«Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω» (Δεύτερο Μέρος)
Το δεύτερο επάγγελμα που έκανε θραύση στις εκθέσεις των κοριτσιών, ήταν αυτό της κομμωτικής τέχνης! Αν γίνονταν όλες, όσες το έγραψαν, κομμώτριες, δε θα χτένιζαν παρά μόνο το δικό τους κεφάλι, τόσο πολλές ήταν… Εγώ όμως, είχα ένα πρόσθετο λόγο, για να το γράφω. Η εξαδέρφη μου, η Ελενίτσα του Λιούρα, ήταν κομμώτρια και είχε πάρει μάλιστα το πτυχίο της στον Πειραιά. Ένα δωμάτιο, του σπιτιού μας ήταν το κομμωτήριο της, οπότε στις διακοπές τη βοηθούσα δίνοντας της στο χέρι τα ρόλλεϋ και τα τσιμπιδάκια. Την παρακολουθούσα με τις ώρες να διαμορφώνει τα μαλλιά των γυναικών σε μπανάνες, κότσους και περίτεχνες περικεφαλαίες. Α ήταν, αλήθεια, πολύ γοητευτικό το επάγγελμα αυτό για μένα!
Το παράδοξο είναι πως κανένας συμμαθητής μου, απ’ όσο θυμάμαι, δεν έγραψε σ’ αυτές τις καθιερωμένες εκθέσεις πως θα γίνει τσαγκάρης. Και όμως, πόσο συμπαθές μου φαινόταν κι αυτό το επάγγελμα! Τι γοητεία ασκούσαν επάνω μου τα άπειρα καρφάκια που υπήρχαν μέσα σε σιδερένια κουτάκια στον πάγκο και οι κόλλες με την υπέροχη μυρουδιά τους. Οι τσαγκάρηδες, μάλιστα, είναι και καλλιτέχνες οι περισσότεροι.
Σαν παράδειγμα φέρνω το δικό μας, τον κυρ – Μήτσο τον Ρέντζιο, που έπαιζε βιολί και μάθαινε και σε άλλους. Αν περνούσες τα απογεύματα από το τσαγκάρικό του πηγαίνοντας προς το Τσαΐρι, τον έβλεπες με το βιολί να παίζει και δυο –τρεις μαθητευόμενους να τον ακούνε περιπαθώς. Ανάμεσά τους και ξάδερφος μου, ο Γιώργος Φάβας, που μάθαινε βιολί.
Στα παιδικά μου όμως χρόνια τα παπουτσάκια μας τα έκανε κατόπιν παραγγελίας ο κυρ Νίκος ο Ιωαννίδης, που είχε το μαγαζάκι του στην πίσω αυλή του σπιτιού του, κάτω από το σπίτι του θείου Παντελή. Θυμάμαι που πήγαμε με την αδερφή μου να μας πάρει μέτρα για παπούτσια. Μας έβαλε να πατήσουμε πάνω σε χαρτόνι και σχεδίασε προσεκτικά την πατούσα. Ύστερα πήγαμε και ξαναπήγαμε για πρόβα και τέλος μας τα παρέδωσε, πανέμορφα και αθάνατα. Με το λουράκι τους, καλοβαμένα. Γιατί οι παλιοί ήξεραν καλά την τέχνη τους.
Κι αυτό το ήξερα καλά στην οικογένειά μου. Όλοι εξαιρετικοί μάστοροι και εφευρέτες. Ακόμη σήμερα όμως θα αναφερθώ στο θείο μου Χρήστο Σακαλή, που ήταν άριστος σιδηρουργός και οπλουργός. Το εκπληκτικό ήταν πως ήταν αυτοδίδακτος. Σ’ αυτόν έφερναν τα κυνηγετικά τους όπλα όλοι οι κυνηγοί της περιοχής. Έρχονταν όμως κι από μακρινές πόλεις, τόση φήμη είχε αποκτήσει. Από κοντά και η θεία Μαργαρίτα, που είχε εξειδικευτεί στο να τρίβει και να γυαλίζει τα ξύλινα κοντάκια. Ο θείος Χρήστος έπαιζε με το «δέκατο του χιλιοστού». Τον θαύμαζα, όταν έκλεινε το ένα του μάτι και με το άλλο – μάτι αετού – ευθυγράμμιζε την κάνη. Τέτοιοι μάστοροι δεν υπάρχουν πια. Κάνα – δυο μόνο έμειναν για να θυμίζουν πως στην τέχνη ο καλός μάστορας ουσιαστικά είναι αυτοδίδακτος.
«Η τέχνη δε διδάσκεται, κλέφτεται» άκουσα ένα παλιό τεχνίτη να λέει. Οι παλιοί μαστόροι δε μιλούσαν πολύ. Έπρεπε να μαθητεύσει κανείς από τα μικράτα του σαν τσιράκι δίπλα τους και να «κλέψει» με το μάτι, αυτό που δεν λεγόταν με τα χείλη. Κι ύστερα με ατέλειωτη υπομονή και μεράκι να το εφαρμόσει στη δουλειά του και να αξιωθεί κάποτε να πάρει το μεγάλο τίτλο της μαστορικής τέχνης, να γίνει «μάστρο».
Ο, μαστρο – Χρήστος, ο μαστρο – Παντελής έλεγαν κι η φωνή χαμήλωνε από σεβασμό, γιατί αυτός ο τίτλος δεν ήταν δοτός, δεν κερδιζόταν με τα γράμματα, αλλά με τον ιδρώτα και το αίμα. Τον κέρδιζε ο μάστορας με τη δουλειά του, που δεν αμειβόταν όσο της άξιζε. Αυτά για τους νεότερους, που νομίζουν πως βγάζοντας, μια σχολή, γίνονται και μάστορες. Αν είναι καλοί και δουλεύουν με μεράκι, θα γίνουν, με τα χρόνια…
Η Καρβουνοσκαλίτισσα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου