Μία εικόνα από τα παλιά και μια εμπειρία ανεπανάληπτη ήταν αυτή που ζήσαμε στον Αη – Νικόλα του βουνού στις 19 Ιουλίου, ημέρα της εορτής του Αγίου Σεραφείμ, του Σάρωφ. Τη μέρα αυτή γιόρταζε η μία από τις αδελφές που πρόσφατα ήρθαν για να υπηρετήσουν τον Αη – Νικόλα.
Ήμασταν με τον άντρα μου ανάμεσα σ’ αυτούς που παραβρέθηκαν στη λειτουργία, που με τόσο εκφραστικό και γνήσιο τρόπο έκανε ο πατήρ Ευστράτιος, ο ιερέας της Στρατονίκης.
Εκεί, μέσα στα άγρια δέντρα και την πρωινή δροσιά του βουνού, που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα της εκκλησίας, αλλιώς ακούγονταν οι ευχές:
-Άνω σχώμεν τας καρδίας και – Ίλεως, ίλεως γενού υμίν, Δέσποτα.
Ο πατήρ Ευστράτιος με τα χέρια ψηλά δέονταν, όπως η χάρις Του έλθει και στις δικές μας ψυχές, που επιμένουμε να ζούμε με απόλυτη προσκόλληση στα υλικά αγαθά, χωρίς να φροντίζουμε το ίδιο και για τις ανάγκες της ψυχής μας. Αν δίναμε μεγαλύτερη σημασία στο πιο σημαντικό κομμάτι της ύπαρξής μας, θα δημιουργούσαμε καλύτερη κοινωνία και θα πραγματώναμε το νόημα του όρου άνθρωπος – άνω θρώσκω- και θα ενδιαφερόμαστε γι’ αυτά που μας ολοκληρώνουν πνευματικά και δίνουν νόημα στην ύπαρξή μας.
Το δροσερό καλοκαιριάτικο πρωινό, ο ήχος της μικρής καμπάνας στη χαράδρα, το τιτίβισμα των πουλιών, η λάμψη του ήλιου που ανάτελλε και η καταπράσινη ομορφιά του δάσους, έδεναν τη λειτουργία που συντελούνταν στο εκκλησάκι με τη διαρκή λειτουργία της Φύσης, που το περιβάλλει.
Ο ιερέας «πήρε αέρα» και άρχισε τη λειτουργία και οι λίγοι, άνθρωποι που ήρθαν, φαίνονταν να συλλειτουργούν κι αυτοί, ενώ οι δύο αδελφές έψαλλαν τους ύμνους με τις κοριτσίστικες φωνές τους. Κι η εικόνα αυτή μου έφερε στο νου ένα από τα ομορφότερα διηγήματα του Σκιαθίτη «κοσμοκαλόγερου», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Στο Χριστό, στο Κάστρο». Όσοι ήταν εκεί, ήταν επειδή το ήθελαν και το ένιωθαν. Δύο μικρά παιδάκια έπαιζαν έξω κι ένα κουτάβι με τα μικρά γαβγίσματα έδινε κι αυτό τη συμμετοχή του στη λειτουργία όλων των όντων της Φύσης: των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών.
Και μετά τη λειτουργία καφές και δροσερό νερό κάτω απ’ τη δροσερή καρυδιά της αυλής κι ακόμα περισσότερο η προσφορά της Τράπεζας της Αγάπης, όπως εκείνης των πρώτων Χριστιανών. Αυτή ήταν η προσφορά της Μαρίας Σαρρή από τη Στρατονίκη, που μας τάϊσε παστίτσιο δύο ειδών: με κιμά και με τόνο. Το δεύτερο με κέρδισε.
Και πάνω στο τραπέζι οι ιστορίες για τον τόπο και τα θαύματα του Αγίου. Δίπλα μου ο Χρίστος Σλούκας μου έλεγε:
-Εγώ εδώ βοσκούσα τα παλιά χρόνια γίδια. Ερχόμουνα τακτικά στον παππού Νικόλα κι αργότερα στον παππού Παντελή. Μια βραδιά που με φιλοξενούσε ο παππούς Νικόλας στο δωμάτιο κάτω- θάταν 9 με 10 το βράδυ – ακούμε βήματα έντονα μέσα στην εκκλησία. Αγριεύτηκα.
-Ποιος είναι μέσα στην εκκλησία. Αγριεύτηκα.
-Ο παππούς είναι, μη φοβάσαι, μου λέει.
- Ποιος παππούς;
-Ο Αη –Νικόλας, ποιος άλλος; Τον ακούω πολλές φορές που περπατάει μέσα τη νύχτα.
Αργότερα ξαναλέει:
-Κάποτε, μου αρρώστησαν τα ζώα. Κάθε πρωί έβρισκα ψόφια. Έρχομαι κι εγώ στην εκκλησία, ανάβω το καντήλι και λέω στον Άγιο:
-Άγιε μου, ή ψόφα τα όλα η κάντα καλά, να ξέρω τι να κάνω. Την άλλη μέρα το πρωί δεν βρήκα κανένα ψόφιο. Αυτός είναι ο άγιος.
Η κυρία Φωτεινή Κατράνη μας αφηγείται:
-Η μητέρα μου στην Κατοχή ήταν στην Κασσάνδρα, σε ένα παράλιο χωριό. Ξαφνικά πιάνει μπουρίνι και σηκώνεται μεγάλη φουρτούνα. Ένα παλικαράκι ψάρευε με τη βάρκα και δεν πρόλαβε να βγει. Ήταν ο γιός μιας γυναίκας φτωχιάς και χήρας. Η βάρκα του σαν καρυδότσουφλο μια ανέβαινε, μια κατέβαινε. Η μητέρα μου την έβλεπε από την ακτή και πιάστηκε η ψυχή της. Δεν ήξερε τι να κάνει, να το βοηθήσει. Ξαφνικά, πάει στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, που ήταν στην ακτή, παίρνει το καντήλι με το λάδι και όπως ήταν, το πετάει στη θάλασσα. Σε λίγη ώρα η θάλασσα έσπασε, έγινε λάδι. Βγήκε έξω και το παιδί κι’ απορούσε τι έγινε και σώθηκε…
Φύγαμε αναβαπτισμένοι από τον Άγιο, όπως ακριβώς στα παιδικά μας χρόνια. Μεγάλη ανάταση μας χαρίζεις, Άγιε Νικόλα του βουνού, μεγάλη η Χάρη Σου.
Δ. Στυλιανίδου - Φιλόλογος
Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου