Βρισκόμαστε σε μία εποχή, όπου δυστυχώς η Ελλάδα έχει εμπλακεί σε μία κατάσταση εμφυλίου πολέμου, άγρια και σκληρή. Ας είναι… καλά ο συμμαχικός παράγων.
Όμως δεν πρόκειται να αναφερθώ λεπτομερώς σ’ αυτό το θλιβερό κεφάλαιο και τα αίτια που προκάλεσαν αυτή τη σύρραξη, απλώς γράφω επιγραμματικά…δύο λόγια, αφού μέσα σ’ αυτό το «σκηνικό», εξελίχθηκε η παρακάτω μικρή ιστορία.
Στρατός ανεβοκατέβαινε σ’ όλο το οδικό δίκτυο, που οδηγούσε στις «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις Γράμμου- Βίτσι, άλλοι με στρατιωτικά οχήματα και άλλοι πεζοπορώντας, είτε απλοί πολίτες ήταν αυτοί, είτε με στρατιωτικές στολές.
Είχα προσληφθεί ως οδηγός σε μία εταιρία χερσαίων μεταφορών και πήρα εντολή, από το γραφείο κίνησης, να μεταβώ στο κλιμάκιο Βέροιας, όπου θα είχα στο εξής ως αφετηρία, για περιφερειακή μεταφορά εμπορευμάτων πάσης φύσεως και σε όλη την Ελληνική επικράτεια.
Ξεκίνησα με άδειο το όχημα, παίρνοντας μαζί μου την κυρά – Σμαρώ, τη γυναίκα μου, το παιδί μας μικρό, η Πόπη τριάμισι χρόνων, (η Μαριάνθη… δεν είχε γεννηθεί ακόμη, ήταν στην κοιλιά της μάνας της), το είχαμε αφήσει στην πεθερά μου γιατί θα μας δυσκόλευε στις μετακινήσεις μας, μαζί με τα απαραίτητα εφόδια ειδών ρουχισμού, μεταξύ των άλλων, ένα ζευγάρι παπούτσια δικά μου, ένα κοστούμι ολοκαίνουργιο, που μόλις προ ολίγων ημερών το είχα ράψει, δύο πουκάμισα και εσώρουχα. Η γυναίκα μου πήρε κι εκείνη τα φουστάνια της, τα παπούτσια της, τα εσώρουχά της και, δέκα έξι χρυσές λίρες. Με αυτές γινόταν εκείνη την εποχή οι συναλλαγές, επειδή ο πληθωρισμός ευρίσκετο σε διαρκή … καλπασμό.
Όλα αυτά τα εφόδια, μαζί και τις λίρες, τοποθετημένα μέσα σε μια μεγάλη βαλίτσα, την έβαλα πίσω στην άδεια καρότσα, επειδή μπροστά στο «κουβούκλιο» δεν χωρούσε για να έχω εύκολο οδήγημα.
Είχα διανύσει όλη τη διαδρομή, από Θεσσαλονίκη έως την Αλεξάνδρεια, (παλαιό όνομα Γιδά) και προχώρησα φτάνοντας έξω από το Μακροχώρι, όταν ξαφνικά… πετάχτηκαν τρεις φαντάροι και μου έκαναν νόημα να σταματήσω!
Σταμάτησα νομίζοντας ότι θα μου γίνει κάποιος έλεγχος, επειδή είχε καθιερωθεί ο στρατιωτικός νόμος για λόγους… ασφαλείας. Η κυρά – Σμαρώ σαν να φοβήθηκε κάπως! Την καθησύχασα.
-Καλημέρα παιδιά! Συμβαίνει τίποτα; Ρωτάω απορημένος!
-Όχι βρε αδερφέ! Απαντά ο ένας.
-Δηλαδή;
-Θα θέλαμε να μας πάρεις μέχρι τη Βέροια. Μήπως μπορείς; Εκεί δεν πας;
-Ναι, εκεί πάω. Και βέβαια μπορώ. Γιατί όχι. Μήπως στην πλάτη μου θα σας κουβαλήσω; Ορίστε, ανεβείτε.
Και ανέβηκαν πίσω στην καρότσα, που είχα και τη βαλίτσα με τα ρούχα μας.
Ξεκίνησα για να τελειώσω την υπόλοιπη διαδρομή μου, που ήταν όπως ανέφερα πιο πάνω, το τέρμα της η Βέροια. Περίμενα κάποιο… χτύπημα στο κουβούκλιο, πριν τερματίσω το ταξίδι, σαν σύνθημα, για να τους κατεβάσω εκεί που ήθελαν αυτοί. Όμως κτύπημα δεν άκουσα! Πιθανόν, σκέφτηκα, ότι θα κατέβαιναν μαζί μας, εκεί που θα τερματίζαμε κι εμείς. Όταν όμως σταμάτησα το αμάξι, εκείόπου τερμάτισα, πηγαίνω πίσω στην καρότσα,
για να δω αν βρισκόταν ακόμη εκεί οι επιβαίνοντες έτσι για να ακούσω έστω ένα τυπικό «ευχαριστώ».
Όμως, με εξέπληξε το γεγονός, όταν διαπίστωσα ότι είχαν κατέβει κάπου, πριν φτάσω στο τέρμα της διαδρομής, επωφελούμενοι προφανώς απ’ τη μείωση της ταχύτητας του οχήματος στο κέντρο της πόλης. Εξεπλάγην δε ακόμη περισσότερο, όταν άνοιξα την πόρτα της καρότσας για να πάρω τη βαλίτσα μας, και είδα με απορία, δυστυχώς, να είναι ανοιχτή και τα ρούχα μας πεταμένα εδώ κι εκεί, στο πάτωμα. Συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί! Κλοπή!!! Δεν το περίμενα. Τώρα έπρεπε να κοιτάξω τι έλειπε από μέσα. Γιατί σίγουρα πλέον έλειπαν πράγματα, από το θέαμα που έβλεπα μπροστά μου.
Με την πρώτη ματιά που έριξα, διαπίστωσα ότι είχαν κλαπεί: το καινούργιο μου κοστούμι, τα δύο πουκάμισα και τα παπούτσια μου. Με την δεύτερη: τα παπούτσια της γυναίκας μου, τα δύο καινούργια της φουστάνια και οι δεκάξι χρυσές λίρες.
Τρόμαξε η γυναίκα μου, τρόμαξα κι εγώ! Σαν να με χτύπησε κεραυνός κατακούτελα!
-Παναγία μου! είπε η κυρά – Σμαρώ. Τι είν’ αυτό που πάθαμε!
-Τι είν’ αυτό που πάθαμε! Επανέλαβα κι εγώ.
-Μας έκλεψαν!!!
Εμένα τι με ήθελες! Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε. Δεν περίμενα τέτοια απρόσμενη εξέλιξη, τέτοια αχαριστία. Συμφορά!! Η απογοήτευση… κατρακυλούσε πάνω – κάτω, από την κορφή ως τα νύχια των ποδιών μου. Και να σκεφτεί κανείς, ότι μαζεύαμε με κόπο και οικονομία, τα πρώτα μας… καζάντια και τον πρώτο μας ρουχισμό σαν μία αρχή ώστε να δημιουργήσουμε στέρεες οικονομικές βάσεις για τη μελλοντική οικογενειακή πορεία μας, ύστερα από την απελευθέρωση απ’ τη Γερμανική κατοχή.
Μετά; Άστα να πάνε! Είχα εμπλακεί σ’ έναν αγώνα δρόμου ώστε να προλάβω ίσως πριν εξαφανιστούν τελείως οι αχρείοι αυτοί φαντάροι κόμπρες κατακάθια, απομεινάρια των κατοχικών ταγμάτων ασφαλείας και να συλληφθούν. Έτρεξα παντού. Έψαξα παντού. Πήγα σε Αστυνομίες, σε στρατονομίες, κίνησα… γη και ουρανό, αλλά αποτέλεσμα μηδέν. Είχαν εξαφανιστεί.
Τα ρούχα μας και οι δεκάξι χρυσές λίρες, είχαν χαθεί. Τα σούφρωσαν οι ασυνείδητοι αυτοί άνθρωποι, μην υπολογίζοντας, το λίγο εκείνο καλό, που τους πρόσφερα, για να απαλλαγούν από την κουραστική τους πεζοπορία.
Μέσα απ’ αυτό το πάθημα, αν και θα ήθελα πάρα πολύ να βοηθήσω κάποιους ταλαίπωρους συνανθρώπους μου, που ξέμεναν στους δρόμους τότε, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα ξαναπάρω επιβάτη από το δρόμο, όσο κι αν είχε ανάγκη. Έπαθα και έμαθα, από μια άτυχη συγκυρία. Όμως δεν κράτησα την υπόσχεση μου αργότερα. Ήταν μια απόφαση της … στιγμής, πάνω στην ταραχή μου.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Το περιστατικό «ξεχάστηκε». Δηλαδή τι… ξεχάστηκε! Δεν ξεχάστηκε! Ζωντανή απόδειξη ότι σήμερα το γράφω σαν … ύμνο στην αχαριστία μερικών «ανθρώπων».
Ιωσήφ Εμμ. Φραντζεσκάκης
Σάββατο 23 Αυγούστου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου