Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

Το αίτημα …!

Μέσα στον κύκλο της επαγγελματικής μου ζωής, εντάσσεται κι αυτό το περιστατικό, που μου έκανε αλγεινή εντύπωση και γι’ αυτόν τον λόγο, θα προσπαθήσω να το περιγράψω, όσο πιο λεπτομερειακά μου επιτρέπει ο … υπολογιστής μου:
Είχα μια θεία, θεός σχωρέστην, αδελφή του πατέρα μου Μανώλη, την Άρτεμη.
Ζωντοχήρα, χωρίς παιδιά, ζούσε ύστερα από το θάνατο του αδελφού της και θείου μου Ερμοκράτη, με την κόρη του Μαριάνθη το… σκύλο της και τη γάτα της, απαραίτητο συμπλήρωμα οικογενειακής ευτυχίας και γαλήνης. Όσο για το χαρακτήρα της: Μμμ… μεθοδική, με επιφανειακή ευγενική συμπεριφορά, σύμφωνα με τα πρότυπα της υψηλής κοινωνίας του savoir vivre, υπολογίστρια, σφικτοχέρα, προσεκτική στο ντύσιμο της, πάντα στα μαύρα ντυμένη γι’ αυτό πήρε άλλωστε και τον τίτλο της «χήρας» και …ένθερμη οπαδός του συντηρητισμού.
Ήταν ιδιοκτήτρια στο ήμισυ ενός λεωφορείου των αστικών γραμμών Καβάλας και στο άλλο μισό, ιδιοκτήτης ο Νίκος, ο αδελφός μου. Τώρα το πώς κατάφερε αυτή να βρεθεί έχουσα το μισό μερίδιο αυτού του οχήματος, δικό της είναι …αλλού παπά ευαγγέλιο.

Στην πραγματικότητα εγώ ήμουν… ελέω Θεού, ο αληθινός ιδιοκτήτης, ως νόμιμος κληρονόμος. Δηλαδή, το ήμισυ του ενός αδελφού και το άλλο μισό του άλλου αδελφού.
Τέλος πάντων.
Η κίνηση των λεωφορείων ήταν σε δύο βάρδιες. Μία άρχιζε από το πρωί, έως τις δύο η ώρα «μετά μεσημβριάν» και η άλλη συνέχιζε μετά από αυτήν την ώρα και τελείωνε αργά μέχρι της μία μετά τα μεσάνυχτα.
Είμαστε δύο «ζεύγη», ένας οδηγός και ένας εισπράκτορας. Εγώ οδηγός με τον Αντωνάκη τον εισπράκτορα (καλό παιδί, που ζούσε στην εφηβική του ηλικία), αποτελούσαμε το ένα, έχοντας τη μία βάρδια, ενώ το άλλο ζευγάρι την άλλη.

Κάθε εβδομάδα, αλλάζαμε. Πότε η μία πρωινή και πότε η άλλη βραδινή βάρδια. Κατά τη διάρκεια της δουλειάς του Αντωνάκη, (να ευλογήσουμε και τα γένια μας λιγάκι),συλλάμβανε το αυτί του, να συνομιλούν μεταξύ τους οι επιβάτες και να λένε πολύ κολακευτικά λόγια, για το οδήγημά μου και να είναι πολύ ευχαριστημένοι για την ήπια και προσεχτική οδήγησή μου.
Ξέρεις Αντωνάκη, έλεγαν. Ο οδηγός σου οδηγεί πολύ προσεχτικά, χωρίς κραδασμούς και απότομα ξεκινήματα και φρεναρίσματα.
-Ναι. Έτσι είναι, έλεγε αυτός. Υπολογίζει τους επιβάτες ως ανθρώπους και όχι σαν …σακιά με πατάτες.
Αυτά μου μετέφερε ο Αντωνάκης από τους επιβάτες.
Οφείλω όμως να σας πω, ότι το σύστημα της είσπραξης των εισιτηρίων, δεν ήταν όπως το σημερινό, που αγοράζουμε τα εισιτήρια από διάφορα περίπτερα ή τα διαθέτουν με ειδικά

μηχανήματα μέσα στα λεωφορεία ή στις αφετηρίες αλλά προχωρούσε ο εισπράκτορας στο διάδρομο του λεωφορείου μοιράζοντας τα εισιτήρια σε κάθε επιβάτη και εισπράττοντας το αντίτιμο κατά την κίνηση – διαδρομή του οχήματος.
Έτσι κυλούσε η ζωή καθημερινά σύμφωνα με το πρόγραμμα της δουλειάς, οπότε κάποια μέρα ο Αντωνάκης, που ήταν το στήριγμα της οικογένειας του –ορφανός από πατέρα, συντηρούσε και ζούσε με το μισθό του αυτός και η μητέρα του – μου λέει:
-Ξέρεις κάτι κυρ – Ζόσεφ; (έτσι με φωνάζανε).
-Όχι δεν ξέρω, απάντησα.
-Να μωρέ, δουλεύω τόσο καιρό και αύξηση ακόμη δεν μου έδωσε! Λέω να της το πω. Να ζητήσω αύξηση. Όπως βλέπεις και συ, δύσκολα τα χρόνια. Τα είδη διατροφής και ρουχισμού, όλο και παίρνουν τον ανήφορο. Δεν τα βγάζουμε πέρα.
Μμ! Δεν νομίζω ότι μπορείς να το πετύχεις, γιατί ξέρω τη θεία μου, τι σπαγκοραμμένη είναι. Αλλά δεν χάνεις και τίποτα να δοκιμάσεις.
Μια μέρα λοιπόν τω ημερών, έτυχε να βρίσκεται στην «πιάτσα» η …χήρα, η θεία Άρτεμις. Είχε συμμετάσχει σε μία συνεδρίαση που είχαν οι μέτοχοι της επιχείρησης και έβγαινε από το γραφείο εκείνη τη στιγμή. Την «τρακάρει» ο Αντωνάκης:-Καλημέρα κυρία Άρτεμις.
-Καλημέρα παιδί μου, είπε εκείνη. Θέλεις κάτι;
Εγώ άκουγα δύο βήματα πιο πέρα.
-Μάλιστα.
-Τι πράγμα;
-Να δηλαδή! Είπε κάπως διστακτικά και συνεσταλμένα.
-Δηλαδή τι; Περί τίνος πρόκειται;
-Κυρία Άρτεμις, θα ήθελα να σας μιλήσω για ένα σοβαρό ζήτημα (αποφεύγοντας να μιλήσει για το κύριο θέμα, εκείνη την ώρα ευθέως) που με αφορά, αλλά αυτό δεν λέγεται εδώ στο δρόμο. Να έλθω στο σπίτι σας;
-Καλά, αφού επιμένεις, αύριο θα σε περιμένω.
Την άλλη μέρα, που είχαν συμφωνήσει και την ώρα, πήγε ο Αντωνάκης στο σπίτι της θείας μου…
Όταν τον συνάντησα μετά δύο μέρες, γιατί την προηγουμένη είχαμε εβδομαδιαίο ρεπό, τον ρωτάω:
-Τι έγινε φιλαράκο; Πήρες αύξηση;
-Άστα που να στα λέω!
-Για λέγε – για λέγε! Ενδιαφέρουμε να μάθω, είπα.
-Αντιμετώπισα πλήρη άρνηση. Όχι μόνο δεν μου έδωσε αύξηση, αλλά απείλησε ότι θα με διώξει κι από πάνω! Να στα πω με το νι και με το σίγμα, είπε ο Αντωνάκης.
Άκου να δεις: Οπλισμένος με αυτοπεποίθηση και θάρρος εγώ, πιστεύοντας ότι το αίτημα μου για αύξηση, που ήταν σωστό και δίκαιο θα εύρισκε θετική ανταπόκριση, πήγα στο σπίτι το πρωί, κατά τις έντεκα η ώρα, χτυπάω το κουδούνι της αυλόπορτας και περιμένω να βγει το αφεντικό να μου ανοίξει. Περίμενα δύο ή τρία λεπτά της ώρας και βγαίνει με μία μακριά σκούρα ρόμπα. Μ’ ανοίγει.
-Καλημέρα κυρία Άρτεμις.
-Καλημέρα παιδί μου. Πέρασε μέσα.
Περάσαμε μέσα στο καθιστικό, καθίσαμε vis a vis κι απεναντίας και ρώτησε:
-Τι είναι αυτό το σοβαρό που θέλεις να μου πεις, είπε περίεργη!
Πριν όμως της σκάσω το παραμύθι άρχισα μία… προκαταρκτική ενημέρωση, ότι δηλαδή σήμερα τα είδη διατροφής και ρουχισμού έχουν πάρει τα… ύψη και άλλα πολλά. Συνέχισα λέγοντας ότι:
-Θα πρέπει να είστε πολύ ευχαριστημένη από τη δουλειά μου, ακόμη δε ως προς την καθαριότητα και συντήρηση του λεωφορείου, όταν κάθε εβδομάδα έχουμε ρεπό.
-Λοιπόν λέγε! Σ’ ακούω;
_Να κυρία Άρτεμις, είπα με θάρρος, θα ήθελα να μου κάνετε μια μικρή αύξηση.
-Τι είπες; Πετάχτηκε σαν ελατήριο έξαλλη εκείνη!
-Ζητάς αύξηση;
-Μάλιστα!
-Τι κουμουνιστικά λόγια είναι αυτά που λες:
-Κουμουνιστικά λόγια είναι όταν ζητάω αύξηση; Απάντησα!
-Ναι. Και άλλη φορά μην ξανακούσω τέτοια πράγματα, γιατί την απόλυση σου την έχεις στο…τσεπάκι σου. Κατάλαβες; Ξέρεις πόσοι καιροφυλακτούν για να πάρουν τη θέση σου; ε;
-Απορημένος εγώ δεν περίμενα τόση απότομη και ξαφνική αντίδραση! Τρομοκρατήθηκα. Μου πέρασε σαν εφιάλτης η απειλούμενη απόλυσή μου και οι συνέπειες της, γιατί οι δουλειές ήταν δυσεύρετες (δύσκολα χρόνια), μου πέρασε σαν κινηματογραφική ταινία η ανεργία και οι οικογενειακές συνέπειες και ψέλλισα:
-Καλά κυρία Άρτεμις, δεν πειράζει! Να’στε καλά! Έβαλα την… ουρά στα σκέλια, χαιρέτησα και έφυγα πικραμένος.
-Εγώ σε προειδοποίησα. Εσύ όμως επέμενες, αποκρίθηκα εγώ.
Τώρα, τι άλλο να προσθέσω! Το αφήνω στην κρίση σας.



Ιωσήφ Εμμ. Φραντζεσκάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: