«Το μισό ψωμί έφαγες, σκασμένο, μέχρι να ρθεις…»
Μετά τους μπακάληδες, ας θυμηθούμε και τους αγαπημένους φουρνάρηδες με τους μεγάλους ξυλόφουρνους που μοσχοβολούσαν φρεσκοψημένο ψωμί.
Δύο ήταν οι φούρνοι του παλιού χωριού: του Καραβασίλη και του Ασβεστόπουλου. Κι οι δύο βρίσκονταν στον ανηφορικό δρόμο, που ξεκινά απ’ την αγορά και καταλήγει στο σχολείο.
Ο πρώτος δεν υπάρχει πια, τον γκρέμισαν πριν από λίγα χρόνια. Ο άλλος, του Ασβεστόπουλου, που αργότερα τον δούλεψε και ο Στρούνης, υφίσταται ακόμη. Βρίσκεται δίπλα στο φαρμακείο του Αργύρη Καρρά.
Εδώ ας κάνω μια μικρή αναφορά, μια και το’ φερε ο λόγος, στο παλιό αυτό φαρμακείο.
Μικρή, παρακαλούσα να κρυώσω – μην παραξενεύεστε - για να γευτώ τις ταμπλέτες με τη σοκολατένια γεύση για το λαιμό ή το σιρόπι με γεύση κερασιού. Δυστυχώς, αυτή, τη χαρά είχε συχνά ο αδερφός μου, μιας κι οι αμυγδαλές του δεν ήταν απ’ τις καλύτερες. Έτσι, γευόμουνα κι εγώ στα κρυφά τις μικρές απολαύσεις, αλλά σπάνια με νόμιμη χρήση.
Όταν πήγαινα, λοιπόν, να πάρω τη συνταγή κι ανέβαινα τα σκαλάκια του φαρμακείου, ένιωθα ήδη το ενδιαφέρον μου να κεντρίζεται με την ωραία εικόνα που παρουσίαζε μέσα από τη τζαμαρία. Οι προθήκες του ξύλινες και μέσα μπουκαλάκια, μικρά και μεγάλα, κουτιά και σακουλάκια.
Μια μυρουδιά φαρμακευτική και αρωματική συγχρόνως πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Μέχρι να μου δώσει τα φάρμακα ο κύριος Καρράς, με τη λευκή του στολή, ευγενέστατος και γλυκομίλητος, απολάμβανα τη μυστηριακή ατμόσφαιρα του χώρου, που θύμιζε εργαστήριο επιστήμονα.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα φουρνάρικα. Εμείς παίρναμε ψωμί απ’ το φούρνο του Καραβασίλη. Τον θυμάμαι σαν τώρα τον κυρ – Μήτσο, ψηλόλιγνο γέροντα, με τη γυναίκα του τη γλυκιά κυρά – Καλλιόπη. Ο φούρνος του ήταν κτισμένος με τον παλιό καλό τρόπο. Κατέβαινες μερικά σκαλάκια, για να φτάσεις σε ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι στα δεξιά, όπου ακουμπούσες το ταψί με το φαγητό που έφερνες. Ο κυρ – Μήτσος στεκόταν, ως συνήθως, μπροστά στο σπηλαιώδες στόμιο του μεγάλου φούρνου, που μέσα φεγγοβολούσε η φωτιά, με το ξυλόφουρνο στο χέρι. Τον ρωτούσες πότε να ρθεις να πάρεις το φαγητό και σου έλεγε. Στα ενδότερα υπήρχε κι άλλο δωμάτιο για το ζύμωμα του ψωμιού. Εκεί δεν πατούσε ξένο πόδι.
Πήγαινα καθημερινά για ψωμί απ’ το στενάκι πίσω απ’ τις παράγκες. Καθυστερούσα στο πίσω μέρος της ταβέρνας του κυρ – Νίκου του Σκουτούρη, για να θαυμάσω τα γιαούρτια της καλόκαρδης κι εργατικής κυρά – Όλγας. Υπήρχε ένα παράθυρο κι από μέσα σκαλίτσα για να κατεβαίνεις στο χώρο.
Πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι η κυρά – Όλγα είχε πηγμένο γιαούρτι μέσα σε μεγάλες πήλινες λεκάνες αλλά και σε μικρότερους κεσέδες. Αγόραζα τον κεσέ και μέχρι να τον πάω στο σπίτι είχα φάει με το δάχτυλο όλο το καϊμάκι. Η μάνα μου, που της άρεσε κι αυτής το καϊμάκι, δεν άντεχε να μην πει:
-Δεν μπορούσες ν’ αφήσεις λίγο και για κανένα άλλο;
Ύστερα με καμιά φιλενάδα πηγαίναμε για ψωμί στο φούρνο. Γυρίζοντας στο σπίτι τρώγαμε πάντα τη γωνία, δεν αντέχαμε. Κάποια αγόρια έτρωγαν το μισό ψωμί και για ευχαριστήριο στο σπίτι έτρωγαν κι ένα μπερντάκι ξύλο.
Και το Πάσχα τι μυρουδιές και τι χρώματα με τις πασχαλοκουλούρες και τα κόκκινα αβγά πάνω τους! Το μεγάλο τραπέζι του φούρνου γέμιζε ομορφιά και αρώματα. Εκεί έβλεπες και την τέχνη της κάθε νοικοκυράς, άλλα τσουρέκια αφράτα και λιμπιστά κι άλλα κατσιασμένα και λιπανάβατα. Άλλη τα έπαιρνε καμαρωτή κι άλλη μάνι – μάνι μην τύχει και δει κανείς το κακοτέχνημα.
Και το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου σειρά είχαν τα γεμιστά κατσίκια για να τα πάρουμε την Κυριακή το Πάσχα, μετά τη Δεύτερη Ανάσταση. Κι ύστερα φαγοπότι και ευχές για ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.
Πάσχα Στρατωνίου, το τερπνόν.
Η Καρβουνοσκαλίτισσα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου