Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Οι κόμπρες οι βασιλικές Κωστής Ανδριώτης

Πόλη θεριό, με δυο Ελλάδες κοσμουριά η Βομβάη. Κι εγώ μεσ’ τα σοκάκια, με σαγιονάρες κι ένα κοντοπαντέλονο - ίδιος να φαίνομαι – ασήμια και μετάξια, κοχύλια και μπασμίνες ψαχουλεύω. Όσα είχα κατά νου, αλλά και άλλα χίλια να τα ιδώ, να τα οσμιστώ, να τα χαϊδέψω. Με μια χαρά παιδιάστικη, απλώνεις μια αγκαλιά, να τα χωρέσεις όλα.
Ζούσα ένα όνειρο. Αν είχα τρείς ζωές, τη μία θένα τη ξούριαζα εδωνά. Πήγαινα ερχόμουν. Πήρα και σήμερα φτερά των παγωνιών δυο πενηντάδες. Πήρα και χτές – Τελείωνε η βόλτα μου λέει ακλούθα και το κάνω, στρίβει και στρίβω, χωνόμαστε σένα τσαρδί, κλείνει μπερντές ξωπίσω. Μοστράρει ένα δέρμα κόμπρας, βλέπει ότι τσιμπώ κι’ αρχίζει το παζάρι. Κι είναι οι βασιλικές κι είναι prohibit και you become rich, ε πολύ θέλει; Πες – πες ο Βομβαϊτης μέχρι τα μπούνια μ’ έψησε – Και παίρνω μία πενηντάδα, την άλλη μέρα ακόμα δυο. Ολοβραδύς το σκέφτηκα, δεν τ’ άντεχα πλούσιος να γίνω μοναχός, τα λέω στον καπετάνιο, τσιμπάει, βγαίνουμε αντάμα και παίρνουμε άλλα τόσα. Φισκάραμε, τρακόσια λέμε, φτάνει. Δεν τόπαμε αλλού να μη πλουτίσει κι’ άλλος.
Φύγαμε, πάμε για South Africa. Kρατήσαμε δυο για δείγματα τ’ άλλα μια τούμπα, καμιά γερή κουβέντα ψάχναμε να κρυφτούνε. Έσύ το λές; Μέρες είπαμε ξείπαμε τέλος, δώδεκα βίδες έλυσα που κράταγαν μια τάβλα στο μπουλμέ του ασύρματου, τάχωσα, βίδωσα πάλι, νέτα, - Σ’ όλο τον πηγαιμό πλούτος μετρούσαμε. Κι αν ήταν μπορετό, να πουληθούν είκοσι τριάντα φορές πιο πάνω απ’ τη τιμή της αγοράς, όπως θα πούλαγαν παλιοί κονταμπατζήδες.
Κι η μπίζνα δεν σταμάταγε εδώ. Κάτω από χίλια δώσαμε εδώ. Στο απάνω άμα τα δώσουμε καλά, να τα κάνουμε είκοσι μπορεί και παραπάνω. Τα δίνουμε όλα εκεί γιομίζουμε αρώματα κασόνια δύο, πάμε για κάτω. Πουλάμε κι έχουμε τρίδιπλα, όλα τα δίνουμε αβλεπί, παίρνουμε ελεφαντόδοντα, φίνα και ολοσκάλιστα για επάνω, που ο Σπανιόλος ο Ατζέντης, τα σκάει τα δολάρια αχνιστά πέντε φορές απάνω. Και κοίτα με πως μένα πεντακοσάρικο αγοράζεις στη Καλαμαριά μια μεζονέτα!!
Κοιμούνται οι άλλοι; Και ας ξέραμε πως τα φιδίσια δέρματα, ελεφαντόδοντα κι άλλα τινά, τάχαν προστατευμένα αυστηρά, κι άμα σε πιάνανε θα σού κοβαν τον κώλο. Αλλά, ίσα καημένε!!! Οι Λάτσηδες πως γινήκανε;

Φτάσαμε Durban, κι ανάλαβα εγώ να βρω τον μουστερή, μέσα κι όξω απ’ το πλοίο, θορώντας όλους γύρω
μου, για μπάτσους και ρουφιάνους. Είχε το πράμα ζήτηση έκανε γκέλ στο μάτι, βρήκα δυο τρείς, αλλά δεν έκλεισα δουλειά. Φύγαμε, πιάσαμε κι άλλα πέντε λιμάνια. Αραπιά είπαμε τ’ αφήσαμε για επάνω. Ευρώπη αποφασίσαμε θα κάνουμε το μπάμ. Αφού εδώ κάτω ορέγονταν, φαντάσου απάνω θα γινότανε χαμός. Και φτάσαμε σε μικρολίμανο, παρέκει, Μασαλία. Εργάτες γεμίσανε τα αμπάρια κι οι αλουέδες φίσκα πραματευτάδες.
Πήγαινα ερχόμουν περάσαν μέρες τρείς. Τσεκάρησα έναν μαυριδερό, πουλούσε τράπουλες, κραγιόν κι αρώματα μαϊμούδες. Λόγια του γύριζα μια ώρα δυο, τέλος το δείγμα τούδειξα και πήδηξαν τα μάτια του δυο σάλτα από τη κόχη. Ρώτησε πόσα έχω, του είπα μονάχα επτά μπορεί κομάτι παραπάνω και θα εδούμε, με μπέρδεψε κι υστερότερα του ξέρασα πως είχα τριακόσια. Τούρθε νταμπλάς. Ne pa problem είπε, πήρε το δείγμα μ’ άφησε απαζάρευτα δολάρια πενήντα-
Φεύγω είπε, πάω Μασαλία να δείξω στον μεγάλο κι έρχομαι ταχυά τα παίρνω όλα – Βγάλτα εσύ κι’ έχετα εδώ να γίνει γρήγορα η δουλειά. Έτσι είπε κι έφυγε.
Κι έτρεξα στον καπετάνιο εγώ, τα ιστόρισα, γελούσαν τα μουστάκια μας- Κάτω από χίλια δώσαμε ταχειά θα βάλουμε τσέπη 15.000 και πούσαι; Ακόμη ήταν η αρχή!!!
Έξω βγήκαμε να πιούμε ένα καφέ. Φυλόχωμα στο γυρισμό φορτώθηκα ένα τσουβάλι ζητούσαν οι βασιλικοί και τα γεράνια.
Κοιμήθηκα άσχημα, κοφτά, κ’ ήμουνα μια ακρογιαλιές εξωτικές, την άλλη στη Καλαμαριά να ψάχνω για μεσίτες.
Πρωί τα κατσαβίδια πήρανε φωτιά. Ξέθαψα τη πραμάτεια, είχε έναν καναπέ τάχωσα εκεί. Πήγαινα ερχόμουν, η ώρα πέρναγε στέρεψε η κούπα, κι ο καπετάνιος άφαντος. Κι ήρθε πάνω στο τσάκ, τα πλάγια μου είδα και διπλομπάρωσα. Τρε μπιέν μου είπε!!! Κι απίθωσε ένα πράσινο σάκο γεμάτο φερμουάρια – Έξω τα έβγαλα κι άρχισε να τα μετράει. Έξι δεμάτια, ίσα που χώρεσαν, έγινε ο σάκος τούμπανο. Λέει wait μια στιγμή για να νεβάσω τον παρά και να τα πάρω. Είδε ένα γύρω κι έφυγε.

Να πέρασε στιγμή; Ρίγησα κάγκελο και σβίίίν – την πάτησες μεγάλε, τρέχατο – τόνιωσα, χίλια σαν να μου το φωνάζουν και μούρθε κατακέφαλα ένα αίμα, δυο ποτάμια.
Ρίχνω τα δέματα σε μια σακούλα σκουπιδιών, σφεντόνα τρέχω, στου καπετάνιου μέσα στα πόδια τα πετώ, κρύφτα φωνάζω, φουντάρισέτα χανόμαστε και τρέχω πίσω σίφουνας. Έχασκε ο σάκος, γυρνώ τριγύρω, πάω να σκεφτώ, πέφτει το μάτι μου στο χτεσινό το χώμα ταρπάζω με τη μια, το ρίχνω μέσα και τραβώ μ’ ορμή, πετάριζε η ψυχή μου, να βγει να πάει. Φίδια με ζώσανε κι οι Τελώνιδες πάνω στο τσάκ, είκοσι μπορεί περισσότεροι απ’ όλες τις γωνίες. Γέμισε ο ασύρματος γαλόνια κι ο αλουές απ’ όξω φίσκα, πιάσαν τα πόστα όλα – Χέστηκα εγώ, κακάρωσα.
Τόπαιζε ο Αλγερινός ρέμπελος, μα ήτανε χαφιές, μ’ έδωσε στους τελώνηδες εχτές, νύχτα στήσαν το σχέδιο, ήρθε τόβαλε μπρός μπουκάρησαν να πιάσουν τον Γιανκούλα. Τραβούσε η κάμερα.
Λεμόνι εγώ κι αυτοί να συνορίζουνε ποιος θα’μπει μεσ’ το πλάνο- Σκύβουν οι δυο ανοίγουνε αργά και ο φακός ζουμάρει, σκύψανε κι άλλοι τα μούτρα ξίνισαν,
γίνηκε ταραχή, τ’ αδειάσαν, σκίσανε κι άρχισαν κάτι Γαλλικά και λέγαν, λέγαν, λέγαν. Σπαθιά μου ρίχνανε ματιές να με λυγίσουν – Σκίσανε το σακί γιόμισε ο τόπος χώματα, ζουρλάντισαν και το σάκο του ρίχνουνε κλωτσίδι.
Πήραν να ψάχνουν ένα γύρω. Πήρα ανάσες, η πρώτη μπόρα πέρασε, έστεκα – Μ’ είχαν σε μια γωνιά, δεν ήξερα πιο κει πως παν τα πράγματα. Φέραν και τον καπετάνιο, μας είχαν τρεις κι οι άλλοι τους ξαμολυθήκανε να ψάχνουν – Γύρευα εγώ τα μάτια του να κλέψω μια ελπίδα μα οι τρεις, μας είχαν στα στενά. Περνούσε η ώρα. Κι ήτανε Κυριακή, έπεσ’ απάνω στο ρεπό. Το σχέδιο στήθηκε καλά, κι ήταν για μια στιγμούλα μοναχά, ίσα να τράβαγε η κάμερα ένα πλάνο –


Μπροστά ο αρχηγός ολόγιομος καμάρι, ξωπίσω εγώ σκυφτός με χειροπέδες κι ύστερα πιο πέρα εκεί, ένας σκασμός κόμπρες βασιλικές σαν στοιχισμένες που πιάνανε ολόκληρη πλατεία -
Είχαν ρεπό, το σχέδιο φίνο κι ήρθαν ξαρμάτωτοι χωρίς τα σένια τους, χωρίς σκυλιά και τέτοια, μονάχα για ένα ντου, ένα πλάνο και φύγαμε – Τώρα έγινε μπάχαλο κι εγώ αναθάρρησα, έφτασε μεσημέρι, αυτοί μπαφιάσανε κουραστήκαν, βρίσανε είπανε κι άλλα φύγανε. –
Πήραμε ανάσες, πέρασε λίγο κι αρχινήσαμε χορό μεγάλο κι είπε πως ας μην έκανε εκείνος τάματα προσευχές στη Παναγιά κι’ απέ θα’βλεπα εγώ – Κι είπα, πως ας μη ζητούσαν χώμα τα γεράνια κι’ απέ θα’ βλεπε εκείνος – Ας είναι.Τά’δωσε αυτός στο καμαρότο κι εκείνος τα καταχώνιασε στη ψύξη ανάμεσα στα μπούτια. – Περάσαν κι από κει. Ανοίξαν τη πορτάρα, μπουκάρησε μια πάχνη η Παναγιά τους τύφλωσε, δεν είδαν. Γι αυτό και κει απομείνανε και στ’ άλλα τα λιμάνια.
Τον Αλγερινό είχα κατά νου. Στα σίδερα να τον έχουν οι Τελώνηδες , να τον σουγκλούν και να τον βασανίζουν. Και κείνος να τους ορκίζεται πως όλα γίναν κατά το σχέδιο, τα μέτρησε τα χάιδεψε, τα’ βαλε μέσα στο σάκο που του δώσανε, τ’ άφησε εκεί τους σφύριξε τι άλλο; Και φάπ πέφτανε οι σφαλιάρες σύννεφο. Γελούσα εγώ!!! Ήρθαμε Ελλάδα τα κόψαμε στα δυο, τα’ φερα σπίτι μέσα στον ίδιο σάκο. Μοίρασα σ’ αδερφές, σε νύφες, σε φίλους και στη γειτονιά. Μείνανε μπόλικα –
Κάτι καΐκια που σκαρώνω τελευταία με γυαλόξυλα, βάζω από δαύτα για πανιά, να πιάσουν λίγο τόπο.
Μεζονέτα πήρα στη Καλαμαριά κι από γινάτι τον ένα τοίχο τον εγέμισα καΐκια να θυμούμαι εγώ μονάχα- Μιας και μου κόστισε τριάντα χρόνια παλευτιό μεσ’ τα πελάγη!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: