σίγουρα θα ήθελαν να σηκωθούν και να είναι μαζί μας, για να αναστήσουν με τις μαρτυρίες τους κι αυτοί την αλησμόνητη πατρίδα τους.








Μόλις το σκέφτηκα αυτό, έχασα τον ύπνο μου. Κι η συνάντηση έγινε και ήρθαν αυτοί που συναισθάνθηκαν τη σημασία αυτού του ανταμώματος. Για τους άλλους, που προτίμησαν στη ραστώνη των αναπαυτικών (?) καναπέδων τους να βυθιστούν για μια ακόμη φορά στην υποκουλτούρα της τηλεοπτικής αποχαύνωσης, άξιος ο μισθός τους. Αυτοί έχασαν.
Οι εκλεκτοί που ήρθαν όμως, έζησαν, πιστεύω μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Ανεπανάληπτη σε ωραία συναισθήματα και σε πνευματική ανάταση.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με τον Αλέξανδρο Τσανανά, που έδωσε το στίγμα της όλης διοργάνωσης.





Στη συνέχεια πήρα το λόγο και έκανα μία γενική εισαγωγή στο θέμα βασισμένη αφενός στα βιώματα της μικρασιατικής οικογένειας του πατέρα μου και αφετέρου στους Έλληνες λογοτέχνες, που κατάγονταν από τις αλησμόνητες πατρίδες.
Αναφέρθηκα στη Διδώ Σωτηρίου (Ματωμένα χώματα, Οι νεκροί περιμένουν), τη Μαρία Ιορδανίδου (Λωξάντρα, Του κύκλου τα γυρίσματα), στον Ηλία Βενέζη (Αιολική Γη, Το Νούμερο 3…., Γαλήνη) και στο Φώτη Κόντογλου (Τα μπουγάζια τ’ Αιβαλιού, Αϊβαλί, πατρίδα μου). Επίσης και στο μεγάλο μας ποιητή Γιώργο Σεφέρη από τη Σμύρνη, που όλο το ποιητικό του έργο διατρέχει η απώλεια της πρώτης κοιτίδας. Τέλος στο Μανόλη Ανδρόνικο, το δάσκαλό μου στην κλασική αρχαιολογία, που έφερε στο φως τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας. Η καταγωγή του ήταν από την Προύσα, κοντά στη Μπάλια.



Άλλωστε η Μπάλια υπαγόταν στο βιλαέτι της Προύσας. Αναφερόμενη στις μνήμες της οικογένειάς μου θυμήθηκα εικόνες και φράσεις, που πότε - πότε ξέφευγαν απ’ τα χείλη τους. Γιατί δεν άντεχαν να μιλούν για πολύ για τη χαμένη τους πατρίδα και την τραγική φυγή τους στις 23 Αυγούστου 1922. Η θεία μου Δημητρία, μου έλεγε:
-Στην αυλή του σπιτιού μας είχαμε ένα ψηλό δέντρο. Ήταν κατακόκκινο, κορμός και φύλλα. Δεν ξανάδα ποτέ τέτοιο δέντρο. Ένα δέντρο κόκκινο υποκαθιστούσε στη μνήμη της όλη την έννοια της πατρίδας της.


Ο θείος μου Γιάννης άλλοτε θα έλεγε:
-Οι κοπέλες δεν έτρεχαν μόνο για να γλυτώσουν απ’ το θάνατο. Έτρεχαν πρωτίστως για ν’ αποφύγουν την ατίμωση. Δεκατρία κορίτσια έπεσαν σ’ ένα πηγάδι στα Αλάτσατα. Στο Γκιουλ- Μπαξέ 4 κορίτσια αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν στα χέρια των Τσέτηδων.
Τέλος κατέληξα στην απόδοση ευθυνών για τη μεγάλη αυτή τραγωδία, κατά την οποία από την έναρξη της εκστρατείας μέχρι τη φυγή θυσιάστηκαν 1.500.000 Έλληνες που κατοικούσαν εκεί από τα αρχαία ακόμη χρόνια.
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Κυριάκος Χατζηκυριακίδης, διδάκτορας Ιστορίας του Α.Π.Θ., που αναφέρθηκε στη διείσδυση των Ευρωπαίων στις μεταλλευτικές δραστηριότητες στην Οθωμανική αυτοκρατορία από το 1861 – 1923.
Ειδικότερα αναφέρθηκε στο θέμα που μας ενδιέφερε, δηλαδή στη μεταλλουργία της Μπάλιας και στις ξένες εταιρείες, που σε συνεργασία με ελληνικά κεφάλαια, εκμεταλλεύτηκαν τα ορυχεία της περιοχής. Αργότερα έρχεται το ενδιαφέρον της γερμανικής εταιρείας ΚΜΑ, την οποία ιδιαίτερα ενδιέφερε ο μόλυβδος, γιατί οι ανάγκες της Γερμανίας σε μόλυβδο ήταν αυξημένες, λόγω του Α! παγκοσμίου πολέμου. Η Γερμανική κυβέρνηση είχε ανάγκη από 6.000 τόνους μολύβδου μηνιαίως. Οι Γερμανοί ανέλαβαν επίσημα την επιχείρηση της Μπάλιας στις 8 Φεβρουαρίου 1917. Υπήρξε βέβαια και πρόβλημα μόλυνσης της περιοχής. Η παρακμή της επιχείρησης ήταν έκδηλη από τους πρώτους μήνες του 1918.
Τέλος πήρε το λόγο ο άνθρωπος που ήρθε από την Αθήνα να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα, η ψυχή αυτής της συνάντησης ο Φαίδων Παπαθεοδώρου, χωροτάκτης, πολεοδόμος. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από τη Μπάλια και από τη στιγμή που θέλησε να την επισκεφθεί, άρχισε μία ενδελεχή έρευνα, η οποία απέδωσε μεγάλους καρπούς. Έχει συγκεντρώσει άφθονο υλικό, τόσο για την ιστορία της Μπάλιας, όσο και για τα μεταλλεία της, που ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης ήδη από τα αρχαία χρόνια.
Για την εκδήλωση έφερε άριστο φωτογραφικό υλικό, εξαιρετικούς χάρτες, βιβλία, καθώς και παλιές μετοχές, του μεταλλείου, οι οποίες έγιναν ανάρπαστες.
Ο Φαίδων αναφέρθηκε στη θέση της Μπάλιας και τη σημασία της από τα αρχαία χρόνια. Μίλησε για το υψηλό επίπεδο του πολιτισμού της. Ήδη από το 1901 υπήρχε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, τηλέφωνο και τηλέγραφος. Το τένις ήταν δημοφιλές άθλημα. Στο δημοτικό σχολείο της εκτός των άλλων μαθημάτων διδάσκονταν Αρχαία Ελληνικά και Γαλλικά.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη φυγή των κατοίκων της και την εξόντωσή τους στο δρόμο για τη θάλασσα από τους άτακτους Τσέτες και τη σφαγή όσων έμειναν στη θέση Τσακαλάρ. 650 άνθρωποι σφάχτηκαν στο Τσακαλάρ, ανάμεσα τους και ο Υποδιευθυντής της εταιρείας Λάζαρος Χαλεπλής. Χιλιάδες όμως εξοντώθηκαν και στο δρόμο για τον Αδραμυττινό κόλπο.
Εξαιρετικά συγκινητική ήταν η αφήγηση του Λευτέρη Τσεσμετζή, που ήρθε γι’ αυτό το σκοπό από την Ξάνθη. Δακρυσμένος είπε τα λιγοστά του λόγια:
-Η οικογένεια του παππού μου είχε 9 παιδιά. Κατάφεραν με χίλια βάσανα να φτάσουν στη θάλασσα. Μια βάρκα πήγαινε κόσμο στο βαπόρι. Μέσα ήταν κάποιοι συγγενείς και τους έδωσαν το μικρότερο τους αγόρι. «Πάρτε το κι εμείς θα ρθούμε μετά να το πάρουμε». Αυτό το παιδί ήταν ο πατέρας μου. Η υπόλοιπη οικογένεια που έμεινε στην ακτή, γονείς και 8 παιδιά, αγνοείται.
Η συγκινησιακή φόρτιση όλων ήταν μεγάλη, αλλά τα εξαιρετικά εδέσματα που με μεγάλη φροντίδα έκαναν οι κυρίες της χορωδίας του συλλόγου και τα ποτά, γλυκάνανε την ατμόσφαιρα.
Όλοι χαλάρωσαν, μίλησαν, είδαν τα εξαιρετικού ενδιαφέροντος εκθέματα και εξέφρασαν την επιθυμία να ξανανταμώσουμε και πάλι του χρόνου.
Αργά το βράδυ έβρεξε. Άκουγα τη βροχή κι η φλογισμένη μου καρδιά δροσιζόταν, επιτέλους.


Δ. Στυλιανίδου - Φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: