Κωστής Ανδριώτης
Απ’ τη Δανία φουλάραμε, βοήθεια για τη Μπιάφρα. Σε πούσι μπλέξαμε Όστρια γύρεψε η πλώρη μας, τη βρήκε, κόλλησε εκεί, πάμε για κάτω. Βδομάδα πέρασε, έμεινε πίσω ο καιρός, νοτιεύαμε. Απ’ τα Κανάρια κάτω καλοκαίριεψε, σορτσάκια βγήκαν, σαγιονάρες και στη κουβέρτα αρχίνησαν τα σουλάτσα – Βρήκε ευκαιρία το πλήρωμα και τ’ όριξε στις βούτες μέσ’ τα ανασφάλιστα τ’ αμπάρια- Κάργα δεύτερο χέρι ρούχα, στοίβες με τσέρκια συρμάτινα, απ’ τα κατάμπαρα ψηλά μέχρι τα μπούνια. Δυο τσέρκια έσπαζες κι η στοίβα τιναζότανε να πιάσει όλο το τόπο- Φούστες, ταγιέρ, πουκάμισα, παλτό, γόβες, παπούτσια, μπότες, κόκκινα, μωβ και κίτρινα, ένα γιουσουρούμ δικό σου-
Σε δύο μέρες, ντύθηκε το βαπόρι Αμερική. Προβάρισε πρώτα η μηχανή. Λαδάδες, τρίτοι, πηγαίναν κάτω για δουλειά, λόρδοι ντυμένοι βελούδα και δαμάσκα. Όλοι ύστερα τόριξαν στο σενάριο και ντυνόταν ξεπίτηδες, άλλοι γαμπροί, άλλοι αθλητές ότι έβρισκε ο καθένας. Γελούσαμ’ όλοι – Escraves River είπανε κι όσο σιμώναμε τον καπετάνιο τον ζώνανε τα φίδια – Χάρτες παλιοί κι αδιόρθωτοι, χωρίς μια πορτολάνα, πιλότος ανύπαρκτος, το λιμάνι ψηλά μέσα και τα βραχέα του βουβά δύο βδομάδες τώρα – βρήκα μιαν άκρη. Ρώτησα τους ψαράδες Έλληνες που ψάχνανε γαρίδες πάνω κάτω. Είπανε λίγα δεν μας φώτισαν. Σιμώναμε, άλλαζε χρώμα η θάλασσα, ερχόταν μια θολούρα. Γέμισε κόσμο η γέφυρα, στα κιάλια τρεις να ψάχνουν για τη μπούκα κι οι άλλοι απ’ τις βαρδιόλες έβλεπαν και δείχναν, - Ντόπιες φελούκες μένα σωρό το τσούρμο, δυο τρείς με κάτι μηχανές οι άλλες με κάτι σαν πανιά, τρύπες ολόγιομα, σαν κατσιβέλες μπαίναν και βγαίναν, χωρίς να νοιάζονται για μας. Φουντάραμε και στη στιγμή, προβάλανε από παντού πέντε, έξη, εφτά μικρά μονόξυλα και κάνανε σινιάλα, κι έρχονταν.
Το τρίτο, σηκώνει ένα πανί ψηλά σε δυο κοντάρια που έγραφε στα ελληνικά – «του ποταμιού τα δύσκολα, κατέχει μόνο ο ΜΑΚΗΣ» - Φτάσαν απίκο – Ζύγιασ’ ο καπετάνιος τόκλωσε, ρίξαμε ανεμόσκαλα, σαλτάρησε πάνω ο Μάκης και χόρτασε το μάτι μου μαυρίλα. Πριν πούμε λέξη, αράδιασε χαρτιά απ’ άλλους καπεταναίους που τον σύστηναν «Μ’ ανέβασε Γενάρη του 78 αυτός μ’ ένα δικό του τιμονιέρο. Καλός, φτηνός, προσεκτικός» M/V ARGO capt. Νικόλας Μέρτζος.
Σε δύο μέρες, ντύθηκε το βαπόρι Αμερική. Προβάρισε πρώτα η μηχανή. Λαδάδες, τρίτοι, πηγαίναν κάτω για δουλειά, λόρδοι ντυμένοι βελούδα και δαμάσκα. Όλοι ύστερα τόριξαν στο σενάριο και ντυνόταν ξεπίτηδες, άλλοι γαμπροί, άλλοι αθλητές ότι έβρισκε ο καθένας. Γελούσαμ’ όλοι – Escraves River είπανε κι όσο σιμώναμε τον καπετάνιο τον ζώνανε τα φίδια – Χάρτες παλιοί κι αδιόρθωτοι, χωρίς μια πορτολάνα, πιλότος ανύπαρκτος, το λιμάνι ψηλά μέσα και τα βραχέα του βουβά δύο βδομάδες τώρα – βρήκα μιαν άκρη. Ρώτησα τους ψαράδες Έλληνες που ψάχνανε γαρίδες πάνω κάτω. Είπανε λίγα δεν μας φώτισαν. Σιμώναμε, άλλαζε χρώμα η θάλασσα, ερχόταν μια θολούρα. Γέμισε κόσμο η γέφυρα, στα κιάλια τρεις να ψάχνουν για τη μπούκα κι οι άλλοι απ’ τις βαρδιόλες έβλεπαν και δείχναν, - Ντόπιες φελούκες μένα σωρό το τσούρμο, δυο τρείς με κάτι μηχανές οι άλλες με κάτι σαν πανιά, τρύπες ολόγιομα, σαν κατσιβέλες μπαίναν και βγαίναν, χωρίς να νοιάζονται για μας. Φουντάραμε και στη στιγμή, προβάλανε από παντού πέντε, έξη, εφτά μικρά μονόξυλα και κάνανε σινιάλα, κι έρχονταν.
Το τρίτο, σηκώνει ένα πανί ψηλά σε δυο κοντάρια που έγραφε στα ελληνικά – «του ποταμιού τα δύσκολα, κατέχει μόνο ο ΜΑΚΗΣ» - Φτάσαν απίκο – Ζύγιασ’ ο καπετάνιος τόκλωσε, ρίξαμε ανεμόσκαλα, σαλτάρησε πάνω ο Μάκης και χόρτασε το μάτι μου μαυρίλα. Πριν πούμε λέξη, αράδιασε χαρτιά απ’ άλλους καπεταναίους που τον σύστηναν «Μ’ ανέβασε Γενάρη του 78 αυτός μ’ ένα δικό του τιμονιέρο. Καλός, φτηνός, προσεκτικός» M/V ARGO capt. Νικόλας Μέρτζος.
Κι οι άλλοι πάνω κάτω, έτσι γράφανε. Παζάρευε ο καπετάνιος τα βρήκε, σφύριξε εκείνος, ανέβηκε κι ο αδερφός. Χάραμα τ’ άλλο πρωί βυράραμε. Ο Μάκης στο κουμάντο, τ’ αδέρφι στο τιμόνι, ο καπετάνιος στη σκουτούρα, πάμε – Κόντρα ανεβαίνουμε κι ο ποταμός πότε στενός, πότε φαρδύς, χωρίς μια τσαμαδούρα. Έλεγε ο Μάκης ότι λίγο πιο πάνω, ήταν φουρκέτα μια στροφή, το ρέμα κατακούτελα, το πλοίο μακρυνάρι, δεν τόπαιρνε να στρίψει, αλλά captn don’t worry, Μάκης very good – Άκουγε ο καπετάνιος κι ανέβαζε ένα σύγκρυο, να τρέμει Attention τσίριξε ο Μάκης.
Κι ερχόταν όλο απ’ αριστερά ο ποταμός. Όλο το δρόμο χτυπάει στη μηχανή και κάργα αριστερά διατάζει στο τιμόνι. Άρχισε να παίρνει η πλώρη αριστερά, μ’ ορμή βογάρηζε το ρεύμα τη νικούσε κι έπιασε η λαμαρίνα ένα τρέμουλο να σπάσει και μείς μαζί. Πήγε καμπόσο, τρέξαμε απ’ τα δεξιά, σφίξαμε μάτια, πόδια, πιαστήκαμε, μπάααμ δίνουμε μια βουβή, χώθηκε η πλώρη. Χώμα ήτανε, λασπουριά και βγήκαμε καμπόσο, το κάσαρο το σκέπασαν τα δέντρα. Του καπετάνιου του φύγαν κατρουλιά, μούγρωσε – Ο Μάκης, πήγε ήρθε, ζύγιασε κι έμειν’ ακούνητος. Σε λίγο, άρχισε η πρύμη να παίρνει δεξιά, ήρθε στα σένια χτυπάει στη μηχανή αργά ανάποδα, σε λίγο ξελαμώνουμε κι απάνω εκεί, πρόσω μ’όλη τη δύναμη, έφτασ’ η πλώρη μεσαριά και ναι αυτό ήταν. Πήραμ’ ανάσες, τσιγάρα ανάψαμε και ήρθανε καφέδες.
Έβγαλε ο καπετάνιος τρία ούφ κι ο Μάκης έσκασε στα γέλια. Πάμε καμπόσο ακόμα, πιάνει τ’ απόγιομα, είχ’ ένα πλάτεμα, φουντάραμε, γι’ αύριο ότι απόμεινε – Που κρύβονταν; Τριάντα μονόξυλα, πενήντα μικρά και μεγαλύτερα, μονόκουπα, γυναίκες άντρες, τα πιότερα με πιτσιρίκια μια σταλιά μυξιάρικα, ξεφύτρωναν από παντού, μας ζώσαν, και ζητούσαν. Ρίχναμ’ εμείς, σαπούνια, μήλα στην αρχή κι ότι ξέφευγε βουτούσαν στα θολά για να το πιάσουν. Και γέλια και φωνές, παιχνίδι γίνηκε κι αφού σωθήκαν, ρίχναμε ρούχα, ότι απ’ τ’ αμπάρια είχαμε - λίγο πιο κει για να βουτούν πολλοί μαζί. Κάτω χαμός. Πως οι είκοσι όταν στα φώτα βουτούν και πιάνουν τον σταυρό και τον τραβολογούν; Έτσι!!! Γιόμισαν τα μονόξυλα, λαμέ, βελούδα και μοχέρ, ελβιέλες και σκαρπίνια, μέχρι τα μπούνια. Κι’ όλοι, ότι τους γυάλιζε στο μάτι απίκο το φορούσαν, μύριζε ναφθαλίνη ο ποταμός. Έπεσ’ η νύχτα.
Στέρεψε η ΟΥΝΡΑ, φύγαν κι αυτοί, χαθήκαν – Στη φέξη ξεκινήσαμε, όλοι πιο ήρεμοι πια, χαζεύαμε τη ζούγκλα απ’ τη βαρδιόλα.
Φτάσαμε. Φούντο μπροστά, στη πρύμη η τσαμαδούρα, παρέκει ένας Σπανιόλος και πιο μπροστά, ένας ακόμα Έλληνας – Ρωτήσαμε, είπαν πως ήταν ζόρικα. Όλα τα φώτα ανοιχτά, διπλές σκοπιές και τέτοια. Ήρθε το βράδυ και φυλούσαμε αστακοί. Ο Στάθης βατσιμάνης, Μυτιληνιός πιτσιρικάς, την πρύμη ανάλαβε ζωσμένος δυο μαχαίρια, μια σιδερογροθιά και ας τολμήσουν οι αράπηδες και θα τους πει εκείνος. Έστειλε και δυο ντόπιους ο πράκτορας. Ξερακιανοί, ξυπόλυτοι ήρθανε φάγαν κι’όταν ο ήλιος έπεσε, πιάσαν τα πόστα τους. Ένας μπροστά κι ο άλλος πίσω. Σιάξαν τα τόξα τους. Τέτοια με βέργες, παιδιάστικα και βέλη καλαμένια. Και κει πάνω στο παραπέτο παράταξαν, μπουκάλια της μπύρας νερό γεμάτα, να τα πετούν μ’ ορμή είπαν, σαν έκαναν ντου οι κλέφτες. Είδαμε αυτά κι αποφασίστηκε κι εγώ να μείνω ξυπνητός για να προσέχω. Πήρα ένα σουγιά κι ένα πιστόλι που πετάει φωτοβολίδες. Έτσι αρματώθηκα και βγήκα. Μεσάνυχτα το πλοίο έπεσε για ύπνο. Μείναμε εμείς. Πήρα να κάνω βόλτες, πρύμα πλώρα και πάλι μια το ίδιο. Φώτα ότι είχαμε, που κάναν ένα κύκλο γύρω κι έστελνε ένα θάμπος το ποτάμι. Μέτρο πιο κει, πίσσα βαθειά, μονάχα φόβος – Κυλούσε η νύχτα, πιρούνιαζε ένα αγιάζι, βοούσε η ζούγκλα. Θα’ τανε τρεις. Μπήκα να κάνω ένα καφέ. Να πέρασ’ ένα τέταρτο.
Βγήκα για πρύμα, κόκαλο, μου πέφτει η τσάσκα. Τον Στάθη είχε αρπαγμένο ένας αράπακας, τούχε μία μαχαίρα στο λαιμό, του πήρε τ’ άρματα μαζί και το ρολόι κι η Μυτιλήνη είχε τα χέρια του ψηλά, τα μάτια γουρλωμένα κι ούτε άχνα. Βγάζω σουγιά δεν άνοιγε, δείχνω πιστόλι σηκώνω μπόι, βγάζω φωνή τάχα να φοβερίσω, τίποτα αυτός ατάραχος, τα πράγματα θαρρώ, χειρότερα πως πήγαν. Πισωπατώ σπάω τ’ alarm πατώ, τρυπούν τ’ αυτιά, τσιρίζουν οι σειρήνες. Τρέμουλο μ’ έπιασε, τρέχω ξανά τ’ άρματα στον αέρα και φωνές. Όσο εγώ φοβέριζα, τόσο ο αράπακας τζούλωνε τη μαχαίρα στον λάρυγγα του Μυτιληνιού. Χώνεψε εκείνος, ν’ αφήσει πόδια χέρια – Μεσ’ τις σειρήνες ακούστηκε μια σφυριξιά δίνει μια ο αράπακας, σαβούρντισε μπροστά πέντε μέτρα ο Στάθης κι έτσι απόμεινε. Πρύμα τρέχει ο αράπακας ξωπίσω εγώ με το πιστόλι, σαλτάρει στο νερό, σηκώνω να του ανάψω μια στη κεφαλή, μα μετανιώνω στη στιγμή. Πιο κει ξανοίγει ένα κανό, τρεις ήταν πού’χανε καλουμάρει έναν κάβο και τον πήγαιναν.
Ξύπνησαν κι οι δικοί μας κατέβηκαν. Τους είπα, είδαν κι όσα προλάβαν. Στη βάρκα διατάζει ο καπετάνιος και μπαίνουμε αυτός κατάπλωρα, τα σκέλια ανοιχτά, στα χέρια ένα πιστόλι, πιο πίσω ο αδερφός του ο ηλεκτρολόγος, μέσα τρείς ναύτες με τσεκούρια πυρκαγιάς και γω για το τιμόνι, βάζω μπροστά και πάμε. Πάμε που; Μόλις βγήκαμε απ’ τη φωτηνειά μπήκαμε κόλαση Πήγαμε λίγο, πέσαμε στα ρηχά, έφυγε ο αδερφός μ’ένα φακό, κάτι σα να γινόταν εκεινά, χωριό, καλύβες, δέντρα κι ύστερα πενήντα νάταν εκατό, πούχαν στον ώμο τους τον κάβο και τον φευγάτιζαν ίσια στη ζούγκλα. Τους πιάσαμε φωνάζει ο Καπετάνιος, πως ο Κολόμβος.
Λαμώνει η βάρκα, στη μέση ήρθαν τα βούρλα κι η μηχανή να σβήσει. Κι άρχισε τ’ άλλο μισό χωριό να μας περικυκλώνει και να πετά από στεριά και ποταμό ότι έβρισκε. Πετούσαν κι όλο στένευαν. Τι να πρωτοφέξει ο φακός και μείς από πια μεριά να φυλαχτούμε. Τραβούσε βούρκο η μηχανή κι ήτανε να τα φτύσει, κι αυτοί σίμωναν, στο μέτρο φτάσανε, στο τσάκ να μας κουρσέψουν. Βάζω ανάποδα, βογκά κάνει να πάρει πίσω, τότε βγαίνει ένας χάρος, δίνει μια του αδερφού με μια μαχαίρα, ακούσαμ’ ένα ώωωχ πάει κι ο φακός. Σκύβουν δυο ναύτες αρπάζουν τον αράπακα τον ρίχνουν μεσ’ τη βάρκα. Βογκούσε ο αδερφός, βογκούσε η μηχανή κι έπαιρνε πόντο – πόντο. Στο πόντο φτάσανε κι οι αράπακες κι άρχισε το Αρτεμήσιο, τυφλά μέσα στη πίσσα. Αργά ξελάμωσε, μακρύναμε καμπόσο, σα να σωθήκαμε θαρρώ. Ζυγώσαμε στη φωτεινιά κι είδαμε εκεί τον αδερφό στα αίματα, τα χέρια του στα μπούτια να ζουπάει, σήκωσε, εκεί τον πήρε η μαχαιριά, πέρασε κι έκοψε, θα δούμε πάνω τη ζημιά.
Τον χάρο τον είχαν ρίξει στα πανιόλα οι ναύτες και τον ποδοπατούσαν. Φτάσαμε, ανεβήκαμε, σύραν και κείνον. Τον δέσανε πισθάγκωνα μ’ ένα σχοινί στο ρέλι, κι ήταν αυγή και μαζώχτηκαν οι δικοί μας κι άρχισαν με βαριές κλωτσιές να τον λιντσάρουν.
Έσκουζε εκείνος, χώνεψε, έκρυψε το κεφάλι μέσ’ τα πόδια σαν τον σκαντζόχοιρο και καρτερούσε. Οι δικοί μας το χόντρυναν και τόκαναν πιο άγρια κι απ’ τους άγριους, αλλοίμονο. – Δεν τ’ άντεξα. Μπήκα ανάμεσα. Ζόρικη η στιγμή, ακροβατούσε – Είπαν, είπανε, έκατσε η μπόρα κάνανε κύκλο μοναχά και έβριζαν λόγια. Έγινε μέρα. Ήρθαν οι αρχές, μας είπαν μοναχά γιατί δεν τους σκοτώνατε, πήραν τον χάρο κι έφυγαν. Βδομάδα πέρασε και τ’ αδερφού μερώσαν οι πληγές. Βγήκαμε, πήγαμε σ’ένα μαγαζί, βρήκαμε τον ίδιο κάβο να πουλούν. Λίγα παζάρια κι ήρθε ξανά στη πρύμη μας ο κάβος. Την άλλη μέρα, μας έβγαλε έξω ο Μάκης.- Πήραμε τον ανήφορο, πάμε για αλλού. Ο αδερφός επιμένει πως αν είχε φώς θα του’ παιρνε με τη μία το λαρύγγι. Η Μυτιλήνη πως άλλη φορά εδώ χάμω δεν μπαίνει Βατσιμάνης. Εγώ, πως για ένα κολόσχοινο πήγαμε να χαθούμε και ο καπετάνιος έλεγε το κολοπίστολο τι τόχω;
Κι ανηφορίζαμε -
Κι ερχόταν όλο απ’ αριστερά ο ποταμός. Όλο το δρόμο χτυπάει στη μηχανή και κάργα αριστερά διατάζει στο τιμόνι. Άρχισε να παίρνει η πλώρη αριστερά, μ’ ορμή βογάρηζε το ρεύμα τη νικούσε κι έπιασε η λαμαρίνα ένα τρέμουλο να σπάσει και μείς μαζί. Πήγε καμπόσο, τρέξαμε απ’ τα δεξιά, σφίξαμε μάτια, πόδια, πιαστήκαμε, μπάααμ δίνουμε μια βουβή, χώθηκε η πλώρη. Χώμα ήτανε, λασπουριά και βγήκαμε καμπόσο, το κάσαρο το σκέπασαν τα δέντρα. Του καπετάνιου του φύγαν κατρουλιά, μούγρωσε – Ο Μάκης, πήγε ήρθε, ζύγιασε κι έμειν’ ακούνητος. Σε λίγο, άρχισε η πρύμη να παίρνει δεξιά, ήρθε στα σένια χτυπάει στη μηχανή αργά ανάποδα, σε λίγο ξελαμώνουμε κι απάνω εκεί, πρόσω μ’όλη τη δύναμη, έφτασ’ η πλώρη μεσαριά και ναι αυτό ήταν. Πήραμ’ ανάσες, τσιγάρα ανάψαμε και ήρθανε καφέδες.
Έβγαλε ο καπετάνιος τρία ούφ κι ο Μάκης έσκασε στα γέλια. Πάμε καμπόσο ακόμα, πιάνει τ’ απόγιομα, είχ’ ένα πλάτεμα, φουντάραμε, γι’ αύριο ότι απόμεινε – Που κρύβονταν; Τριάντα μονόξυλα, πενήντα μικρά και μεγαλύτερα, μονόκουπα, γυναίκες άντρες, τα πιότερα με πιτσιρίκια μια σταλιά μυξιάρικα, ξεφύτρωναν από παντού, μας ζώσαν, και ζητούσαν. Ρίχναμ’ εμείς, σαπούνια, μήλα στην αρχή κι ότι ξέφευγε βουτούσαν στα θολά για να το πιάσουν. Και γέλια και φωνές, παιχνίδι γίνηκε κι αφού σωθήκαν, ρίχναμε ρούχα, ότι απ’ τ’ αμπάρια είχαμε - λίγο πιο κει για να βουτούν πολλοί μαζί. Κάτω χαμός. Πως οι είκοσι όταν στα φώτα βουτούν και πιάνουν τον σταυρό και τον τραβολογούν; Έτσι!!! Γιόμισαν τα μονόξυλα, λαμέ, βελούδα και μοχέρ, ελβιέλες και σκαρπίνια, μέχρι τα μπούνια. Κι’ όλοι, ότι τους γυάλιζε στο μάτι απίκο το φορούσαν, μύριζε ναφθαλίνη ο ποταμός. Έπεσ’ η νύχτα.
Στέρεψε η ΟΥΝΡΑ, φύγαν κι αυτοί, χαθήκαν – Στη φέξη ξεκινήσαμε, όλοι πιο ήρεμοι πια, χαζεύαμε τη ζούγκλα απ’ τη βαρδιόλα.
Φτάσαμε. Φούντο μπροστά, στη πρύμη η τσαμαδούρα, παρέκει ένας Σπανιόλος και πιο μπροστά, ένας ακόμα Έλληνας – Ρωτήσαμε, είπαν πως ήταν ζόρικα. Όλα τα φώτα ανοιχτά, διπλές σκοπιές και τέτοια. Ήρθε το βράδυ και φυλούσαμε αστακοί. Ο Στάθης βατσιμάνης, Μυτιληνιός πιτσιρικάς, την πρύμη ανάλαβε ζωσμένος δυο μαχαίρια, μια σιδερογροθιά και ας τολμήσουν οι αράπηδες και θα τους πει εκείνος. Έστειλε και δυο ντόπιους ο πράκτορας. Ξερακιανοί, ξυπόλυτοι ήρθανε φάγαν κι’όταν ο ήλιος έπεσε, πιάσαν τα πόστα τους. Ένας μπροστά κι ο άλλος πίσω. Σιάξαν τα τόξα τους. Τέτοια με βέργες, παιδιάστικα και βέλη καλαμένια. Και κει πάνω στο παραπέτο παράταξαν, μπουκάλια της μπύρας νερό γεμάτα, να τα πετούν μ’ ορμή είπαν, σαν έκαναν ντου οι κλέφτες. Είδαμε αυτά κι αποφασίστηκε κι εγώ να μείνω ξυπνητός για να προσέχω. Πήρα ένα σουγιά κι ένα πιστόλι που πετάει φωτοβολίδες. Έτσι αρματώθηκα και βγήκα. Μεσάνυχτα το πλοίο έπεσε για ύπνο. Μείναμε εμείς. Πήρα να κάνω βόλτες, πρύμα πλώρα και πάλι μια το ίδιο. Φώτα ότι είχαμε, που κάναν ένα κύκλο γύρω κι έστελνε ένα θάμπος το ποτάμι. Μέτρο πιο κει, πίσσα βαθειά, μονάχα φόβος – Κυλούσε η νύχτα, πιρούνιαζε ένα αγιάζι, βοούσε η ζούγκλα. Θα’ τανε τρεις. Μπήκα να κάνω ένα καφέ. Να πέρασ’ ένα τέταρτο.
Βγήκα για πρύμα, κόκαλο, μου πέφτει η τσάσκα. Τον Στάθη είχε αρπαγμένο ένας αράπακας, τούχε μία μαχαίρα στο λαιμό, του πήρε τ’ άρματα μαζί και το ρολόι κι η Μυτιλήνη είχε τα χέρια του ψηλά, τα μάτια γουρλωμένα κι ούτε άχνα. Βγάζω σουγιά δεν άνοιγε, δείχνω πιστόλι σηκώνω μπόι, βγάζω φωνή τάχα να φοβερίσω, τίποτα αυτός ατάραχος, τα πράγματα θαρρώ, χειρότερα πως πήγαν. Πισωπατώ σπάω τ’ alarm πατώ, τρυπούν τ’ αυτιά, τσιρίζουν οι σειρήνες. Τρέμουλο μ’ έπιασε, τρέχω ξανά τ’ άρματα στον αέρα και φωνές. Όσο εγώ φοβέριζα, τόσο ο αράπακας τζούλωνε τη μαχαίρα στον λάρυγγα του Μυτιληνιού. Χώνεψε εκείνος, ν’ αφήσει πόδια χέρια – Μεσ’ τις σειρήνες ακούστηκε μια σφυριξιά δίνει μια ο αράπακας, σαβούρντισε μπροστά πέντε μέτρα ο Στάθης κι έτσι απόμεινε. Πρύμα τρέχει ο αράπακας ξωπίσω εγώ με το πιστόλι, σαλτάρει στο νερό, σηκώνω να του ανάψω μια στη κεφαλή, μα μετανιώνω στη στιγμή. Πιο κει ξανοίγει ένα κανό, τρεις ήταν πού’χανε καλουμάρει έναν κάβο και τον πήγαιναν.
Ξύπνησαν κι οι δικοί μας κατέβηκαν. Τους είπα, είδαν κι όσα προλάβαν. Στη βάρκα διατάζει ο καπετάνιος και μπαίνουμε αυτός κατάπλωρα, τα σκέλια ανοιχτά, στα χέρια ένα πιστόλι, πιο πίσω ο αδερφός του ο ηλεκτρολόγος, μέσα τρείς ναύτες με τσεκούρια πυρκαγιάς και γω για το τιμόνι, βάζω μπροστά και πάμε. Πάμε που; Μόλις βγήκαμε απ’ τη φωτηνειά μπήκαμε κόλαση Πήγαμε λίγο, πέσαμε στα ρηχά, έφυγε ο αδερφός μ’ένα φακό, κάτι σα να γινόταν εκεινά, χωριό, καλύβες, δέντρα κι ύστερα πενήντα νάταν εκατό, πούχαν στον ώμο τους τον κάβο και τον φευγάτιζαν ίσια στη ζούγκλα. Τους πιάσαμε φωνάζει ο Καπετάνιος, πως ο Κολόμβος.
Λαμώνει η βάρκα, στη μέση ήρθαν τα βούρλα κι η μηχανή να σβήσει. Κι άρχισε τ’ άλλο μισό χωριό να μας περικυκλώνει και να πετά από στεριά και ποταμό ότι έβρισκε. Πετούσαν κι όλο στένευαν. Τι να πρωτοφέξει ο φακός και μείς από πια μεριά να φυλαχτούμε. Τραβούσε βούρκο η μηχανή κι ήτανε να τα φτύσει, κι αυτοί σίμωναν, στο μέτρο φτάσανε, στο τσάκ να μας κουρσέψουν. Βάζω ανάποδα, βογκά κάνει να πάρει πίσω, τότε βγαίνει ένας χάρος, δίνει μια του αδερφού με μια μαχαίρα, ακούσαμ’ ένα ώωωχ πάει κι ο φακός. Σκύβουν δυο ναύτες αρπάζουν τον αράπακα τον ρίχνουν μεσ’ τη βάρκα. Βογκούσε ο αδερφός, βογκούσε η μηχανή κι έπαιρνε πόντο – πόντο. Στο πόντο φτάσανε κι οι αράπακες κι άρχισε το Αρτεμήσιο, τυφλά μέσα στη πίσσα. Αργά ξελάμωσε, μακρύναμε καμπόσο, σα να σωθήκαμε θαρρώ. Ζυγώσαμε στη φωτεινιά κι είδαμε εκεί τον αδερφό στα αίματα, τα χέρια του στα μπούτια να ζουπάει, σήκωσε, εκεί τον πήρε η μαχαιριά, πέρασε κι έκοψε, θα δούμε πάνω τη ζημιά.
Τον χάρο τον είχαν ρίξει στα πανιόλα οι ναύτες και τον ποδοπατούσαν. Φτάσαμε, ανεβήκαμε, σύραν και κείνον. Τον δέσανε πισθάγκωνα μ’ ένα σχοινί στο ρέλι, κι ήταν αυγή και μαζώχτηκαν οι δικοί μας κι άρχισαν με βαριές κλωτσιές να τον λιντσάρουν.
Έσκουζε εκείνος, χώνεψε, έκρυψε το κεφάλι μέσ’ τα πόδια σαν τον σκαντζόχοιρο και καρτερούσε. Οι δικοί μας το χόντρυναν και τόκαναν πιο άγρια κι απ’ τους άγριους, αλλοίμονο. – Δεν τ’ άντεξα. Μπήκα ανάμεσα. Ζόρικη η στιγμή, ακροβατούσε – Είπαν, είπανε, έκατσε η μπόρα κάνανε κύκλο μοναχά και έβριζαν λόγια. Έγινε μέρα. Ήρθαν οι αρχές, μας είπαν μοναχά γιατί δεν τους σκοτώνατε, πήραν τον χάρο κι έφυγαν. Βδομάδα πέρασε και τ’ αδερφού μερώσαν οι πληγές. Βγήκαμε, πήγαμε σ’ένα μαγαζί, βρήκαμε τον ίδιο κάβο να πουλούν. Λίγα παζάρια κι ήρθε ξανά στη πρύμη μας ο κάβος. Την άλλη μέρα, μας έβγαλε έξω ο Μάκης.- Πήραμε τον ανήφορο, πάμε για αλλού. Ο αδερφός επιμένει πως αν είχε φώς θα του’ παιρνε με τη μία το λαρύγγι. Η Μυτιλήνη πως άλλη φορά εδώ χάμω δεν μπαίνει Βατσιμάνης. Εγώ, πως για ένα κολόσχοινο πήγαμε να χαθούμε και ο καπετάνιος έλεγε το κολοπίστολο τι τόχω;
Κι ανηφορίζαμε -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου