Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Κώστας Καρυωτάκης

Της Δέσποινας Συλιανίδου- Φιλολόγου

«Η ποίηση δεν είναι υπόθεση ανέξοδη, για να μπει στην ψυχή μας, τρώει το κορμί μας»
Δ. Μαρωνίτης


Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμιση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
Είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
(Ιστορία)


Στις 28 Ιουλίου του 1928, στην πόλη της Πρέβεζας γύρω στις πέντε το απόγευμα, κάτω από ένα λευκάδι βάζει τέλος στη ζωή του ο Κώστας Καρυωτάκης. Την περασμένη νύχτα δέκα ώρες παλεύει με τα κύματα χωρίς να καταφέρει να δώσει τέλος στη ζωή του. Η θάλασσα τον βγάζει ζωντανό στη στεριά. Γυρνά στο σπίτι του και κλείνεται στο δωμάτιό του ως το μεσημέρι. Όταν βγαίνει στην αγορά, ντυμένος σα γαμπρός με το καλό του κουστούμι, το ψάθινο καπέλο του και τη γραβάτα του δεμένη άψογα, κανένας απ’ όσους τον βλέπουν δεν υποψιάζεται, αυτό που θα ακολουθήσει.
Αγοράζει ένα περίστροφο και πηγαίνει σε ένα παραλιακό καφενεδάκι. Πίνει καφέ καπνίζοντας συνεχώς κι εκεί γράφει το σημείωμα που μας άφησε. Πληρώνει, και περπατάει στην ερημική παραλία. Κάθεται κάτω από ένα λευκάδι και με το περίστροφο δίνει τέλος στη ζωή του.
Στο σημείωμα γράφει με νευρικά γράμματα:
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου… Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών, κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!!, είμαι έτοιμος τώρα για ένα ατιμωτικό θάνατο…»
Έτσι τη μέρα αυτή, με τον ίδιο πυροβολισμό που η Αικατερίνη Καρυωτάκη έχανε το γιο της, στην Ελλάδα γινόταν γνωστό το έργο ενός μεγάλου ποητή.

Τα πρώτα χρόνια – Ο χαρακτήρας του

Γεννήθηκε στην Τρίπολη στα 1896. Γιος του νομοχηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη και της αρχοντοκόρης Αικατερίνης. Έχει μία αδερφή μεγαλύτερη κι ένα μικρότερο αδερφό.
Ο ίδιος από γεννησιμιού του είναι κοντός, αδύνατος και κακοφτιαγμένος, σα να έπασχε από γεροντίαση. Ήταν ένα λυμφατικό αγοράκι, που δεν θύμιζε σε τίποτα τα όμορφα και γεροδεμένα αδέρφια του. Το ντροπαλό και λιγομίλητο αγόρι, γίνεται ένας δειλός και χωρίς σιγουριά άντρας.
Εξαιτίας του επαγγέλματος του πατέρα του γύρισε από μικρός πολλά μέρη: τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Πάτρα και τελευταία τα Χανιά, όπου έμεινε ως το 1913. Έλαβε επιμελημένη μόρφωση γνωρίζοντας άριστα τη γαλλική και λιγότερο τη γερμανική γλώσσα.
Ανατράφηκε με αυστηρές αρχές, κάτι που θα επιδράσει πολύ αρνητικά στην ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του και που θα αδρανοποιήσει για πάντα την ικανότητά του για άμυνα απέναντι στον εαυτό του, στους ανθρώπους και τη ζωή γενικότερα.
Χλωμό και αδύνατο, δεν «τον παίζουν» οι συνομήλικοι του στα παιχνίδια τους. Τον φωνάζουν «γέρο» και τον αποφεύγουν. Μικρός δεν θα τρέξει και δεν θα ξεφωνίσει, όπως όλα τα παιδιά. Τα παιδικά του χρόνια θα τα περάσει περήφανος και τρομοκρατημένος.
Καθώς μεγαλώνει, σαρκαστικός, προφητικός και καθόλου ρομαντικός, βλέπει καθαρά πως τον φόρτωσαν με άχρηστο υλικό και προκατασκευασμένες αξίες. Η αυστηρή ανατροφή του στραγγάλισε καθετί αυθόρμητο και ζωντανό, τον φάσκιωσε με τις συνεχείς απαγορεύσεις και τους καθωπρεπισμούς.
Ήταν ψυχικά άρρωστος; Ναι, όπως διέγνωσε η επιστήμη, αλλά ανίσχυρος να αντιδράσει. Η ανικανότητά του να αντιδράσει στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον που περιφρονεί και απορρίπτει, τον αρρωσταίνει ακόμη περισσότερο.
Τα πρώτα του στιχάκια τα γράφει στα δεκάξι του χρόνια. Τότε είναι που θα τον ερωτευτεί στα Χανιά η νεαρή Άννα Σκορδίλη. Ο έρωτας όμως αυτός δεν θα κρατήσει πολύ, γιατί θα φύγει για σπουδές στην Αθήνα. Η ωραία κόρη θα παντρευτεί άλλον.
Στα 21 του χρόνια, το 1917, παίρνει το πτυχίο της Νομικής. Τον ίδιο καιρό στρατεύεται. Με αποσπάσεις και αναρρωτικές απολύεται οριστικά το 1920 και την επόμενη χρονιά διορίζεται στην Νομαρχία Αττικής. Τον Απρίλη του 1922 θα γνωριστεί εκεί με τη Μαρία Πολυδούρη, που μετατίθεται από τη Νομαρχία της Μεσσηνίας. Εκείνος είναι 26 ετών και η Μαρία 20. Όλη την ελευθερία που του λείπει, την έχει αυτή και για τους δυο.


Της γράφει: «Πονώ, επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’ αγαπήσω…». Τον Οκτώμβρη με επιστολή της η Μαρία του ζητά να παντρευτούν, αυτός όμως αρνείται, γιατί κανένα αίσθημα, όσο ισχυρό κι αν είναι δεν θα ξεπεράσει το φόβο για τους δικούς του. Γι’ αυτόν πρότυπα γυναίκας είναι η μητέρα του και η αδερφή του, που σεβάστηκαν όλους τους κοινωνικούς θεσμούς. Η Μαρία είναι πολύ προοδευτική για τα δεδομένα της εποχής και ο Καρυωτάκης είναι σύμφωνος με τη γνώμη του πατέρα του, που την θεωρεί «απαράδεχτη». Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να τη θαυμάζει και να την αγαπά. Η σκιά των δικών του είναι βαριά, για τους γονείς του ο δεσμός με τη Μαρία δεν υπήρχε.

Πολλά έχουν λεχτεί και για το αφροδίσιο νόσημα από το οποίο προσεβλήθη, θύμα της ατυχίας.
Θα γράψει:
…………………………………………
Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που έρχοταν.

(Ωχρά σπειροχαίτη).

Σίγουρα δεν ήταν ο μοναδικός που αντιμετώπισε τέτοιο πρόβλημα. Η αρρώστια όμως αυτή έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στην ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του, την ήδη δοκιμασμένη, κι αυτό θα τον συνθλίψει. Πολλοί υποστηρίζουν πως γι’ αυτό αρνήθηκε να δεχτεί το γάμο που του πρότεινε η Πολυδούρη. Δεν ήταν όμως η μοναδική αιτία, ήταν και η άρνηση της οικογένειας του να την αποδεχτεί, έτσι ανεξάρτητη και φεμινίστρια που ήταν.


Δημόσιος Υπάλληλος

Οι υπάλληλοι όλοι λειώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα’ ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν).

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.

Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
Σκέπτοναι το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας, οι υπάλληλοι οι καημένοι.

(Δημόσιοι υπάλληλοι)


Ο Καρυωτάκης δουλεύει σε ένα γραφείο του δημοσίου, όπως ο Κ. Καβάφης και ο Γ. Σεφέρης αργότερα. Έρχεται σε σύγκρουση με το διευθυντή του και υποβάλλει την παραίτηση του. Μετατίθεται στο Υπουργείο Πρόνοιας, αλλά θαρρείς και η φήμη του τον ακολουθεί. Θεωρείται νευρασθενικός και παράξενος, δεν είναι σαν όλους τους άλλους, είναι διαφορετικός.
Η πλειονότητα των ημιμαθών συναδέλφων του τον βάζει στόχο. Ό,τι αποτελεί τη δόξα του δημοσίου υπαλλήλου, προκαλεί την περιφρόνηση του ποιητή. Αντιμετωπίζει με αδιαφορία το γραφειοκρατικό χαρτοβασίλειο. Είναι ανίκανος να αντιμετωπίσει τις μικρότητες,τις αντιζηλίες και τις ευτέλειες, με τις οποίες τρέφεται και αναρριχάται ο κόσμος των γραφείων και των υπηρεσιών.
Η μοναξιά του εντείνεται. Η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και τη Μαρία μεγαλώνει. Τον Απρίλη του 1928 κάνει ένα ταξίδι στο Παρίσι. Επιστρέφοντας, τον περιμένει η δεύτερη μετάθεση σε ένα χρόνο, αυτή τη φορά για την Πρέβεζα. Πριν φύγει, πηγαίνει να επισκεφτεί τη Μαρία στη «Σωτηρία», όπου νοσηλεύεται χτυπημένη από τη φυματίωση. Η συνάντηση θα είναι σκληρή και παγερή. Ο Καρυωτάκης της αφήνει φεύγοντας το ποίημα του «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…», που είναι μια κραυγή απελπισίας:

……………………………………………………………………………………..
Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι ν’άχουμε, τι ν’άχω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!





Στην Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
…………………………………..

(Πρέβεζα)



Πόσα δεν έχουν λεχτεί για την επίδραση του επαρχιακού αυτού τόπου και της κλειστής ζωής στον κλονισμένο ψυχισμό του ποιητή! Σίγουρα η δυσμενής αυτή μετάθεση ήταν ότι χειρότερο για τη χρονική στιγμή που έγινε. Ο ερχομός ενός Αθηναίου ανώτερου κρατικού υπαλλήλου σε μια μικρή πόλη, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος. Η παρουσία του, ιδιόρρυθμη ούτως ή άλλως για τα επαρχιακά πρότυπα, γίνεται επίκεντρο σχολιασμού.
Είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει και τη θεραπεία του κι έτσι καταφεύγει στο φαρμακοποιό της πόλης για τις ενέσεις που πρέπει να κάνει. Το μυστικό του σύντομα μαθαίνεται σε όλη την πόλη. Να διακόψει τη θεραπεία αδύνατο, κινδυνεύει από τρέλα, τύφλωση ή παράλυση.
Αλλά ας μην κατηγορούμε την πόλη, όπως κάνουν κάποιοι κριτικοί. Τα προβλήματα υπήρχαν, δεν τα δημιούργησε η Πρέβεζα. Άλλωστε δεν είχε μείνει εκεί παρά μόνο ένα μήνα. «Η πόλις θα σε ακολουθεί», όπως λέει και Καβάφης. Τα ίδια προβλήματα δεν αντιμετώπιζε άλλωστε και στην Αθήνα;
Έτσι στις 28 Ιουλίου γράφει το τελευταίο σημείωμά του σε ηλικία 32 χρονών. Λέει αυτά που έχει πει νωρίτερα στα ποιήματά του, που στην ουσία είναι το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος:

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.


Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες ς που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
Ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.

(Ιδανικοί αυτόχειρες)

Επίλογος
-Τι κρίμα! Αν δεν αυτοκτονούσε, θα γινόταν μεγάλος ποιητής, είπαν κάποιοι που νομίζουν πως η Τέχνη και ειδικότερα η Ποίηση, είναι μία απλή ασχολία ανεξάρτητη από τη ζωή.
Κάνουν λάθος, γιατί για ένα αληθινό ποιητή, ζωή και τέχνη γίνονται ένα. Το έργο του ποιητή, σάρξ εκ της σαρκός του, δεν είναι άλλο παρά έκφραση της ζωής του, έτσι ώστε ζωή και τέχνη μαζί ν’ αρχίζουν, μαζί να προχωρούν και μαζί να τελειώνουν.
Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε το αντίθετο: αν ζώντας μόνο 32 χρόνια, άφησε πίσω του ένα τόσο σημαντικό και πρωτοποριακό έργο, πόσο ουσιαστικά ήταν τα χρόνια αυτά για να δώσουν τέτοιας ποιότητας ποιήματα.
Ο Κ. Καρυωτάκης είναι ιδιαίτερα ο ποιητής των εφήβων. Το κλίμα της ποίησής του, η απαισιοδοξία και ο βαθύς σαρκασμός του βρίσκουν μεγάλη ανταπόκριση στη γεμάτη σύγχυση διάθεση του νέου, που αρχίζει ν’ ανακαλύπτει τον κόσμο.
Τρεις οι ποιητικές συλλογές του:
1918: Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων
1919: Νηπενθή
1927: Ελεγεία και Σάτιρες.

Το ποιητικό έργο του δημιουργεί το κατώφλι του μοντέρνου ποιητικού λόγου. Ανοίγει ένα καινούργιο δρόμο στην ποίηση της εποχής του, ευτελίζοντας τη μεγαλοστομία, το στόμφο, την ηρωομανία και τη γλυκερή ωραιοπάθεια. Στάθηκε ο πρώτος αρνητής στο κατεστημένο της αστικής ποίησης και έδειξε πως η ποίηση μπορεί να γίνει όπλο, το ίδιο ισχυρό και επικίνδυνο, όσο και η επανάσταση.

Δέσποινα Στυλιανίδου - Φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: