Οι τρεις συμβουλές
Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα ορεινό χωριό ζούσε ένα αγαπημένο αντρόγυνο. Ήταν νιόπαντροι και δεν είχαν παιδιά ακόμη. Η μεγάλη τους όμως φτώχεια ανάγκασε τον άντρα, Στέργιο τον λέγανε, να ξενιτευτεί. Ούτε ο πρώτος θα ήταν, άλλωστε, ούτε ο τελευταίος. Η Σοφία, η γυναίκα του, τον αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια, γιατί θα περνούσαν χρόνια, μέχρι να τον ξαναδεί.
Έφυγε, λοιπόν, ο Στέργιος και δούλευε σκληρά στην ξενιτιά για χρόνια, αλλά κομπόδεμα δεν μπόρεσε να κάνει. Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια και αποφάσισε κάποια στιγμή να πάρει το δρόμο του γυρισμού, με τρείς λίρες μόνο στην τσέπη του.
Βουνά ανέβαινε, βουνά κατέβαινε ώσπου σε μια στροφή του δρόμου βλέπει μια παράξενη γυναίκα, πολύ γριά, να κάθεται πάνω σε μια μεγάλη πέτρα στην άκρη του δρόμου. Ήταν η Μοίρα, που γνώριζε το Παρελθόν, το Παρόν και το Μέλλον του κάθε ανθρώπου.
Ο Στέργιος κοντοστάθηκε κουρασμένος και τη χαιρέτησε με σεβασμό μη γνωρίζοντας ποια ήταν. Εκείνη τότε τον ρώτησε με φωνή απόκοσμη: - Για πού, με το καλό, παλικάρι μου;
-Γυρίζω στο σπίτι μου ύστερα από πολλά χρόνια και βιάζομαι, της αποκρίθηκε ο Στέργιος και έκανε να προχωρήσει.
-Αν μου δώσεις μια λίρα, θα σου δώσω μια συμβουλή, του είπε η γριά κι ο Στέργιος, αφού το σκέφτηκε, έβγαλε μία λίρα και την έριξε στην ποδιά της.
-Αν βρεθεί στο δρόμο σου φουσκωμένο ποτάμι, μην το περάσεις. Να περιμένεις, μέχρι το νερό να καταλαγιάσει, του είπε η γριά.
Ο Στέργιος την ευχαρίστησε κι έκανε να φύγει, αλλά η γριά τον σταμάτησε πάλι:
-Δώσε μου μία λίρα ακόμη, για να σου δώσω κι άλλη συμβουλή.
Ο Στέργιος δίστασε, αλλά κάτι τον έκανε να της δώσει και τη δεύτερη λίρα.
-Αν συναντήσεις στο δρόμο σου δυο αδέρφια να μαλώνουν, να μην μπεις ανάμεσα τους, είπε τότε η παράξενη γριά.
Ο Στέργιος πάλι ξεκίνησε, αλλά η γριά για τρίτη φορά τον σταμάτησε:
-Αν μου δώσεις μία ακόμη λίρα, θα σου πω την καλύτερη μου συμβουλή, του είπε.
Τι να κάνει ο Στέργιος, μία λίρα του είχε απομείνει. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε, την έριξε κι αυτή στην ποδιά της.
-Αν φτάσεις στο χωριό σου νύχτα, να μην πας στο σπίτι σου, να περιμένεις το πρωί να ξημερώσει, του είπε η γριά.
Ο Στέργιος τη χαιρέτησε και απομακρύνθηκε. Κάποτε, έφτασε σε ένα μεγάλο ποτάμι. Είχε βρέξει και τα νερά του είχαν φουσκώσει. Τότε θυμήθηκε την πρώτη συμβουλή της γριάς και περίμενε στην όχθη του ποταμού να πέσει το νερό. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ένας καβαλάρης. –Τι περιμένεις και δεν περνάς, του λέει, και ορμάει στο νερό. Αλλά το νερό ήταν πολύ ορμητικό και τον πήρε μαζί του και πνίγηκε.
-Πω πω, έκανε ο Στέργιος, καλά που άκουσα τη γριά και δεν πέρασα. Θα πήγαινα κι εγώ…
Καθώς περπατούσε, ακούει φωνές και μαλώματα και βλέπει δύο παλικάρια να καυγαδίζουν και να έχουν πιαστεί στα χέρια. Τότε θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή και στάθηκε παράμερα. Ένας, όμως, χωρικός έτρεξε να χωρίσει τα δύο αδέρφια, γιατί απ’ ό,τι κατάλαβε, ήταν συγγενείς. Τότε και οι δύο τα έβαλαν με τον χωρικό και τον έκαναν μαύρο στο ξύλο.
-καλά που άκουσα τη γριά και δεν μπήκα εγώ ανάμεσα τους, είπε ο Στέργιος. Χαλάλι και η δεύτερη λίρα!
Πλησίαζε πλέον στο χωριό του, πεινούσε και κρύωνε, η νύχτα έπεφτε, αλλά θυμήθηκε την τρίτη συμβουλή που του έδωσε, η γριά και δεν πήγε σπίτι του. Σαν ξημέρωσε πήγε κοντά στο παράθυρο του σπιτιού και τι να δει! Η γυναίκα του καθόταν στο τραπέζι με ένα νέο άντρα. Έτρωγαν και γελούσαν. Του Στέργιου του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, χτυπάει την πόρτα δυνατά, του ανοίγει η γυναίκα του, αλλά εκείνος την σπρώχνει φωνάζοντας για τον άντρα που έβλεπε. Τότε η γυναίκα του, του λέει:
-Στέργιο, αυτό είναι το παιδί μας. Όταν έφυγες πριν 18 χρόνια, ήμουνα έγκυος και το μεγάλωσα μόνη μου. Τώρα έγινε παλικάρι.
Με δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε ο Στέργιος τη γυναίκα του και το παιδί του κι ευχαρίστησε τη γριά που τον συμβούλευσε σωστά. Δεν του είχαν μείνει λεφτά, αλλά με την πείρα και τη δουλειά του, θα τα έβγαζαν πέρα. Βάζει το χέρι στην τσέπη να πάρει το μαντήλι του και τι να δει! Οι τρεις λίρες ήταν εκεί. Η Μοίρα δεν τις είχε ανάγκη, ήθελε να δοκιμάσει τις αντοχές του. Την είχε σεβαστεί κι αυτή τον βοήθησε να γυρίσει πίσω σώος και αβλαβής.
Αγαπητά μου παιδιά, μικρά και μεγάλα, το ΠΑΡΑΞΕΝΟ και το ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ είναι κι αυτοί μέρος της ζωής μας, φτάνει να μάθουμε να παρατηρούμε τη γοητεία κάθε ανθρώπου, ζώου και πράγματος και να είμαστε προετοιμασμένοι και για το ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ!!.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου