Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ

Η μαρμαρωμένη Ανυφάντρα
Μέρος Τρίτο

… Μόνο η Στρατονίκη, η όμορφη Αρχόντισσα δεν κοιμήθηκε ούτε γύρισε στο παλάτι της.
Αφού είδε το στράτευμα να χάνεται στο βάθος του δρόμου και το λοφίο της περικεφαλαίας του Αρχηγού της στρατιάς να ξεμακραίνει, έκανε τελετουργικά έθιμα ρίχνοντας γάργαρο νερό πηγής με ασημένιο κανάτι στο διάβα τους για ΚΑΛΟ ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ. Έρανε με φύλλα οξιάς το μονοπάτι, δείγμα ελπίδας και προσμονής και πρόσφερε θυσία στους θεούς.
Μετά ζήτησε από τις πιστές της ακόλουθες να μεταφέρουν τον αργαλειό της σε μια παλιά στοά εκεί δίπλα, που τα σωθικά της είχαν αδειάσει από μολύβι, χρυσό κι ασήμι. Κι η μάνα γη για να γιατρέψει τις πληγές της έσταζε τα δάκρυά της σε σταλακτίτες και σταλαγμίτες και κείνες οι σταγόνες, χρόνο με το χρόνο, στόλιζαν τη σπηλιά με περίσσια χάρη και υπομονή. Ένα μικρό άνοιγμα στο βράχο έβλεπε τον κόλπο του χωριού από ψηλά. Από κει τρύπωνε το φως του φεγγαριού και στραφτάλιζε πάνω στους σταλακτίτες και εισχωρούσε ο ήλιος τη μέρα.
Η Στρατονίκη κάθισε στον αργαλειό μαρμαρωμένη από τον πόνο, με ένα προαίσθημα ισχυρό και δυσάρεστο. Άραγε θα ξανάβλεπε ποτέ ζωντανό το φερέλπιδα νέο άνδρα τον Ανίκητο και Αθάνατο κατά τους χρησμούς;
Κρέμασε στον αργαλειό της το μεταλλικό νόμισμα με τη μορφή του για να της θυμίζει την παρουσία του. Ο χρόνος της αναμονής θα ήταν μακρύς. Τα μηνύματα θα ερχόταν από τις φρυκτωρίες, αλλά και το πέταγμα των πουλιών θα της έδινε σημάδια.
Έπιασε με τα κρινοδάχτυλά της το χτένι. Τα πόδια της πάτησαν τις πατήθρες. Το στημόνι, το αντί και τα μυτάρια, όλα σωστά αλφαδιασμένα. Οι κοπέλες της περιοχής ήταν ονομαστές ανυφάντρες, τα σχέδια από τόπο σε τόπο ξεχωριστά, άλλα της Άρνης, άλλα των Σταγείρων, άλλα της Ακάνθου. Αντάλλασαν μυστικά για το βάψιμο, το γνέσιμο, το διάσιμο. Οι βαφές ανεξίτηλες από αποξηραμένα φύλλα καρυδιάς, ρίζα αγριολάπαθου, φύλλα μουριάς για να δώσουν αποχρώσεις, από το βαθύ μπλε της θάλασσας μέχρι το γλυκό κόκκινο του κρασιού και το κίτρινο της ώχρας.
Οι σαΐτες γεμάτες με νήμα, το σχέδιο μετρητό να προχωράει χτύπο με χτύπο, πέρασμα της σαΐτας από δεξιά στ’ αριστερά, πατήθρες, χτύπημα με το χτένι, αλλαγή.
-Τάκου, τάκου. –Τάκου, τάκου!
Οι ακόλουθες ακάματες, να περιμένουν να προχωρήσει το υφαντό κι ύστερα να λύνουν τη σιδερένια βέργα που το κρατούσε τεντωμένο και να ξανασφίγγουν τη δέστρα και το αυτί, να κρατάει το υφαντό γερά τσιτωμένο.
Το βλέμμα της Στρατονίκης, θες από ένστικτο, θες από λαχτάρα στρεφόταν προς τη θάλασσα, προς τα νησάκια, τις Ελευθερίδες, που σαν φρουροί στο έμπα του κόλπου καλωσορίζουν πρόθυμα τα κοπάδια των ψαριών, που κάθε τέτοια εποχή έρχονταν από τον Ελλήσποντο ν’ αφήσουν εδώ τα αυγά τους, στα απάνεμα νερά: τονάκια, παλαμίδες, ορκίνια.
Κάθε τόσο έβγαινε στην έξοδο της σπηλιάς να γευτεί τη γλύκα του καλοκαιρινού απογεύματος. Τότε έτρεχαν οι αυλικές της να τη γλυκάνουν και να την ξεκουράσουν. Πότε με γλυκά σύκα από το ακροθαλάσσι, πότε με κούμαρα από τα Ασπραχώματα, πότε με σουσουρίσιο μέλι από τη Άρνη και γλυκό κρασί από την Άκανθο. Τα εδέσματα θαλασσινά σε μεγάλη ποικιλία, μύδια, πεταλίδες, καλόγνωμες και χταποδάκια.
-Να σε λούσουμε, κυρά της έλεγε η Θάλεια και εκείνη άφηναν στα χέρια τους να της πάρουν τον ιδρώτα και να την αλείψουν με αρωματικό λάδι. Να της τρίψουν τα χεράκια που αγκυλώθηκαν στο χτένι και τα ποδαράκια της, που κόλλησαν στις πατήθρες…
-Μη μας πάθεις τίποτα, αρχόντισσα Στρατονίκη. Όλες μαζί θα περιμένουμε το βασιλιά Αλέξανδρο, νικητή. Εμείς θα έχουμε το νου μας και τα αυτιά μας τεντωμένα, μήπως σημάνουν τα τύμπανα του στρατοπέδου κάτω και μηνύσουν τον ερχομό του.
Η Στρατονίκη φρεσκολουσμένη ξαπλώνει στο ανάκλιντρο. Στο δεξί της χέρι φορά το νόμισμα του Αλεξάνδρου, δαχτυλίδι και σφραγίδα. Στο αριστερό χέρι άλλο δαχτυλίδι από αιματίτη, που σταματάει το αίμα.
Έτσι περνούσε ο χρόνος, μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο.

Αυτή ήταν η Στρατονίκη, που γι’ αυτή μιλούσαν οι σεβάσμιες γερόντισσες του τόπου κι έλεγαν πως άκουγαν τον αργαλειό της, γιατί κι αυτές ήξεραν καλά την τέχνη της υφαντικής. Την άκουγαν ν’ αναστενάζει, να κλαίει και να μοιρολογάει τον αδερφό, που δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Την καταλάβαιναν, γιατί κι αυτές εύρισκαν ανακούφιση στου αργαλειού τον ίσκιο, όταν καρτερούσαν αδερφό, άντρα, παιδί, όπως εκείνη καρτερούσε τον Αλέξανδρο, το βασιλιά της Μακεδονίας.
Και τα χρόνια πέρασαν κι «ήρθανε χρόνια δίσεχτα και μήνες ορισμένοι», που λέει κι ο ποιητής, κι η Στρατονίκη μαρμάρωσε πάνω στον αργαλειό της κι εκείνος χτυπούσε μόνος του, σα στοιχειωμένος, πότε από τον αέρα της θάλασσας, τον Ευρωνότο και πότε από το Βοριά.
-Τάκου, τάκου. –Τάκου, τάκου!
Κι οι αράχνες έπλεξαν ιστούς περίτεχνους και έκλεισαν το στόμιο της σπηλιάς. Πράσινα κλαδιά αγράμπελης, αγριοσυκιάς και κουμαριάς, έπλεξαν τα κλαδιά τους και το σφράγισαν…
Δύσκολο και για μένα το ταξίδι του γυρισμού στην πραγματικότητα κι ας προσπαθώ με τον τρόπο μου να σας παρασύρω κι εσάς. Δεν είναι εύκολα πάντοτε τα μονοπάτια της θύμησης, γι’ αυτό προσπαθώ να βρίσκω το δρόμο μου από νεροφαγώματα και περάσματα κατσικιών στη δύσβατη αυτή περιοχή της Βόρειας Χαλκιδικής.
Θα σας καλέσω όμως ξανά να με συντροφέψετε στην επόμενη αναπόλησή μου. Τώρα μας καλεί η κυρά της θάλασσας, η άλλη αδερφή του Μεγαλέξανδρου, η Γοργόνα!


Η Παραμυθομαζώχτρα
κατά κόσμον Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: