Η Παραμυθομαζώχτρα
Ο Χάρης και το μαγεμένο άλογο
Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μέρος μακρινό ζούσε μία οικογένεια με τρία παλικάρια. Ζούσαν φτωχικά με όσα τους έδινε ένα χωραφάκι με καλαμπόκι και λαχανικά. Την εποχή που θα μάζευαν τα καλαμπόκια είδαν τη νύχτα στο χωράφι τους ένα άγριο άσπρο άλογο να τα τρώει, να τρέχει πάνω κάτω φρουμάζοντας κι ύστερα να φεύγει καλπάζοντας.
Ο πατέρας θύμωσε πολύ κι έβαλε το βράδυ το μεγάλο του γιο να πάρει το τουφέκι και να το σκοτώσει.
Αλλά το παιδί κοιμήθηκε, όσο περίμενε, και το άλογο εμφανίστηκε και πάλι κι έκανε ζημιά.
Ο πατέρας τότε έστειλε το δεύτερο γιο του:
-Πρόσεξε, η σειρά σου να το σκοτώσεις, του είπε. Πήγε το παλικάρι, περίμενε, περίμενε, αλλά το άλογο δεν ερχόταν, οπότε αποκοιμήθηκε κι αυτό. Την ώρα εκείνη εμφανίστηκε το άγριο άλογο, τσαλαπάτησε, έφαγε, έκανε ζημιά και έφυγε…
Το τρίτο παλικάρι, ο Χάρης, πήγε κι είπε στον πατέρα του:
-Πατέρα, είμαι μικρότερος, αλλά θα πάω να το βρω και να το σκοτώσω. Δώσε μου το ντουφέκι.
Πήγε ο Χάρης στο χωράφι και βλέποντας μια μηλιά φορτωμένη μήλα, ανέβηκε στο δέντρο και περίμενε…
Και πράγματι, μέσα στην ασημένια νύχτα φάνηκε πάλι το πανέμορφο άγριο άλογο, σα νάρθε από το πουθενά, χλιμίντρισε, έφαγε απ’ τα μήλα που ήταν πεσμένα κάτω από το δέντρο κι ύστερα έτριψε την πλάτη του στον κορμό του.
Το δέντρο σείστηκε κι ο Χάρης βρήκε την ευκαιρία και γλίστρησε απαλά στη ράχη του ζώου, το καβαλίκεψε και το έπιασε απ’ τη χαίτη. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε… Το άλογο αγρίεψε και σηκώθηκε στα δυο του πόδια. Τα ρουθούνια του έβγαζαν καπνούς και τα μάτια του πετούσαν σπίθες!
Ο Χάρης του μιλούσε γλυκά στ’ αυτί και το άλογο άρχισε να καλπάζει σαν αστραπή μακριά απ’ το χωριό και το χωράφι με τα καλαμπόκια… Κάποτε κουράστηκε, ηρέμησε και σταμάτησε κοντά σε μια μεγάλη πολιτεία. Εκεί χώρισαν, κατέβηκε ο Χάρης και το άλογο μίλησε με το δικό του τρόπο:
-Πάρε τρεις τρίχες απ’ τη ράχη μου. Δεν με σκότωσες, γι’ αυτό, όταν με χρειαστείς, να κάψεις μία τρίχα μου.
Ο Χάρης τις πήρε και πήγε να ζητήσει δουλειά σ’ ένα κήπο απέναντι απ’ το παλάτι του βασιλιά. Εκεί δούλευε σκληρά όλη τη μέρα. Ένα βράδυ πεθύμησε να δει το φίλο του, το άγριο άλογο, κι έκαψε την πρώτη τρίχα. Εκείνο ήρθε, το καβαλίκεψε κι απ’ τη χαρά τους έκαναν γυαλιά – καρφιά.
Ο επιστάτης μαστίγωσε το πρωί το νεαρό κι αν δεν έβγαινε στο παράθυρο η βασιλοπούλα, δεν θα σταματούσε.
Μετά από καιρό ο Χάρης έκαψε τη δεύτερη τρίχα. Ήρθε το άλογο, πάλι τα ίδια. Το πρωί νέο μαστίγωμα. Τότε η βασιλοπούλα δεν άντεξε:
-Πατέρα, αυτόν το νέο θέλω να παντρευτώ. Τον μαστιγώνουν γιατί έχει φιλία με ένα άγριο άλογο και δεν το σκοτώνει για τις ζημιές που κάνει.
Ο βασιλιάς θύμωσε. Παίρνει την κόρη του, την όμορφη Μαριάνθη και πηγαίνει στην αυλή του άρχοντα, που είχε τον κήπο.
-Τώρα θα του δείξω αυτού του νεαρού, είπε στην κόρη του.
Τότε ο Χάρης έκαψε κρυφά την τρίτη τρίχα! Στη στιγμή εμφανίστηκε το πανέμορφο άτι. Το καβαλίκεψε ο Χάρης κι αυτό στάθηκε στα δυο του πόδια και χλιμίντρισε. Τα μάτια του έβγαζαν σπίθες, τα ρουθούνια του καπνούς!
Ο βασιλιάς τάχασε κι έκανε δυο βήματα πίσω. Και το άλογο με τις μυστικές του δυνάμεις έδωσε στο βασιλιά να καταλάβει πως ο Χάρης θα είχε για πάντα τη μαγική προστασία του κι αφού αγάπησε τη γλυκιά και πονετική Μαριάνθη και τον αγάπησε κι αυτή, έπρεπε να συγκατανεύσει για την ένωσή τους.
Έτσι κι έγινε. Και ζούσαν και βασίλευαν κι όποτε περνούσα, με φίλευαν…
κατά κόσμον Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου