Γιαλαντζί χειμώνες, γιαλαντζί ντουνιάς
Γενάρης μήνας, βαθιά χαράματα με ξυπνούσε η μάνα μου:
-Σήκω, κορίτσι μου, να δεις, χιονίζει.
Ήξερε πως λάτρευα τόσο το χιόνι, ώστε ευχαρίστως να θυσιάσω τον πρωινό μου ύπνο. Με ανέβαζε στον πάγκο της κουζίνας, μου άνοιγε το μικρό της παράθυρο και με παρακινούσε:
-Τραγούδα, να καταλάβει η γειτονιά ότι χιόνισε.
Κι άρχιζα εγώ το «Χιόνια στο καμπαναριό» και μέσα στην πρωινή σιγαλιά ο ήχος της φωνής καμπάνιζε στον παγωμένο αέρα. Όλα ονειρικά, νύχτα ακόμη, αλλά το χιόνι καταύγαζε την πλάση. Η γειτονιά με τις άθλιες ξύλινες παράγκες γύρω – γύρω, φάνταζε τώρα ονειρική. Το χιόνι εξωράιζε κάθε ασκήμια. Ακόμα και οι φράχτες με τα παλούκια είχαν το άσπρο σκουφάκι τους. Η ατμόσφαιρα μύριζε καμένο ξύλο από τις ξυλόσομπες που έκαιγαν μέρα – νύχτα.
-Παιδιά, χιονίζει, η Δεσπούλα τραγουδάει το «Χιόνια στο καμπαναριό, έλεγε στα παιδιά της η γειτόνισσα μας η Σιμιγδάλινα, ξυπνήστε.
Αλήθεια, τι χιόνια και τι κρύσταλλα ήταν εκείνα στα παιδικά μας χρόνια! Αν και το χωριό μας ήταν παραθαλάσσιο, το χιόνι έπεφτε άφθονο και έφτανε μέχρι το κύμα. Τα κρύσταλλα που κρέμονταν από τις στέγες των σπιτιών μας θύμιζαν ρώσικα εξοχικά, όπως εκείνα στο «Δόκτωρα Ζιβάγκο». Σπάγαμε τα κρυσταλλωμένα νερά και τα γλείφαμε σαν χειμωνιάτικο παγωτό.
Περίμενα, θυμάμαι, με λαχτάρα να ξημερώσει, να πάρω σβάρνα τους δρόμους. Γιατί εμένα, αντίθετα με τα άλλα παιδιά ο χιονοπόλεμος και οι χιονάνθρωποι δεν με ενδιέφεραν τόσο, άλλη ήταν η λόξα μου.
Άρχιζα από το πρωί αυτό που ονόμαζα «επισκέψεις χιονιού». Επισκεπτόμουνα όλους τους συγγενείς και φίλους εκείνη τη μέρα, για να έχω τη χαρά να περπατώ μέσα στο χιόνι που έπεφτε κι όλο έπεφτε. Απολάμβανα κάθε νιφάδα που έπεφτε πάνω μου.
Το μεσημέρι ξεπαγιασμένη με τα πόδια κρύσταλλα μέσα στις λαστιχένιες μπότες, επέστρεφα στο σπίτι. Η μάνα μου με ψευτομάλωνε, που γυρίζω απ’ το πρωί και θα την αρπάξω. Αλλά κι εκείνη τα ίδια ένιωθε όταν χιόνιζε και μας ετοίμαζε πάντοτε ξεχωριστό φαγητό και γλυκό, για να είναι διπλή η χαρά της μέρας.
Στο σπίτι εύρισκα και μία άλλη κατάσταση. Ο αδερφός μου επιδιδόταν με ζήλο σ’ αυτό που αποκαλούσε «κυνήγι με κοσκίνα». Κλεισμένος στο ευπρεπές – ευτυχώς – αντίθετα με πολλά άλλα καμπινέ, όπου η στοργική μάνα μας του είχε και αναμμένο μαγκάλι μην της κρυώσει, παρακολουθούσε απ’ το στενόμακρο παραθυράκι την αυλή κρατώντας στα χέρια του ένα σπάγκο δεμένο στην κοσκίνα.
Στην άκρη της αυλής μας κάτω από ένα δέντρο είχε στήσει μία σιδερένια κοσκίνα, όρθια, με ένα ξύλο να τη συγκρατεί και κάτω απ’ την κοσκίνα είχε τρίψει άφθονο ψωμί για να δελεάσει τα φτερωτά του θύματα. Έτσι έπιανε τα πουλιά που κατέβαιναν από τα βουνά για να βρουν τροφή. Το ίδιο έκαναν όλα σχεδόν τα αγόρια του χωριού ή κυνηγούσαν με τη σφεντόνα, που μόνοι τους κατασκεύαζαν.
Πολλά πουλιά πιάνονταν ζωντανά και τα παίρναμε στο σπίτι μέσα και μετά τα αφήναμε ελεύθερα.
Το καλύτερο φαγητό τέτοιες μέρες ήταν τα χωριάτικα λουκάνικα, που οι ίδιες οι μάνες μας τα έκαναν με νόστιμο κρέας και μικρά κομματάκια πορτοκαλιού μέσα. Τα τρώγαμε ψητά για πρωινό και μοσχοβολούσε όλος ο τόπος.
Αξέχαστοι και οι χειμώνες των παιδικών μας χρόνων. Χειμώνες πραγματικοί κι όχι γιαλαντζί, όπως σήμερα.
Τώρα γιαλαντζί, χειμώνες, γιαλαντζί ντουνιάς, όπως έλεγε η αείμνηστη μικρασιάτισσα γιαγιά Ραλλού.
Η Καρβουνοσκαλίτισσα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου