Ο Αργαλειός της Στρατονίκης
Πρώτο Μέρος
Της Ραλλιώς Στυλιανίδου - Μπαδέμα
Πρόλογος:
Ελάτε μαζί μου να σας οδηγήσω μέσα από υπόγειες στοές μεταλλείων, αρχαίες σκουριές, φλέβες από ασήμι και χρυσάφι, στο λαβύρινθο που κρύβεται κάτω από τις οροσειρές του Αργυρόλοφου και του Ίσβορου, και … αφού βγούμε στην επιφάνεια, προσεκτικά, να μην χαλάσουμε τον Ιστό της Αράχνης της πρώτης Ανυφάντρας, θα σας διηγηθώ την παιδική μου ανάμνηση…
-Γονατίστε και βάλτε προσεκτικά το αυτάκι σας στο χώμα, ακούστε προσεκτικά και πείτε μου τι ακούτε, πρόσταξε με χαμηλή φωνή η μάνα μας…
Βρισκόμασταν στον μικρό Άγιο Νικόλα, το παρεκκλήσι, και πηγαίναμε, με τα πόδια παρακαλώ, στον Άγιο Νικόλα του Βουνού, ψηλότερα.
Ήταν το ‘58 με ‘59… Ο Εναέριος με τα βαγονάκια του στις δόξες του και κάτω στο Πόρτο τα φορτηγά βαπόρια περίμεναν να φορτώσουν.
-Όχι τα φουρνέλα, επέμεινε η μάνα, ούτε τα τριξίματα από τα βίντσια και τα βαγόνια, άλλο ήχο, όπως χτυπάμε τα χτένια στον αργαλειό να ακούσετε … αλλά να έρχεται απ’ τη γη, την κούφια γη, τη φαγωμένη… Ένα τάκου – τάκου, έτσι είπανε τότε και στη Μητέρα, (πάντα έτσι έλεγε η μάνα μου τη δική της … Μητέρα!) οι ντόπιες γυναίκες της Στρατονίκης, παλιά πολύ παλιά, ότι ακούς μια γυναίκα να υφαίνει, εκεί κάτω στα έγκατα της γης και το πίστευαν και μείς να το πούμε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας..
Γέμισαν απορία τα μάτια μας!!! Της μικρής μου αδερφής έγιναν μεγαλύτερα, ένα με τον ουρανό και την θάλασσα, έπεφτε και μια σκιά από το πράσινο της κουμαριάς, μέσα τους και γω τα κοιτούσα κι η φαντασία μου κάλπαζε…
Ονειροπαρμένη καθώς ήμουν, ταξίδεψα πίσω στο χρόνο, δυο χιλιετίες και τρακόσια τόσα χρόνια και προσπάθησα να δώσω σχήμα και νόημα στο πρωτάκουστο μήνυμα…
-Όχι τα φουρνέλα, επέμεινε η μάνα, ούτε τα τριξίματα από τα βίντσια και τα βαγόνια, άλλο ήχο, όπως χτυπάμε τα χτένια στον αργαλειό, Η Στρατονίκη, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου, άκουγα τη φωνή της μάνας σαν αχό, υφαίνει για τον αδερφό της, χιτώνα χρυσοποίκιλτο, και γω έβλεπα μπροστά μου, την Αρχοντοπούλα. Όμορφη, με το χιτώνα της δεμένο με πόρπες, εσθήτα να την προστατεύει από την αύρα της θάλασσας, καθιστή στον αργαλειό της. Τα μαλλιά της, χωρίστρα στη μέση, πλεξούδες δεμένες γύρω από το κεφαλάκι της, ενώτια στα κοχυλένια αυτάκια της, περιδέραιο βαρύτιμο στο λαιμό, με σύμβολα μακεδονικά που έδειχναν την ευγενική της καταγωγή… Κι ο αργαλειός δεμένος με καστανιά από τα γύρω μέρη, νήματα από τα κοπάδια της περιοχής, το αντί να κρατάει γερά, στιμόνι με υφάδι, πατήθρες, μυτάρια, χτένια, σαΐτες μαλαματένιες, μασουρίχτρες, γεμάτες αραχνοΰφαντα νήματα.
Αλήθεια μέχρι χτες ακόμα, οι γυναίκες έντυναν τους δικούς τους με ρούχα υφαντά, τις εστίες τους με στρωσίδια μάλλινα και τους σκέπαζαν τις κρύες νύχτες του χειμώνα με απανοσκεπάσματα.
Η μοίρα της γυναίκας διαχρονικά να μένει πίσω, να περιμένει στωικά και νάχει συντροφιά του αργαλειού τον Ίσκιο.
Δεν άφησε τις ακόλουθές της η Στρατονίκη, ήθελε ή ίδια να υφαίνει και να προσφέρει σαν δώρο, στον ανήσυχο νέο, που κρατούσαν απ’ τον ίδιο πατέρα τον Φίλιππο Εκείνος όμως είχε άλλη μητέρα, την Ολυμπιάδα, από την Ηπειρώτικη γενιά των Μολοσσών, Ιέρεια των Καβήρείων μυστηρίων, που ο Δίας σαν φίδι κατέβαινε και την συντρόφευε δίνοντας θεϊκή υπόσταση, στη γήινη τη φθαρτή του μορφή, κι ένα μυστήριο να πλανιέται γύρω του.
Σώμα κοινού θνητού, ψυχή αθάνατη, πνεύμα καλλιεργημένο από σοφό δάσκαλο, τον Αριστοτέλη!
Κι όταν τελείωσε τον πρώτο χιτώνα, τον έπλυνε στο ποτάμι, τον άπλωσε να στεγνώσει στα χαμόδεντρα και περίμενε τον ερχομό του…
Και πλησίασε ο καιρός που θα περνούσε το εκστρατευτικό σώμα των Μακεδόνων με το Στρατηλάτη του, πηγαίνοντας για τη μακρινή Ασία…
Η Στρατονίκεια ήταν η πόλη της και οι στρατώνες ετοιμάζονταν να ξεκουράσουν το επίλεκτο σώμα των Μακεδόνων με τον εντυπωσιακό καβαλλάρη, πάνω στο περίφημο άτι του, το Βουκεφάλα…
-Νύχτωσε, με επανέφερε η φωνή της μάνας, πρέπει να κατεβούμε στο Στρατώνι, το χρέος μας στον Άγιο το κάναμε…
Κι εγώ σα βγήκα από λήθαργο, προσπάθησα να βρω το βήμα μου με τους συνοδοιπόρους…
Κάτω στον κόλπο της Ακάνθου η θάλασσα άλλαζε χρώμα, δελφίνια ακολουθούσαν τα βαπόρια, αλλά κι η άλλη αδερφή η Γοργόνα ίσως να ταξίδευε κι Αυτή προς τα δικά μας νερά, ποιος ξέρει; … Θα σας τα διηγηθώ μια άλλη φορά, γιατί ο δρόμος είναι κατηφορικός έχει πέτρες σκληρές, μαγκανέζια τις λένε οι παλιοί, κι αυτή η ιστορία πρέπει να εξαπλωθεί και στις νεότερες γενιές, τα βλαστάρια των Μαντεμοχωρίων, όπως από στόμα σε στόμα, ψιθυριστά, σχεδόν με δέος, να μιλάνε και τα μάτια μαζί και το σώμα να κάνει κινήσεις ανάλογες το πέρασαν σαν παραμύθι οι παλαιότερες γυναίκες της Στρατονίκης σήμερα, Στρατονίκειας τότε.
Υ.Γ. Το αφιερώνω στη νεογέννητη εγγονούλα μου, μαζί με τη συνέχεια που ετοιμάζω για τον Αλέξανδρο και τη Γοργόνα, εγώ η ταπεινή Μυθοπλάστρα με την ελπίδα να ζωντανέψει ξανά ο τοπικός αυτός θρύλος!
Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου