Μυτιλήνη, οι ρίζες
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στη Βαρειά της Μυτιλήνης γύρω στα 1870. Γιός του Γαβριήλ και της Πηνελόπης, Χατζημιχαήλ υπήρξε το μεγαλύτερο από τα 8 παιδιά της οικογένειας. Ο παππούς του από μεριά της μητέρας του ήταν αγιογράφος. Ο Θεόφιλος δεν φαίνεται ωστόσο να συμπαθούσε τον καλοστεκούμενο αυτό γέροντα, που τον έβλεπε ως «αντιπαθητικό κατεστημένο» σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες.
Το ανήλειαγο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού υπήρξε κατά την παιδική του ηλικία το πρώτο εργαστήριο του ανήσυχου αυτού μικρού. Αντί να παίζει με τα παιδιά της ηλικίας του, κλεινόταν εκεί μέσα και ζωγράφιζε τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Αυτή τη συνήθεια –να ζωγραφίζει τραγουδώντας – την κράτησε σε όλη του τη ζωή. Ίσως έτσι, όπως αναφέρει ο Δημήτρης Πικιώνης να δημιουργούσε την ατμόσφαιρα που του ήταν απαραίτητη και τον ενέπνεε στην καλλιτεχνική του δημιουργία.
Ο Θεόφιλος ήταν αριστερόχειρας, κι αυτό προκαλούσε πολλά και σαρκαστικά πειράγματα από τους γύρω του. «Ζερβοκουτάλα» τον αποκαλούσαν πολλοί άσπονδοι φίλοι του. Αυτός όμως πάλεψε να υπερνικήσει αυτό που τότε θεωρούνταν μειονέκτημα, με τη ζωγραφική. Έκανε λοιπόν στο υπόγειο του σπιτιού του πάμπολλα σχέδια, μέχρι να νιώσει ώριμος και να πει στην αδερφή του: «πάρε πόζα να σεζωγραφίσω».
Στη νηπιακή του ηλικία μια βαριά αρρώστια του αφήνει ένα τραυματισμό στη φωνή. Ίσως και τα τραγούδια που συνόδευαν τη ζωγραφική του να μην ήταν άλλο παρά μια άσκηση, για να κατανικήσει κι αυτή του την αδυναμία. Αυτός , λοιπόν, ο αδύνατος και καχεκτικός νέος, ο πληγωμένος από τους γύρω του, βρήκε ένα κόσμο για να εκφράσει το θησαυρό που υπήρχε κλεισμένος στην ψυχή του, τον κόσμο της φαντασίας του.
Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 τον βρίσκει στη Σμύρνη, αλλά σύντομα φεύγει για το Βόλο.
Στο Πήλιο.
Η «νέα πόλις του Βόλου» από τα 1890 αρχίζει να συγκεντρώνει την οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα των χωριών του Πηλίου. Στα χρόνια αυτά της δεκαετίας του ΄90 εμφανίζεται ο Θεόφιλος, στην ηλικία των 30 χρονών. Δείχνει πολύ μεγαλύτερος και με την εκκεντρική του εμφάνιση γίνεται στόχος πειραγμάτων και χονδρών αστεϊσμών.
Ζωγραφίζει σε σπίτια και καφενεία, σε φούρνους και μπακάλικα για ένα πιάτο φαί, κάνα κρεμμύδι – που ήταν και η μεγάλη αδυναμία του – και λίγο κρασί. Λίγα κέρματα είναι η ανταμοιβή του, γι’ αυτό και συνήθιζε να λέει πως δεν πουλάει τα έργα του, αλλά τα χαρίζει.
Ζούσε σε άθλια δωμάτια και έκανε και άλλες βαριές δουλειές για να επιβιώσει. Άφησε έργα του στις Μηλιές, στην Πορταριά, τη Μακρινίτσα, στον Άνω Βόλο και αλλού. Στις Αποκριές ντύνεται «Μέγας Αλέξανδρος» και για στρατό του έχει μικρά παιδιά της περιοχής.
Η πιο δημιουργική όμως περίοδος για το Θεόφιλο ξεκινά μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όταν μεγάλος αριθμός προσφύγων εγκαθίσταται στην περιοχή του Βόλου. Οι πρόσφυγες στήνουν μαγαζιά, ταβέρνες και ραφεία, πατσατζίδικα και μικροεμπορικά. Φέρνουν μαζί τους το μπαγλαμά, τα τραγούδια τους και το μεράκι της λαϊκής διακόσμησης. Ποιος άλλος εκτός απ’ το Θεόφιλο θα μπορούσε να τους εκφράσει; Τώρα οι παραγγελιές πληθαίνουν, η πληρωμή του είναι καλύτερη. Το φαγητό του τώρα πλουτίζεται από πικάντικους μεζέδες. Βρίσκει, επιτέλους, ανθρώπινη και καλλιτεχνική ανταπόκριση. Γι αυτό και τα χρώματά του φωτίζουν, γίνονται λαμπερά και πολύχρωμα. Η στεναχώρια της Θεσσαλικής περιόδου εγκαταλείπεται.
Δυστυχώς, στα 1930 οι παράγκες των προσφύγων καταστρέφονται από τη φωτιά και τον κασμά και έτσι χάνεται ένα ωραίο και μεγάλο μέρος απ’ το έργο του ζωγράφου.
Γύρω όμως στα 1910 – 12 ο μυλωνάς και κτηματίας Γιάννης Κοντός από την Ανακαστά θα γίνει ο προστάτης που του δίνει κατοικία και εκείνος του διακοσμεί ένα δωμάτιο στο μύλο του και όλο το επάνω πάτωμα του σπιτιού του στην Ανακασιά. Αυτό το σπίτια σήμερα είναι μουσείο και αποτελεί το κυριότερο μνημείο της τέχνης του Θεόφιλου. Εικοσιτρείς συνθέσεις και πολλά διακοσμητικά μοτίβα γεμίζουν 35 μέτρα τοίχου.
Τριάντα χρόνια έζησε στο Βόλο και το Πήλιο ο Θεόφιλος το 1927, ενώ ζωγραφίζει την πρόσοψη ενός μαγαζιού πάνω σε μια σκάλα, κάποιος για να διασκεδάσει, την τραβά και ο Θεόφιλος πέφτει βαρύς στο χώμα. Χτυπάει άσχημα κι από τότε εξαφανίζεται από την περιοχή του Βόλου.
Της Δ. Στυλιανίδου - Φιλολόγου
(Συνέχεια στο επόμενο)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου