Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

«Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω» ( Πρώτο μέρος )

Πόσες ευθύνες δεν έχω γράψει αλήθεια μ’ αυτό το θέμα στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο! Αλλά και σεις που διαβάζετε πόσες δεν γράψατε! Πόσοι από σας δεν θα γίνονταν γιατροί και δικηγόροι –ακόμη κι αστροναύτες – και γίνατε, ότι μπορέσατε να γίνετε, τέλος πάντων…
Εγώ πάντως μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού είχα σχετικά σταθερούς στόχους όσον αφορά τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό. Κυμαινόμουνα ανάμεσα στο κλασικό δίλημμα όλων των τότε κοριτσιών: μοδίστρα ή κομμώτρια. Τη μια χρονιά, ονειρευόμουνα την ώρα και τη στιγμή που θα έπιανα ραφτική βελόνα στα χέρια μου και την άλλη καταστάλαζα στη χτένα και τα ρόλευ. Κάπου στην Πέμπτη Δημοτικού τα απαρνήθηκα όλα, δήλωσα δασκάλα κα ησύχασα.
Θα με ρωτήσετε, αγαπητοί μου, γιατί όλα αυτά. Τι θέλω και ξύνω πληγές, όπως λέει κι ο ποιητής: « Αχ, πούσαι νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουνα άλλος». Τα πράγματα είναι απλά. Γιατί θυμήθηκα τα παλιά καλά επαγγέλματα κι αυτούς που τα ασκούσαν στο χωριό με κέφι και μεράκι.
Ας αρχίσω με τη ραφτική τέχνη, μιας και τότε δεν υπήρχαν στα χωριά αυτό που σήμερα λέμε «έτοιμα ρούχα». Όλα ράβονταν στο χέρι, για άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα πρόχειρα ρούχα μας τα έραβαν οι μανάδες μας, αλλά για τα καλά υπήρχε ολόκληρη διαδικασία. Πρώτα διαλέγονταν το ύφασμα. Κάποιοι αποτολμούσαν να πάρουν τη βραδυκίνητη «χελώνα» της συγκοινωνίας και μετά από 6ωρο ταξίδι από τον παλιό δρόμο του Χολομώντα και αφού θα είχαν βγάλει τα σκώτια τους στο δρόμο κι ο εισπράκτορας θα πετούσε από το παράθυρο τα ξερατά τους με το ύφος γεμάτο περιφρόνηση, θα έφταναν επιτέλους στην πόλη για να αρχίσουν περιχαρείς τα ψώνια τους. Αυτό γινόταν κυρίως, πριν από το Πάσχα για να αγοραστούν τα άσπρα παπούτσια της Λαμπρής για τα παιδιά και τα κόκκινα βελούδινα φουστανάκια.
Κάποιοι τυχεροί μικροί – ανάμεσά τους και ο αδερφός μου – φορούσαν ναυτική στολή, ενώ κάποιοι άλλοι αρκούνταν στη χακί στολή του απλού στρατιώτη σε στυλ σαφάρι. Άλλο ναύτης του Αιγαίου κι άλλο κυνηγός… Αλλά κι εμείς ζηλεύαμε τις τυχερές μικρές που την Κυριακή έβγαιναν στη βόλτα με άσπρο λούτρ παλτό και καπέλο στο κεφάλι. Τέτοιο καπέλο δεν έβαλα, με πρόλαβαν, βλέπεις, οι περιστάσεις.
Αλλ’ ας ξαναγυρίσουμε πίσω. Το ύφασμα παραδίδονταν επισήμως στη μοδίστρα, αφού βέβαια είχε προηγηθεί βαθιά περισυλλογή για την επιλογή της μοδίστρας και ατελεύτητες συζητήσεις του τύπου:
-Σ’ αυτή θα πας, που ούτε σουρφιλέ δεν ξέρει να κάνει σωστό; Που όταν πας να σηκώσεις το χέρι, σκίζεται το μανίκι;
Κάποτε η μεγάλη απόφαση παίρνονταν και η μοδίστρα που είχε επιλεγεί έπαιρνε το ύφασμα και άφηνε συγκινημένη στα χέρια της πελάτισσας ένα βαρύτιμο βιβλίο, το φιγουρίνι. Τεράστιο, χιλιοξεφυλλισμένο με φωτογραφίες κομψότατων παριζιάνικων μοντέλων να φιγουράρουν σε κάθε σελίδα. Τώρα, αν η πελάτισσα έμοιαζε με βαρέλι κρασιού, ποσώς την επηρέαζε. Την ώρα που αγωνιωδώς φυλλομετρούσε για το σχέδιο του φουστανιού, ταυτίζονταν με το ωραίο μοντέλο.
Μέχρι εδώ καλά, από δω και πέρα αρχινούσαν τα δύσκολα. Να κοπεί σωστά το σχέδιο και να προσαρμοστεί σε ένα σώμα με πολλά μειονεκτήματα. Στην Πρώτη πρόβα υπήρχε κάποια κατανόηση, αρχή ήταν ακόμα. Ας τσιμπούσε – από το άγχος της σίγουρα- η μοδίστρα με τις καρφίτσες, όσο ήθελε. Στη Δεύτερη και Τρίτη πρόβα τα πράγματα σοβάρευαν. Ξεσπούσαν κρίσεις, που έφταναν και σε δάκρυα. Ωραία όλα στο χαρτί, ωραίο και το μοντέλο, αλλά στο παχουλό σώμα της νοικοκυράς οι πένσες δεν συμμάζευαν, τα ασυμμάζευτα. Ο ποδόγυρος της κλος φούστας έγερνε σαν τον πύργο της Πίζας… Ούτε οι σκεμπέδες των μερακλήδων άφηναν μεγάλα περιθώρια στο ράφτη.
Πριν απ’ τις μεγάλες γιορτές οι ράφτες και οι μοδίστρες αγωνίζονταν με νυχτέρια, μαζί με τους μαθητευόμενους, να προλάβουν να ντύσουν τον κόσμο. Ούτε γιορτή καταλάβαιναν ούτε σχόλη.
Δίπλα στο σπίτι μου, από την πάνω μεριά, έραβε ο πολύ αγαπητός μας γείτονας, ο Κώστας ο Ράπτης όνομα και πράγμα, μαζί με τη γυναίκα του, την κυρά – Δέσποινα, που χάθηκε πάνω στην ακμή του τόσο άδοξα. Το ραφείο τους υποδειγματικό.
Από την κάτω μεριά ήταν το σπίτι της πιο έμπειρης μοδίστρας, της Ντίνας Ματζώνα, καλή της ώρα. Με πόση λαχτάρα περιμέναμε τα κουρελάκια που έπεφταν, καθώς η μάνα της, η κυρα – Σοφία, τίναζε τις κουρελούδες. Κάθε πρωί στεκόμασταν και περιμέναμε, το τίναγμα για να κάνουμε ρουχαλάκια στις κούκλες μας.
-Ρίξε, Ντίνα πάλι, κανένα κουρελάκι, μπας και ξαναγίνουμε παιδιά…

Η Καρβουνοσκαλίτισσα

Δεν υπάρχουν σχόλια: