«Σήμερα ο ελληνικός κινηματογράφος παρουσιάζει…»
Το καλοκαίρι και ο θερινός κινηματογράφος ήταν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος για το χωριό, πριν κάποιες δεκαετίες, που η αντικοινωνική τηλεόραση δεν είχε χτυπήσει την πόρτα μας. Με πόση λαχτάρα περιμέναμε να ζεστάνει ο καιρός για ν’ αρχίσει να λειτουργεί ο εκάστοτε θερινός κινηματογράφος! Γιατί ο χειμερινός ήταν βέβαια η αίθουσα της παλιάς Λέσχης.
Αμυδρά μόνο θυμούμαι τον πρώτο θερινό κινηματογράφο μπροστά στην Αγορά. Λίγα παλούκια κι ένα τσουβάλι οριοθετούσαν το χώρο πάνω στην αμμουδιά. Οι καρέκλες των θεατών βούλιαζαν στο ασταθές έδαφος κι η μαρίδα του χωριού έσκαβε λαγούμια στην άμμο για να καταφέρει να εισχωρήσει άνευ εισιτηρίου στην ευρύχωρη αίθουσα της παραλίας…
Πριν την έναρξη της ταινίας υπήρχε και αρμόδιος που περιπολούσε γύρω απ’ το τσουβάλι και απέτρεπε την παράνομη αυτή διείσδυση, αλλά μόλις έσβηναν τα φώτα, γινόταν το «έλα να δεις». Οι προσπάθειες των μικρών γίνονταν σπασμωδικές και τελικά δικαιώνονταν.
Κάποιες φορές έρχονταν και θεατρικά μπουλούκια και έδιναν παραστάσεις «υψηλής ποιότητας». Αυτά έστηναν αυτοσχέδιες χρωματιστές σκηνές δίπλα στην παλιά Λέσχη, κάτι σαν τις τέντες των τσίρκων. Οι γυναίκες απέφευγαν να παρακολουθούν τους γεμάτους ερωτικούς υπαινιγμούς διαλόγους και τις ημίγυμνες εμφανίσεις των θεατρίνων, γιατί έπρεπε να ερυθριούν συχνά ή να κάνουν πως δεν έβλεπαν τα δρώμενα επί σκηνής, πίσω από τα μισάνοιχτα δάχτυλα του χεριού τους. Εποχή είχε αφήσει η άφιξη του θιάσου Ζαννίνο με τη μικρή κόρη του Σόφη να τραγουδά το «Φέρτε μου ένα μαντολίνο», με στίχους βέβαια παραλλαγμένους και γεμάτους υπαινιγμούς. Το κοινό – αντρικό κυρίως – μετά την παράσταση κατέληγε να μπεκροπίνει στα καφενεία της Πιάτσας πνίγοντας το νταλγκά του στο πιοτό.
Οι γλυκές όμως αναμνήσεις έρχονται με το θερινό κινηματογράφο του Βρασταμινού, πάνω απ’ το Τσαΐρι. Με τι αγωνία περιμέναμε, θυμάμαι, την αναγγελία της ταινίας! Τι ταινία θα έπαιζε άραγε; Ελληνική κωμωδία ή μελό; Στην κωμωδία ποια θα έπαιζε; Η Βουγιουκλάκη ή η Καρέζη; Οι θεατές χωρίζονταν σε Βουγιουκλακικούς και Καρεζικούς. Εγώ ανήκα στους δεύτερους.
Ένα παιδί γυρνούσε το απόγευμα με ένα πλακάτ με τον τίτλο και τις φωτογραφίες της ταινίας, με αντίτιμο το «ελευθέρας», διαλαλώντας συγχρόνως την πραμάτεια:
-Σήμερον ο ελληνικός κινηματογράφος παρουσιάζει την εξαιρετική ταινία:
«Ξεριζωμένη γενιά», με …
με το παιδί του λαού, Νίκο Ξανθόπουλο. Μην τη χάσει κανείς.
Τι κλάμα έπεφτε στις ταινίες του Ξανθόπουλου και της Μάρθας Βούρτση, αλήθεια! Τα άσπρα μαντήλια έβγαιναν απ’ τις τσάντες και οι γυναίκες πλάνταζαν από τη στενοχώρια για την άδικη κοινωνία.
Η πρώτη σειρά των καθισμάτων ήταν για τις αρχές: τον αστυνόμο, τον πρόεδρο και τους ιθύνοντες της εταιρείας. Πίσω ακολουθούσε ο λαός και μπροστά καθιστή στο χώμα η μαρίδα, που συχνά χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε. Πάνω απ’ την οθόνη καταύγαζε το ολόγιομο φεγγάρι, θεατής αιώνιος των ανθρωπίνων πραγμάτων. Τα φουσκωτά χτενίσματα, το φαράχ, οι ψηλοί κότσοι και η μπανάνα, ήταν στοιχεία οπτικής παρενόχλησης:
-Τι θα γίνει, κυρά μου; Τη μπανάνα σου θα βλέπουμε ή την ταινία; Πήγαινε, κάτσε στην άκρη.
Αλλά και τι ομαδικό γέλιο στις κωμωδίες και τα μιούζικαλ του Δανιαλίδη! Οι ειδικοί λένε: «Τίποτε δεν μας ενώνει περισσότερο από μια κοινή καλλιτεχνική συγκίνηση». Ακόμη έχω κι εγώ την αφίσα του Πουλόπουλου, που κατάφερα κρυφά να σχίσω από τα διαφημιστικά πλακάτ. Οι φίλες μου κρατούσαν τσίλιες, όσο την έκοβα…
Αυτής της γενικής ευθυμίας επωφελoύνταν κάποιοι νεαροί για να ικανοποιήσουν τις άγουρες σεξουαλικές του ορέξεις αγγίζοντας «κατά λάθος» ένα πόδι ή και μπράτσο κι αν γίνονταν αντιληπτοί να μουρμουρίσουν:
-Με συγχωρείτε, σας πέρασα για την αδερφή μου!
Και φεύγοντας κριτική, συζήτηση και αναπαράσταση των κυριότερων σκηνών, όπως το περίφημο:
-Κατίνα, σαλαμάκι.
Κλείνω, αφήνοντας τον Κηλαηδόνη να κάνει τον επίλογο:
«Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες τα θερινά, τα σινεμά.
Νύχτες που περνούν, που δε θα ξαναρθούν
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά…»
Η Καρβουνοσκαλίτισσα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου