«Γράφτα στο τεφτέρι, μπάρμπα…»
Η μάνα μου είπε να μου δώσεις μισό κιλό φακές και μια ρέγκα. Και να τα γράψεις στο τεφτέρι…
Πόσες φορές τη μέρα δεν τρέχαμε στον μπακάλη της γειτονιάς! Και όχι μόνο για να ψωνίσουμε τη μάνα μας και τις γειτόνισσες, αλλά κυρίως τις ανήμπορες γιαγιάδες που τα γηρατειά τις είχαν καθηλώσει στο σπίτι για ν’ ακούσουμε τις ευχές τους, γιατί το μπαξίσι στα παιδικά μας χρόνια δεν υπήρχε. Όλα προσφέρονταν αφιλοκερδώς, με την καρδιά.
Και δεν είχαν ανάγκη τα λιγνά μας ποδαράκια συνηθισμένα, όπως ήταν, στο τρέξιμο απ’ το πρωί ως το βράδυ. Γεμάτα πληγές τα γόνατα και πύον από τα κουτρουβαλιάσματά μας πάνω στις μυτερές κοτρώνες των χωματόδρομων του χωριού. Αντίθετα με σήμερα, σπάνια έβλεπες μεγάλο να ψωνίζει, αυτή ήταν δουλειά των παιδιών.
Τότε κανένας δεν πλήρωνε τοις μετρητοίς, όλα κι όλα. Κάθε οικογένεια είχε το τεφτέρι της. Ένα μικρό χρωματιστό βιβλιαράκι όπου ευσυνείδητα (?) ο μπακάλης κατέγραφε τα αγορασμένα. Τη μέρα της πληρωμής με το χαριτωμένο αυτό τεφτεράκι ανά χείρας πηγαίναμε να πληρώσουμε τα χρωστούμενα.
Στην οικογένεια μας το καθήκον αυτό μου ανήκε αποκλειστικά, αν και μικρότερη, μιας κι’ η μάνα μου ποτέ δεν ψώνιζε ούτε έβγαινε στην Πιάτσα λόγω χηρείας, ενώ τα μεγαλύτερα δίδυμα αδέρφια μου ήταν μόνιμα εξαφανισμένα στα αιώνια παιχνίδια τους. Ως εκ τούτου έπρεπε να συνδυάζω το τερπνόν μετά του ωφελίμου, το παιχνίδι δηλαδή με το ψώνισμα. Ή μάλλον έμαθα να θεωρώ το ψώνισμα, παιχνίδι. Ίσως γι’ αυτό μου έμεινε σαν κουσούρι μια αγοραστική προδιάθεση ες αεί.
Έτσι, λοιπόν, εμείς το τεφτέρι μας, όπως και πολλοί άλλοι, το είχαμε στο μπακάλικο του Μυγδάλη, που σήμερα δεν υφίσταται. Το θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια, γιατί καθώς ψώνιζα, κοιτούσα και κατέγραφα τα πάντα γύρω μου. Ήταν πλάι στο μικρό στενό που βγάζει στην Πιάτσα και ακριβώς απέναντι του ήταν το μπακάλικο του Τσανακά.
Ανέβαινες τρία σκαλιά για να βρεθείς στο σκοτεινό εσωτερικό του, με μια ακόμη πιο σκοτεινή αποθήκη στο βάθος. Τι δεν υπήρχε εκεί μέσα! Από βελόνες μέχρι χοντρά σχοινιά, κουβάδες μεταλλικοί και σκούπες χορταρένιες. Για ψυγείο ούτε λόγος, τα τρόφιμα όλα… αέρος. Μια ζυγαριά με βαρίδια δέσποζε στον πάγκο. Είχε πάντα ένα μπακαλόπαιδο να ζυγίζει και να δίνει, ενώ ο ίδιος ήταν μόνιμα καθισμένος σ’ ένα τραπεζάκι αριστερά, πλάι στο παράθυρο, με τα γυαλιά χαλαρά στα μάτια, πίσω από ένα τεράστιο κατάστιχο, όπου μας είχε όλους μπακαλικώς φακελωμένους… Σάλιωνε το δάχτυλο και γύριζε χράτς – χρούτς τα τεράστια φύλλα για να βρει το όνομα του χρεώστη. Τη μέρα της πληρωμής μου έδινε λεφτά η μάνα μου να πληρώσω και του ζητούσα να κάνει τη σούμα. Καθόμουνα, μάλιστα, από πάνω του και πρόσθετα κι εγώ και καμιά φορά τον διόρθωνα στη μέτρηση. Αυτό τον έκανε να λέει στη μάνα μου:
-Αμάν, βρε Κατίνα, πολύ καλή η μικρή σου στην αριθμητική! Μόλις του έδινα τα λεφτά, με κερνούσε μια σοκολάτα. Η χαρά μου δε λεγόταν. Την έτρωγα όσο πιο αργά γινόταν, για να την απολαύσω περισσότερο, μιας κι ήταν κέρασμα.
Αλλά και στους άλλους μπακάληδες πηγαίναμε. Για μαλλιά πλεξίματος στον Τσανακά, για εταμίνες και φόδρες στο Θωμά, για υφάσματα στο Μαδένα.
Το μαγαζί αυτό ήταν το πιο ενδιαφέρον, με τα τόπια στη σειρά. Πόσο μου άρεσε ν’ ακούω τις νοικοκυρές να σχολιάζουν κάθε ύφασμα και να βάζουν το Μαδένα να κατεβάζει ακόμη και το τελευταίο ψηλά για να διαλέξουν. Μετά τα παζάρια στην τιμή και τέλος το μέτρημα και το κόψιμο του υφάσματος με την καθιερωμένη ευχή «Με γεια».
Τώρα, πάνε και τα τεφτέρια. Τοις μετρητοίς και όχι επί πιστώσει. Και τα μπακαλοκαλάθια γεμάτα, όχι τρεις κι ο κούκος. Πάνε οι ρέγκες και οι λακέρδες και τα τουρσιά.
Σήμερα, λάϊτ αλλαντικά, λάϊτ αναψυκτικά, λάϊτ άνθρωποι…
Η Καρβουνοσκαλίτισσα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου