Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ Η Παραμυθομαζώχτρα


Ο παππούς κι η γιαγιά …στο παζάρι


Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα απόμερο χωριό ζούσαν ευτυχισμένοι και μονοιασμένοι για πολλά χρόνια ένας παππούς και μια γιαγιά. Μαζί πήγαιναν όλα τα χρόνια στο χωράφι τους, μαζί γύριζαν, παντού και πάντα μαζί και στα καλά και στα άσχημα.
Μια μέρα, εκεί που πήγαιναν στο χωράφι τους βρήκαν στο δρόμο μια λίρα χρυσή, αληθινή!
-Οχοχόχ, λέει ο παππούς. Θα πάμε στο παζάρι, γριούλα μου, και θα πάρουμε ότι σ’ αρέσει.
Φτάσανε μετά από πολύ δρόμο στο μεγάλο παζάρι και κάθισαν να ξεκουραστούν. Όσοι περνούσαν από μπροστά τους τους χαιρετούσαν και τους καμάρωναν έτσι που τους έβλεπαν με τις υφαντές φορεσιές τους, τον παππού με τη σκαλιστή γκλίτσα και το μουστάκι το στριφτό και τη γιαγιά με τη μαντίλα τη μεταξωτή, την ποδιά την υφαντή και το ταγάρι με τη λίρα τη χρυσή μέσα.
Αφού χόρτασαν να χαιρετούν και να κοιτούν όλα τα καλά που υπήρχαν γύρω, πείνασαν και θυμήθηκαν το σκοπό του ερχομού τους.
-Σήκω, γέρο μου, φτάνουν τόσες καλημέρες. Πέρασε η ώρα, να ψωνίσουμε και να φύγουμε, γιατί θα νυχτώσει μέχρι να γυρίσουμε πίσω στο χωριό.
-Πάμε κατά το χασαπιό, καιρό έχουμε να φάμε λίγο κρέας, είπε ο παππούς.
Τράβηξαν κατά το χασαπιό.
-Είναι καλό το κρέας; Ρωτάνε το χασάπη.
-Καλό, καλό σα λουκούμι, απαντάει εκείνος.
Τραβάει παραπέρα ο παππούς τη γιαγιά:
-Αντί να πάρουμε κρέας, δεν παίρνουμε καλύτερα λουκούμια;
-Καλά λες, να πάρουμε λουκούμια, συμφώνησε η γιαγιά.
Πήγαν στο λουκουματζή. Ρώτησαν όμως πρώτα:
-Είναι καλά τα λουκούμια, παλικάρι;
-Καλά, καλά, σα μαστίχα, απάντησε ο λουκουματζής.
-Δεν παίρνουμε μαστίχα καλύτερα; Είπε ο παππούς και τράβηξαν κατά το μαστιχά.
-Είναι καλή η μαστίχα; Τον ρώτησαν.
-Καλή, καλή σα μέλι, λέει ο μαστιχάς.
Τραβάει η γιαγιά παραπέρα τον παππού:
-Ξέρεις τι λέω; Να πάρουμε μέλι καλύτερα.
-Καλά λες, είπε ο παππούς. Το μέλι δεν θέλει μάσημα. Το τρως κι είναι μαλακό και γλυκό.
-Είναι καλό το μέλι; Ρώτησαν το μελισσοκόμο.
-Καλό, καλό, σα ζάχαρη γλυκό, τους είπε ο μελάς.
-Βρε γριά, δεν παίρνουμε καλύτερα ζάχαρη; Λέει ο παππούς.
Η γιαγιά, αν και κουρασμένη, δεν του χάλασε χατίρι και πήγαν στον μπακάλη.
-Είναι καλή η ζάχαρη;
-Καλή, καλή, λέει ο μπακάλης, γλυκιά κι άσπρη σαν το γάλα.
-Καλύτερο το γάλα είπε η γιαγιά. Θα βάλουμε και ψωμί να γίνει παπάρα να μην αλλάξουμε και τα χούγια μας απότομα.

Και τράβηξαν κουρασμένοι, αλλά ευχαριστημένοι για το γαλατά.
-Είναι παχύ το γάλα; Τον ρώτησαν.
-Καλό και παχύ σαν βούτυρο, τον ρώτησαν κι αυτόν.
-Καλύτερο δε γίνεται, είπε ο βλάχος. Καθαρό και κίτρινο σα λάδι.
-Πως δεν το σκεφτήκαμε απ’ την αρχή, είπαν, ταλαιπωρημένοι, αλλά καλοπροαίρετοι και πήραν το δρόμο για το λαδά.
-Είναι καλά το λάδι;
-Καλό, καλό, είπε ο λαδάς, καθαρό σαν το κρασί. Αχ πως το θελε αυτή την ώρα ο παππούς ένα κρασάκι. Είχε μεσημεριάσει πια και τράβηξαν ξεπνοημένοι για την ταβέρνα. Ρωτούν τον ταβερνιάρη:
-Είναι καλό το κρασί;
-Καλό, το καλύτερο απ’ τα αμπέλια μου, δοκιμάστε το.
Το δοκίμασαν κι ήρθε η καρδιά τους στη θέση της. Τους έφερε και μια τηγανιά χοιρινή και λίγο τυρί, κι έκατσαν κι έφαγαν και ξεκουράστηκαν. Κάποια στιγμή κοιτάχτηκαν στα μάτια, κάτι τους παίδευε.
-Κι ήταν ανάγκη, γέρο μου, να περάσουμε όλα αυτά για να καταλάβουμε τι θέλαμε; Άιντε σήκω να φύγουμε , δεν προλαβαίνουμε. Δεν είμαστε εμείς για τα παζάρια. Μόλις είδαμε μια δραχμή παραπάνω, σαστίσαμε. Να πληρώσουμε, να φύγουμε.
Κατάκοποι γύρισαν στο χωριό. Οι άλλοι χωριανοί βλέποντας τους να γυρίζουν σκέφτονταν τι καλά πράγματα έφερναν στο ταγάρι, αλλ’ αυτό ήταν άδειο. Πέσανε ξεθεωμένοι για ύπνο κι από τότε δεν ξαναπήγαν στο παζάρι, περνούσαν καλύτερα στο σπίτι τους. Ότι ήθελαν το παράγγελναν με τους χωριανούς τους.
Κι έτσι περνούσαν καλά, κι εμείς καλύτερα.

Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: