Θα ήταν τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου, απ’ όσο θυμάμαι, όταν αποφασίσαμε από βραδύς την Παρασκευή, να φύγουμε για το εξοχικό μας, που είναι στον Μπαξέ, όλοι μαζί οικογενειακώς. Ο Τάκης ο γαμπρός μου, η Μαριάνθη η κόρη μας, η γυναίκα μου η κυρά-Σμαρώ, και εγώ. Τα εγγόνια μας ο Δήμος και ο Ιωσήφ είναι ζήτημα αν θα ερχότανε μαζί μας, διότι είχαν … άλλες ασχολίες. Αυτές τις διήμερες εκδρομές τις συνηθίζαμε κάθε Σαββατοκύριακο όταν μπαίναμε στην Άνοιξη, μέχρι βέβαια να εγκατασταθούμε μονίμως για το καλοκαίρι.
Ξυπνήσαμε το Σάββατο πολύ πρωί, όλο χαρά και καλή διάθεση, ετοιμάσαμε όλα τα σχετικά εφόδια, από τρόφιμα και άλλα σχετικά, για τις ανάγκες αυτής της εξόδου, και ξεκινήσαμε με τα δύο αυτοκίνητα που διαθέταμε, για το χωριό.
Με ευχάριστη τη διαδρομή, εκτός ολίγων παρατράγουδων, λόγω μαζικής εξόδου όλων των Θεσσαλονικέων, με γέλιο, με τραγούδι, και χαριτολογώντας, φτάσαμε στο εξοχικό μας. Παρόλο ότι είμαστε εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα είδη διατροφής (καλού-κακού), υπολογίζαμε και στην επιτυχία του ψαρέματος. Γιατί είχαμε και αυτόν τον προορισμό.
Εφοδιασμένοι λοιπόν με τα απαραίτητα εργαλεία, ως ερασιτέχνες ψαράδες, εγώ προσωπικά είχα στη διάθεσή μου γι’ αυτόν τον σκοπό, μία βάρκα πλαστική πέντε μέτρων, μία εξωλέμβια μηχανή είκοσι θαλασσίων ίππων και το απαραίτητο τρέιλερ, όπου τοποθετούσα τη βάρκα επάνω σ’ αυτό και όλο αυτό το συγκρότημα το συνέδεα σε ένα άγκιστρο (κοτσαδόρο) που είχα βάλει στο αμάξι. Δηλαδή καθ’ όλα οργανωμένος.Όλο το Σάββατο το περάσαμε, αρχίζοντας από το πρωί με τους σχετικούς καφέδες, τους φραπέδες και το ψιλοφάι.
Το μεσημέρι με τα σαλατικά και τις «πανσέτες» που τις έψησε στην ψησταριά ο Τάκης ο γαμπρός μου, που είναι μάστορας σ’ αυτά, διαλαλώντας έτσι για «πλακίτσα» εις «επήκοον» όλων των παρευρισκομένων:
-Ε! ρε πώ-πώ τι έχω σήμερα!
Το βραδάκι πάλι παρέα όλοι μαζί, είχαμε καλέσει εν τω μεταξύ και τους συγγενείς γείτονές μας (που μας χώριζε ένας συρμάτινος φράχτης) να πιούμε ένα … ουζάκι κατά το κοινώς λεγόμενο. Ο μπατζανάκης μου ο Δημητρός με τη γυναίκα του την Άννα και το γιό τους το Γιώργο, με τη γυναίκα του τη Μενεξούδα. Εκείνο όμως δεν ήταν ουζάκι αλλά το … μεγάλο φαγοπότι. Τρώγοντας και πίνοντας αρχίσαμε να μιλάμε, φέρνοντας τη συζήτηση γύρω από το αυριανό κυριακάτικο ψάρεμα.
-Εγώ λέει η κυρά-Σμαρώ, να μην πάτε, γιατί ο καιρός δεν είναι τόσο σταθερός
-Ναι, λέει και η Μαριάνθη , η κόρη μας. Μην πηγαίνετε καλέ μπαμπά, γιατί θα έρθετε με άδεια χέρια. Δεν θα κάνετε τίποτα.
-Εγώ λέω να πάω, είπα, έτσι για να ικανοποιήσω το μεράκι μου, κι ας μην φέρουμε τίποτα.
-Θα’ρθω κι εγώ μαζί σου θείο πετάχτηκε ο ανεψιός μου ο Γιώργος,
-Εντάξει, ανεψιέ θα πάμε. Κι άσε αυτές να φέρουν τις αντιρρήσεις τους. Πολύ πρωί λοιπόν και πριν ακόμη καλά-καλά ξημερώσει, ο θεός την ημέρα, ξυπνάμε, ντυνόμαστε κατάλληλα, ετοιμάζουμε τη βάρκα, τις πετονιές, την άγκυρα, τα σχοινιά, το νερό και το πρωινό«κολατσιό», κοτσάρουμε τη βάρκα με το τρέιλερ στον κοτσαδάρο του αμαξιού μου και βάλαμε πλώρη για τη θάλασσα. Ρίξαμε τη βάρκα στο νερό, βάζω εμπρός τη μηχανή, φουλάρω τα γκάζια, ξεκινώντας ολοταχώς με μουγκρητό αρμενίσαμε για το πέλαγος, ξέροντας περίπου, που είναιτα περάσματα των ψαριών, από σκουμπριά κυρίως και σαυρίδια σ’ εκείνη τη θαλάσσια περιοχή.
Εδώ να κάμω μια γνωστοποίηση, για το είδος της πετονιάς που χρησιμοποιούμε. Σ’ αυτό το είδος ψαρέματος στον «αφρό», υπάρχει μια ειδική πετονιά, πολυάγκιστρη, που λέγεται τσαπαρί. Αποτελείται από πλαστική κλωστή, μήκος εκατό μέτρων, που στην άκρη καταλήγει σε δώδεκα αγκίστρια με φτερά, στο κάθε αγκίστρι, από γλάρο συνήθως, δεμένα με κόκκινη κλωστή, όπου στο τέλος καταλήγει σε ένα μεγάλο βαρίδιο.
Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, ξεγελάμε τα ψάρια (που αν ήταν έξυπνα, δεν θα τρώγαμε ούτε λέπι) νομίζοντας ότι είναι κάτι που τρώγεται, που ορμούν σαν τρελά και «τρώνε» το δόλωμα.
Ρίξαμε ο καθένας το δικό του τσαπαρί και με έντεχνο τρόπο, πάνω-κάτω, αρχίζοντας από τον αφρό, μέχρι τον πάτο, δουλεύαμε τα εργαλεία και όπου μας πήγαιναν τα ρεύματα της θάλασσας. Στην αρχή 4 ή 5 λεπτά περίπου της ώρας, δεν… τσιμπούσε. Όταν ξαφνικά αισθάνομαι να ταράζει το χέρι μου ένα «γκάπ» και σταμάτησε το τσαπαρί μου, σχεδόν πάνω στον αφρό. Τι είχε συμβεί; Να! Πέρασε ένα κοπάδι σκουμπριά, ορμήσανε σαν λυσσασμένα πάνω στα ψευτοδολώματα και πιάστηκαν. Και τα 12 αγκίστρια γέμισαν ψάρια. Την ίδια σχεδόν στιγμή, ο Γιώργος «γέμιζε» το δικό του. Τα σηκώσαμε με πολύ κόπο, γιατί ήταν βαριά τα …άτιμα. Ξαγκιστρώσαμε, τα βάλαμε στον κουβά και ξαναρίξαμε για δεύτερη και τρίτη φορά. Ξαναγέμισαν.
Ρίχνοντας κατ’ επανάληψη κι άλλες φορές (το κοπάδι ήταν κάτω από τη βάρκα και δεν έφευγε, γιατί βρήκε… καλή τροφή), είχαμε γεμίσει δύο μεγάλους κουβάδες με μεγάλα σκουμπριά! Ζήτημα να ψαρέψαμε μισή ώρα, αλλά σταθήκαμε πολύ τυχεροί. Ήταν ρίξε-βγάλε.
Να μην τα πολυλογώ, αφού κάναμε την … καλή μας, βάζω μπρος τη μηχανή και φουλ ολοταχώς για τη στεριάΠλησιάζαμε προς την ακτή, σε. αρκετή… οπτική εμβέλεια, ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε πρόσωπα και πράγματα, αρμενίζαμε παράλληλα με την αιγιαλίτιδα ζώνη.
Φτάσαμε στη στεριά. Βγάζουμε τη βάρκα έξω, κοτσάρουμε το τρέιλερ με τη βάρκα στον κοτσαδόρο του αμαξιού και ξεκινήσαμε όλο ικανοποίηση για το απροσδόκητο γεγονός, στο σπίτι. Ήταν δεν ήταν εννέα η ώρα το πρωί.
Τα… παιδιά είχαν ξυπνήσει εν τω μεταξύ και πίνανε αρειμανίως τα καφεδάκια τους. Τα παράτησαν και έτρεξαν να μας υποδεχθούν όλο περιέργεια, με ένα μειδίαμα κάπως ειρωνικό, γιατί ήξεραν συνήθως, όταν γυρνάμε από τη θάλασσα τέτοια ώρα, δεν βγάζουμε ούτε λέπι. Και ερχόμαστε πολλές φορές με άδεια χέρια.
-Λοιπόν τι κάνατε; Είπε κάπως κοροϊδευτικά η κυρά-Σμαρώ, που έτρεξε πρώτη να μας υποδεχθεί. Φέρατε ψάρια;
-Α μπα, τίποτε, είπε ο Γιώργος απαθέστατα.
-Δηλαδή τι; Έκανε η Μαριάνθη που έτρεξε ακολουθώντας τη μαμά της.
-Όταν λέω τίποτα, τίποτα! Επανέλαβε ο Γιώργος με έμφαση.
-Αμ δεν σας τα είπα εγώ; Αλλά εσείς δεν μας ακούσατε. Τσάμπα ταλαιπωρηθήκατε, ξαναείπε η κυρά – Σμαρώ.
Ο Γιώργος εν τω μεταξύ, άρχισε να κατεβάζει τα πράγματα από την βάρκα και μαζί μ’ όλα αυτά και δύο κουβάδες σκεπασμένους με πετσέτες, αφήνοντας τους μπροστά στην αυλόπορτα του κήπου.
-Τι είν’ αυτά; Έκανε απορημένη η κυρά-Σμαρώ. Για να δω; Και μόλις ξεσκεπάζει τους δύο κουβάδες, έμεινε άγαλμα με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευε στα μάτια της, απ’ αυτό που έβλεπε. Δύο κουβάδες γεμάτους με μεγάλα σκουμπριά!
-Ρε θηρία, πως τα καταφέρατε έτσι; Και η ώρα είναι ακόμη εννέα. Εγώ νόμιζα για να έλθετε τόσο νωρίς, ότι θα ερχόσασταν άπραγοι.
Βεβαίως, το τι επακολούθησε, περιττό να σας περιγράψω! Όπως καταλαβαίνετε βέβαια, αντί άλλου φαγητού που είχαν προετοιμάσει οι γυναίκες για σιγουριά, φάγαμε τα φρέσκα ψάρια εκείνη την Κυριακή, ψητά, όπως ξέρει να τα ψήνει ο γαμπρός μου ο Τάκης.
Ιωσήφ Εμμ. Φραντζεσκάκης
Σάββατο 23 Αυγούστου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου