Πώς η αλεπού απέκτησε φουντωτή ουρά.
Ένα πρωί η αλεπού ξεπρόβαλλε από τη φωλιά της με πολύ κέφι. Ήταν καλοκαίρι και την προηγούμενη μέρα ένα χωράφι είχε θεριστεί εκεί κοντά. Ένα μικρό πουλάκι, ο σπίνος, έτρωγε σπόρους στο θερισμένο χωράφι.
-Τι κάνεις εκεί, μικρούλη μου, τον ρώτησε γλυκά.
-Ψάχνω για σπόρους, πεινάω πολύ.
-Αχ, πόσο σε λυπάμαι… του είπε η πονηρούλα. Θέλεις να γίνουμε συνεταίροι; Εγώ θα βάλω το αλέτρι και τα σπορικά και συ μάζεψε όλους τους φίλους σου, τα πουλιά, να σπείρουμε ένα χωράφι. Θα πάρουμε σοδειά, θα πουλάμε κιόλας!
Ο σπίνος χαρούμενος χτύπησε τα φτερά του κι έκλεισε τη συμφωνία. Δεν πρόσεξε όμως το ραδιούργο βλέμμα της αλεπούς. Πρωί – πρωί την άλλη μέρα η αλεπού όργωσε το χωράφι και τα πουλάκια έσπειραν το σιτάρι. Το βράδυ ήταν όλοι κουρασμένοι, αλλά περήφανοι, για το έργο τους.
Πέρασε ο καιρός, βγήκαν τα σπαρτά, ωρίμασαν, θέρισαν κι αλώνισαν. Μαζεύτηκε από δω ένας σωρός σιτάρι κι από κει ένας μεγάλος σωρός άχυρα. Τότε η αλεπού σοβαρή πήρε το λόγο:
-Τώρα, συνέταιρε, θα κάνουμε τη μοιρασιά. Εγώ δεν είμαι άρπαγη και δεν θέλω να σε αδικήσω. Α πα πα πα… Αν θέλεις, πάρε εσύ τα πολλά α α … άχυρα, και παίρνω εγώ το λίγο ο ο… σιτάρι κι εσύ πάρε τα πολλά α α…άχυρα. Τι λες;
Ο σπίνος τότε της απάντησε:
-Κυρα – αλεπού, με αδικείς κατάφωρα
-Τι είπες; Κάνει εκείνη τη θυμωμένη. Εγώ να σε αδικήσω, που όλο το δάσος μιλάει για την αρχοντιά μου; Θα περιμένουμε εδώ να ρωτήσουμε τους πρώτους που θα περάσουν, αν η μοιρασιά είναι δίκαιη ή άδικη.
Πρώτα πέρασε η νυφίτσα, πρώτη ξαδέρφη της αλεπούς, που πήρε φανερά το μέρος της.
Δεύτερος περαστικός ήταν ένας λαγός, που φοβισμένος αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η πανούργα αλεπού είχε δίκιο. Η αλεπού ενθουσιάστηκε.
Ο τρίτος περαστικός ήταν ένα γέρικο φίδι, ένας λαφιάτης, αργός και νωχελικός. Μόλις άκουσε για τη μοιρασιά, θύμωσε πολύ:
-Όχι μόνο είσαι άδικη, της είπε, αλλά τάβαλες με αντίπαλο μικρότερο απ’ τα μέτρα σου. Θα σε κυνηγήσω, να σε φτάσω. Και όρμησε καταπάνω της.
Η αλεπού τόβαλε στα πόδια κι όλα τα ζώα και τα πουλιά του δάσους παρακολουθούσαν τη σκηνή με ένταση. Μέχρι να φτάσει, η έρμη, στη φωλιά της, το φίδι είχε πιάσει την άκρη της ουράς της και την τέντωνε.
Τα πουλιά πήραν θάρρος κι άρχισαν να την τσουρομαδούν. Κι όταν πέρασε ο σαματάς και τράβηξε μέσα την ουρά της, τι να δει! Η ουρά της είχε μακρύνει κι είχε φουντώσει.
-Φτηνά τη γλίτωσα, μουρμούρισε, ας πάει το παλιοχώραφο.
Όσο για το σπίνο, κέρδισε όλο το σιτάρι και το μοιράστηκε με τους φίλους του. Έτσι ανταμείφτηκε για την αθωότητα του.
-Και πέρασα κι εγώ από κει και μούδωσαν ένα σακί φακή.
Το τραγούδι του σπίνου.
Σε φουντωμένο δέντρου κλωνάρι
κάθεται σπίνος και κελαηδεί!
Τόσην ακούει τέχνη και χάρη
και πλησιάζει ένα παιδί.
-Σπίνε, μ’ αρέσει το ψάλσιμό σου
όλα τα λέγεις, όλα καλά.
Πλην, ποίος είναι ο δάσκαλός σου
που σε μαθαίνει τα μουσικά;
-Μάθε, παιδάκι, διδάσκαλός μου
που με μαθαίνει τη μουσική
είναι ο Πλάστης όλου του κόσμου
Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα
η εύνοιά Του, η πατρική.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου