Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

-Παίξε, Λάλο, το κλαρίνο σου, να πιαστούν κι οι πεθαμένοι στο χωρό…

Ο τόπος σε ζυμώνει με τον πιο δυνατό τρόπο. Σπυριά σιτάρι στις μυλόπετρες του χρόνου οι ψυχές μας, διαμορφώθηκαν στον όμορφο αυτό τόπο με τις χαρές και τις λύπες, που μας έδεσαν αξεδιάλυτα. Οι λύπες μας ένωσαν πιότερο απ’ τις χαρές. Αλλά τα χαρούμενα επιζητά πάντοτε ο άνθρωπος, και με το δίκιο του.
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, μαζί τις χαρούμενες στιγμές που γευόμασταν παλιά. Και αρχίζω από τις ονομαστικές γιορτές. Όποιος γιόρταζε, περίμενε να τον επισκεφθούν οι φίλοι και να του ευχηθούν τα «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ», αλλά δώρο δεν περίμενε. Τα χρόνια δύσκολα κι οι επισκέψεις των φίλων, πολλές. Η νοικοκυρά, ντυμένη με μακριά ρόμπα από τσόχα, πράσινη ή βυσσινή και πασούμια βελούδινα στα πόδια, σέρβιρε πρώτα το λικέρ, τριαντάφυλλο ή μέντα. Μετά σειρά είχε ο παραδοσιακός χειροποίητος κουραμπιές ή το κέικ, κομμένο σε μπακλαβοκόμματο, μιας κι η ζύμη ψηνόταν σε μεγάλο ταψί κι όχι σε φόρμα.
Τα βράδια της Κυριακής μετά τη βόλτα, ο χορός στο κιόσκι μπροστά από την παλιά Λέσχη. Η στρογγυλή τσιμεντένια πίστα περίμενε τους ακούραστους χορευτές, που υπό τους ήχους της μουσικής στροβιλίζονταν σε ένα ερωτικό ταγκό ή βαλς. Θυμάμαι τα νεαρά τότε ζευγάρια να χορεύουν κι εμείς τα παιδιά να θαυμάζουμε τις φιγούρες τους και να παρακαλούμε να μεγαλώσουμε μια ώρα αρχύτερα για να ακολουθήσουμε τα βήματά τους. Όταν όμως μεγαλώσαμε, αυτά όλα είχαν περάσει ανεπιστρεπτί κι εμείς ξεπατωνόμασταν στους ρυθμούς των Beatles και των Roling Stones. Ήμασταν, βλέπεις, η επόμενη γενιά…
Νάμαστε και έξω από την Αγία Βαρβάρα όλη η μαρίδα, να περιμένουμε να ακούσουμε το όνομα του παιδιού με τη μεγαλύτερη αγωνία. Ακάλεστοι και καλεσμένοι όλοι, χωρίς πρόσκληση. Αυτόκλητοι θεατές, αλλά και μεγάλοι παραδόπιστοι. Να πει ο νουνός στον παπά το όνομα του παιδιού κι ύστερα να βγει να πετάξει φούχτες τα νομίσματα πάνω από τα κεφάλια μας. Κι αμέσως ν’ αρχίσει η λυσσαλέα πάλη αναμεταξύ μας, για μισή και μια δραχμή. Όποιος έπιανε δίφραγκο, προκαλούσε μεγάλο φθόνο. «Όστις πρόλαβε, τον Κύριον οίδε».
Και μετά ξέφρενο τρέξιμο μέχρι το σπίτι, όπου η μάνα περίμενε στα σκαλιά να μάθει το όνομα του παιδιού της, γιατί γινόταν κι αυτά, άλλο όνομα αποφασιζόταν κι άλλο έβγαινε την τελευταία στιγμή. Ας όψεται … ο ανάδοχος. Πόσοι από μας δεν άλλαξαν όνομα την τελευταία στιγμή, με απρόβλεπτες συνέπειες για την οικογενειακή γαλήνη! Πόσοι γάμοι δεν έφτασαν στο μη περαιτέρω μετά από μια τέτοια απότομη αλλαγή ονομασίας, που από Κατίνα το μωρό έβγαινε Μαρίκα… Τότε η μάνα που περίμενε στην πόρτα μάθαινε, επιτέλους το όνομα απ’ αυτόν που έβαζε φτερά στα πόδια και έφτανε πρώτος. Αυτός έπαιρνε το τάληρο!!!
Κι ερχόμαστε στην τελετή των τελετών, το γάμο. Η ύψιστη χαρά και το ξεφάντωμα του χωριού. Οι μισοί στο σπίτι της νύφης κι οι άλλοι στου γαμπρού. Οι φίλες να ντύνουν την κοπέλα, να χορεύουν και να τραγουδούν:
Ωραία ειν’ η νύφη μας
ωραία τα προικιά της,
ωραία κι η παρέα της,
που κάνει τη χαρά της.
Οι χρυσές τρέσες στα μαλλιά της νύφης και των κοριτσιών γυαλίζουν κι η χαρά ξεχειλίζει. Τα παλικάρια ξυρίζουν και ντύνουν το γαμπρό κι έρχονται να πάρουν τη νύφη με τη «ζυγιά». Τον ξακουστό Λάλο με το κλαρίνο του κι ένα βιολιστή στο πλάι του. Τα όργανα πάνε μπροστά κι ακολουθεί ο γαμπρός με τον παράνυμφο και τον κουμπάρο. Φτάνουν στην πόρτα της νύφης, αλλά εκείνη μένει κλεισστή.
-Τάξε, τάξε, φωνάζουν τα κορίτσια από μέσα.
Εκείνος τάζει, αλλά πάλι η πόρτα δεν ανοίγει. Τότε οι φίλοι του γαμπρού δίνουν μια και βγάζουν την πόρτα ή τη σπάνε. « Η πόλις εάλω». Η νύφη χαιρετάει με δάκρυα τη μάνα της, σα να φεύγει για τα ξένα κι ακολουθεί το πεπρωμένο της η παράνυμφη της συμπαραστέκεται. Τώρα ο Λάλος το γυρίζει στο:
Σήμερα λάμπει ο ουρανός
σήμερα λάμπει η μέρα
σήμερα στεφανώνεται
αϊτός την περιστέρα.
Και μ’ αυτό το τραγούδι θα φτάσουν μέχρι τα σκαλιά της εκκλησίας. Μετά το μυστήριο γλέντι μέχρι πρωίας στο σπίτι και χορός στην αυλή, ακόμη και στο δρόμο. Τα πνευμόνια του Λάλου αποκάμνουν. Καιρός για τόνωση: κολλά στο μέτωπο. Τότε εκείνος χτυπάει κορώνα:
Ένα Σαββάτο, βράδυ, καλέ Μαρία,
μια Κυριακή πρωί,
επήρα την απόφαση, Μαρία,
για να σε παντρευτώ.
-Παίξε, Λάλο, το κλαρίνο σου, να πιαστούν κι οι πεθαμένοι στο χορό…

Η Καρβουνοσκαλίτισσα

Δεν υπάρχουν σχόλια: