ΦΑΡΕΝΑΪΤ 400ο
«Όπου καίνε βιβλία,
θα κάψουν και ανθρώπους»
Χάϊνε
Με την ευκαιρία μιας πρόσφατης πληροφορίας από τα τηλεοπτικά μέσα για το τέλος της σχολικής χρονιάς, σχετικά με την τύχη των βιβλίων και συγκεκριμένα με το κάψιμο τους από τους σπουδαστές, ιδιαίτερα τους τελειόφοιτους, δράττομαι της ευκαιρίας να μιλήσω για το καθεστώς που κυριαρχούσε τα χρόνια που εμείς καθόμαστε στα θρανία.
Παρενθετικά σημειώνω πως η μηνιαία εφημερίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Στρατωνίου «Νεικοπτελέμα», εκτός των πληροφοριών για τους τοπικούς παράγοντες και τα δρώμενα του Στρατωνίου, έχει το προνόμιο να ενημερώνει τον αναγνώστη και για τις φιλολογικές τάσεις κάθε εποχής. Αυτό οφείλεται κυρίως στους συνεργάτες της, που έχουν τις ανησυχίες και την ευαισθησία να το πράττουν.
Το θέμα αυτού του κειμένου είναι επίκαιρο, αλλά αναλογίζομαι τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που αντιμετώπιζαν τότε οι γονείς μας, που
ήλπιζαν να δουν τα παιδιά τους να προοδεύουν στο μέλλον και να κατακτούν μία καλή θέση στο κοινωνικό σύνολο. Όταν, λοιπόν, εμείς οι τότε σπουδαστές περνούσαμε στη ανώτερη τάξη κατόπιν επιτυχών προφορικών και γραπτών εξετάσεων, τα βιβλία μας τα πουλούσαμε στους μικρότερους από μας μαθητές. Με αυτά τα χρήματα αγοράζαμε τα νέα βιβλία, που μας ήταν απαραίτητα
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσω τη μεγάλη σημασία που δίναμε στο βιβλίο, έστω και παλαιό, σε σχέση με το σημερινό απαράδεκτο καθεστώς του καψίματος του.
Μία φανταστική κινηματογραφική ταινία πριν από αρκετά χρόνια, προφητική θα έλεγα, επαληθεύτηκε εκ των υστέρων από μερικούς επιπόλαιους σημερινούς σπουδαστές.
Πρόκειται για την ταινία ΦΑΡΕΝΑΪΤ 400ο (Δανιήλ Γαβριήλ Φαρενάϊτ.) Η πλοκή της ταινίας αυτής περιστρεφόταν σύμφωνα με το σενάριο γύρω από ένα απολυταρχικό καθεστώς μιας φανταστικής χώρας, όπου τα βιβλία είχαν απαγορευτεί και είχαν τεθεί εκτός νόμου (ιδέ ποτοαπαγόρευση). Αποφασίστηκε λοιπόν, να καούν όλα τα βιβλία στην πυρά!!! Κάτι σαν την Ιερά Εξέταση.
Ο βωμός του καψίματος ήταν Φαρενάϊτ 400ο. Τα μάζευαν σε στοίβες και τα έβαζαν φωτιά σε δημόσιο χώρο, σε κοινή θέα, προς «γνώσιν και συμμόρφωσιν».
Εδώ ας θυμηθούμε και τη θλιβερή ιστορία του καψίματος της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, γεγονός που συγκλόνισε τον κόσμο και στέρησε την ανθρωπότητα από τη σοφία, που περιείχαν.
Επανέρχομαι όμως. Στην ταινία που αναφέρθηκα υπήρχαν και υγιείς πνευματικά άνθρωποι, που βρήκαν τον τρόπο να σώσουν το περιεχόμενο των σημαντικότερων βιβλίων αποστηθίζοντας τα από μνήμης. Έτσι κάθε άτομο που αποστήθιζε ένα από αυτά, έστω και δύο, αν είχαν δυνατή μνήμη, ονομαζόταν με τον τίτλο του βιβλίου.
Οι λάτρεις του βιβλίου, όταν ήθελαν … να διαβάζουν ένα από αυτά, καλούσαν τον άνθρωπο – βιβλίο και τους «διάβαζε» από μνήμης το βιβλίο
Με τα λόγια αυτά καταθέτω τη διαμαρτυρία μου για το κάψιμο των βιβλίων από σύγχρονους μαθητές, που δεν έχουν τίποτε ουσιαστικότερο να κάνουν από το να μετατρέπονται σε μικρούς Νέρωνες. Scripta manent, τα γραπτά μένουν έλεγαν οι Λατίνοι και από τα βιβλία αντλούμε τις γνώσεις που είναι απαραίτητες για την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, που βελτιώνουν συνεχώς τη ζωή μας. Ας τα διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, δεν είναι ισότιμα με τους υπολογιστές. Οι υπολογιστές είναι παράγωγα του βιβλίου.
Ιωσήφ Φραντζεσκάκης
Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Τίτλος : Οδοιπορικό στην κορυφή του Άθωνα
( πορεία σώματος και ψυχής)
Συγγραφέας : Δημ. Κύρου
Έκδοση: Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής 2006 Β΄έκδοση
Ένα βιβλίο γραμμένο ταυτόχρονα για πεζοπόρους/ορειβάτες που θέλουν να μάθουν για αυτή την τόσο ξεχωριστή διαδρομή στον Άθωνα, αλλά και για ορειβάτες πιστούς που θα νοιώσουν μια ξεχωριστή εμπειρία ,κάνοντας μία πορεία σώματος και ψυχής ως την κορυφή του Άγιου Όρους .
Η εξαιρετική περιγραφή του Δ. Κύρου κρατάει τον αναγνώστη συνεχώς σε ενδιαφέρον εναλλάσσοντας τοπία και σκέψεις. Ο συγγραφέας έχοντας κάνει αυτή την ανάβαση για περισσότερες από επτά φορές δίνει το απαύγασμα αυτής της εμπειρίας με εξαιρετικά περιγραφικό και σαφή τρόπο ενώ πολλές ιστορικές και σύγχρονες φωτογραφίες συμπληρώνουν την έκδοση. Το βιβλίο είναι σύντομο και αξιολογότατο.
Ο Δ. Κύρου γεννήθηκε και ζει στην Αρναία .
( πορεία σώματος και ψυχής)
Συγγραφέας : Δημ. Κύρου
Έκδοση: Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής 2006 Β΄έκδοση
Ένα βιβλίο γραμμένο ταυτόχρονα για πεζοπόρους/ορειβάτες που θέλουν να μάθουν για αυτή την τόσο ξεχωριστή διαδρομή στον Άθωνα, αλλά και για ορειβάτες πιστούς που θα νοιώσουν μια ξεχωριστή εμπειρία ,κάνοντας μία πορεία σώματος και ψυχής ως την κορυφή του Άγιου Όρους .
Η εξαιρετική περιγραφή του Δ. Κύρου κρατάει τον αναγνώστη συνεχώς σε ενδιαφέρον εναλλάσσοντας τοπία και σκέψεις. Ο συγγραφέας έχοντας κάνει αυτή την ανάβαση για περισσότερες από επτά φορές δίνει το απαύγασμα αυτής της εμπειρίας με εξαιρετικά περιγραφικό και σαφή τρόπο ενώ πολλές ιστορικές και σύγχρονες φωτογραφίες συμπληρώνουν την έκδοση. Το βιβλίο είναι σύντομο και αξιολογότατο.
Ο Δ. Κύρου γεννήθηκε και ζει στην Αρναία .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ
Η μαρμαρωμένη Ανυφάντρα
Μέρος Τρίτο
… Μόνο η Στρατονίκη, η όμορφη Αρχόντισσα δεν κοιμήθηκε ούτε γύρισε στο παλάτι της.
Αφού είδε το στράτευμα να χάνεται στο βάθος του δρόμου και το λοφίο της περικεφαλαίας του Αρχηγού της στρατιάς να ξεμακραίνει, έκανε τελετουργικά έθιμα ρίχνοντας γάργαρο νερό πηγής με ασημένιο κανάτι στο διάβα τους για ΚΑΛΟ ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ. Έρανε με φύλλα οξιάς το μονοπάτι, δείγμα ελπίδας και προσμονής και πρόσφερε θυσία στους θεούς.
Μετά ζήτησε από τις πιστές της ακόλουθες να μεταφέρουν τον αργαλειό της σε μια παλιά στοά εκεί δίπλα, που τα σωθικά της είχαν αδειάσει από μολύβι, χρυσό κι ασήμι. Κι η μάνα γη για να γιατρέψει τις πληγές της έσταζε τα δάκρυά της σε σταλακτίτες και σταλαγμίτες και κείνες οι σταγόνες, χρόνο με το χρόνο, στόλιζαν τη σπηλιά με περίσσια χάρη και υπομονή. Ένα μικρό άνοιγμα στο βράχο έβλεπε τον κόλπο του χωριού από ψηλά. Από κει τρύπωνε το φως του φεγγαριού και στραφτάλιζε πάνω στους σταλακτίτες και εισχωρούσε ο ήλιος τη μέρα.
Η Στρατονίκη κάθισε στον αργαλειό μαρμαρωμένη από τον πόνο, με ένα προαίσθημα ισχυρό και δυσάρεστο. Άραγε θα ξανάβλεπε ποτέ ζωντανό το φερέλπιδα νέο άνδρα τον Ανίκητο και Αθάνατο κατά τους χρησμούς;
Κρέμασε στον αργαλειό της το μεταλλικό νόμισμα με τη μορφή του για να της θυμίζει την παρουσία του. Ο χρόνος της αναμονής θα ήταν μακρύς. Τα μηνύματα θα ερχόταν από τις φρυκτωρίες, αλλά και το πέταγμα των πουλιών θα της έδινε σημάδια.
Έπιασε με τα κρινοδάχτυλά της το χτένι. Τα πόδια της πάτησαν τις πατήθρες. Το στημόνι, το αντί και τα μυτάρια, όλα σωστά αλφαδιασμένα. Οι κοπέλες της περιοχής ήταν ονομαστές ανυφάντρες, τα σχέδια από τόπο σε τόπο ξεχωριστά, άλλα της Άρνης, άλλα των Σταγείρων, άλλα της Ακάνθου. Αντάλλασαν μυστικά για το βάψιμο, το γνέσιμο, το διάσιμο. Οι βαφές ανεξίτηλες από αποξηραμένα φύλλα καρυδιάς, ρίζα αγριολάπαθου, φύλλα μουριάς για να δώσουν αποχρώσεις, από το βαθύ μπλε της θάλασσας μέχρι το γλυκό κόκκινο του κρασιού και το κίτρινο της ώχρας.
Οι σαΐτες γεμάτες με νήμα, το σχέδιο μετρητό να προχωράει χτύπο με χτύπο, πέρασμα της σαΐτας από δεξιά στ’ αριστερά, πατήθρες, χτύπημα με το χτένι, αλλαγή.
-Τάκου, τάκου. –Τάκου, τάκου!
Οι ακόλουθες ακάματες, να περιμένουν να προχωρήσει το υφαντό κι ύστερα να λύνουν τη σιδερένια βέργα που το κρατούσε τεντωμένο και να ξανασφίγγουν τη δέστρα και το αυτί, να κρατάει το υφαντό γερά τσιτωμένο.
Το βλέμμα της Στρατονίκης, θες από ένστικτο, θες από λαχτάρα στρεφόταν προς τη θάλασσα, προς τα νησάκια, τις Ελευθερίδες, που σαν φρουροί στο έμπα του κόλπου καλωσορίζουν πρόθυμα τα κοπάδια των ψαριών, που κάθε τέτοια εποχή έρχονταν από τον Ελλήσποντο ν’ αφήσουν εδώ τα αυγά τους, στα απάνεμα νερά: τονάκια, παλαμίδες, ορκίνια.
Κάθε τόσο έβγαινε στην έξοδο της σπηλιάς να γευτεί τη γλύκα του καλοκαιρινού απογεύματος. Τότε έτρεχαν οι αυλικές της να τη γλυκάνουν και να την ξεκουράσουν. Πότε με γλυκά σύκα από το ακροθαλάσσι, πότε με κούμαρα από τα Ασπραχώματα, πότε με σουσουρίσιο μέλι από τη Άρνη και γλυκό κρασί από την Άκανθο. Τα εδέσματα θαλασσινά σε μεγάλη ποικιλία, μύδια, πεταλίδες, καλόγνωμες και χταποδάκια.
-Να σε λούσουμε, κυρά της έλεγε η Θάλεια και εκείνη άφηναν στα χέρια τους να της πάρουν τον ιδρώτα και να την αλείψουν με αρωματικό λάδι. Να της τρίψουν τα χεράκια που αγκυλώθηκαν στο χτένι και τα ποδαράκια της, που κόλλησαν στις πατήθρες…
-Μη μας πάθεις τίποτα, αρχόντισσα Στρατονίκη. Όλες μαζί θα περιμένουμε το βασιλιά Αλέξανδρο, νικητή. Εμείς θα έχουμε το νου μας και τα αυτιά μας τεντωμένα, μήπως σημάνουν τα τύμπανα του στρατοπέδου κάτω και μηνύσουν τον ερχομό του.
Η Στρατονίκη φρεσκολουσμένη ξαπλώνει στο ανάκλιντρο. Στο δεξί της χέρι φορά το νόμισμα του Αλεξάνδρου, δαχτυλίδι και σφραγίδα. Στο αριστερό χέρι άλλο δαχτυλίδι από αιματίτη, που σταματάει το αίμα.
Έτσι περνούσε ο χρόνος, μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο.
Αυτή ήταν η Στρατονίκη, που γι’ αυτή μιλούσαν οι σεβάσμιες γερόντισσες του τόπου κι έλεγαν πως άκουγαν τον αργαλειό της, γιατί κι αυτές ήξεραν καλά την τέχνη της υφαντικής. Την άκουγαν ν’ αναστενάζει, να κλαίει και να μοιρολογάει τον αδερφό, που δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Την καταλάβαιναν, γιατί κι αυτές εύρισκαν ανακούφιση στου αργαλειού τον ίσκιο, όταν καρτερούσαν αδερφό, άντρα, παιδί, όπως εκείνη καρτερούσε τον Αλέξανδρο, το βασιλιά της Μακεδονίας.
Και τα χρόνια πέρασαν κι «ήρθανε χρόνια δίσεχτα και μήνες ορισμένοι», που λέει κι ο ποιητής, κι η Στρατονίκη μαρμάρωσε πάνω στον αργαλειό της κι εκείνος χτυπούσε μόνος του, σα στοιχειωμένος, πότε από τον αέρα της θάλασσας, τον Ευρωνότο και πότε από το Βοριά.
-Τάκου, τάκου. –Τάκου, τάκου!
Κι οι αράχνες έπλεξαν ιστούς περίτεχνους και έκλεισαν το στόμιο της σπηλιάς. Πράσινα κλαδιά αγράμπελης, αγριοσυκιάς και κουμαριάς, έπλεξαν τα κλαδιά τους και το σφράγισαν…
Δύσκολο και για μένα το ταξίδι του γυρισμού στην πραγματικότητα κι ας προσπαθώ με τον τρόπο μου να σας παρασύρω κι εσάς. Δεν είναι εύκολα πάντοτε τα μονοπάτια της θύμησης, γι’ αυτό προσπαθώ να βρίσκω το δρόμο μου από νεροφαγώματα και περάσματα κατσικιών στη δύσβατη αυτή περιοχή της Βόρειας Χαλκιδικής.
Θα σας καλέσω όμως ξανά να με συντροφέψετε στην επόμενη αναπόλησή μου. Τώρα μας καλεί η κυρά της θάλασσας, η άλλη αδερφή του Μεγαλέξανδρου, η Γοργόνα!
Η Παραμυθομαζώχτρα
κατά κόσμον Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα
Μέρος Τρίτο
… Μόνο η Στρατονίκη, η όμορφη Αρχόντισσα δεν κοιμήθηκε ούτε γύρισε στο παλάτι της.
Αφού είδε το στράτευμα να χάνεται στο βάθος του δρόμου και το λοφίο της περικεφαλαίας του Αρχηγού της στρατιάς να ξεμακραίνει, έκανε τελετουργικά έθιμα ρίχνοντας γάργαρο νερό πηγής με ασημένιο κανάτι στο διάβα τους για ΚΑΛΟ ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ. Έρανε με φύλλα οξιάς το μονοπάτι, δείγμα ελπίδας και προσμονής και πρόσφερε θυσία στους θεούς.
Μετά ζήτησε από τις πιστές της ακόλουθες να μεταφέρουν τον αργαλειό της σε μια παλιά στοά εκεί δίπλα, που τα σωθικά της είχαν αδειάσει από μολύβι, χρυσό κι ασήμι. Κι η μάνα γη για να γιατρέψει τις πληγές της έσταζε τα δάκρυά της σε σταλακτίτες και σταλαγμίτες και κείνες οι σταγόνες, χρόνο με το χρόνο, στόλιζαν τη σπηλιά με περίσσια χάρη και υπομονή. Ένα μικρό άνοιγμα στο βράχο έβλεπε τον κόλπο του χωριού από ψηλά. Από κει τρύπωνε το φως του φεγγαριού και στραφτάλιζε πάνω στους σταλακτίτες και εισχωρούσε ο ήλιος τη μέρα.
Η Στρατονίκη κάθισε στον αργαλειό μαρμαρωμένη από τον πόνο, με ένα προαίσθημα ισχυρό και δυσάρεστο. Άραγε θα ξανάβλεπε ποτέ ζωντανό το φερέλπιδα νέο άνδρα τον Ανίκητο και Αθάνατο κατά τους χρησμούς;
Κρέμασε στον αργαλειό της το μεταλλικό νόμισμα με τη μορφή του για να της θυμίζει την παρουσία του. Ο χρόνος της αναμονής θα ήταν μακρύς. Τα μηνύματα θα ερχόταν από τις φρυκτωρίες, αλλά και το πέταγμα των πουλιών θα της έδινε σημάδια.
Έπιασε με τα κρινοδάχτυλά της το χτένι. Τα πόδια της πάτησαν τις πατήθρες. Το στημόνι, το αντί και τα μυτάρια, όλα σωστά αλφαδιασμένα. Οι κοπέλες της περιοχής ήταν ονομαστές ανυφάντρες, τα σχέδια από τόπο σε τόπο ξεχωριστά, άλλα της Άρνης, άλλα των Σταγείρων, άλλα της Ακάνθου. Αντάλλασαν μυστικά για το βάψιμο, το γνέσιμο, το διάσιμο. Οι βαφές ανεξίτηλες από αποξηραμένα φύλλα καρυδιάς, ρίζα αγριολάπαθου, φύλλα μουριάς για να δώσουν αποχρώσεις, από το βαθύ μπλε της θάλασσας μέχρι το γλυκό κόκκινο του κρασιού και το κίτρινο της ώχρας.
Οι σαΐτες γεμάτες με νήμα, το σχέδιο μετρητό να προχωράει χτύπο με χτύπο, πέρασμα της σαΐτας από δεξιά στ’ αριστερά, πατήθρες, χτύπημα με το χτένι, αλλαγή.
-Τάκου, τάκου. –Τάκου, τάκου!
Οι ακόλουθες ακάματες, να περιμένουν να προχωρήσει το υφαντό κι ύστερα να λύνουν τη σιδερένια βέργα που το κρατούσε τεντωμένο και να ξανασφίγγουν τη δέστρα και το αυτί, να κρατάει το υφαντό γερά τσιτωμένο.
Το βλέμμα της Στρατονίκης, θες από ένστικτο, θες από λαχτάρα στρεφόταν προς τη θάλασσα, προς τα νησάκια, τις Ελευθερίδες, που σαν φρουροί στο έμπα του κόλπου καλωσορίζουν πρόθυμα τα κοπάδια των ψαριών, που κάθε τέτοια εποχή έρχονταν από τον Ελλήσποντο ν’ αφήσουν εδώ τα αυγά τους, στα απάνεμα νερά: τονάκια, παλαμίδες, ορκίνια.
Κάθε τόσο έβγαινε στην έξοδο της σπηλιάς να γευτεί τη γλύκα του καλοκαιρινού απογεύματος. Τότε έτρεχαν οι αυλικές της να τη γλυκάνουν και να την ξεκουράσουν. Πότε με γλυκά σύκα από το ακροθαλάσσι, πότε με κούμαρα από τα Ασπραχώματα, πότε με σουσουρίσιο μέλι από τη Άρνη και γλυκό κρασί από την Άκανθο. Τα εδέσματα θαλασσινά σε μεγάλη ποικιλία, μύδια, πεταλίδες, καλόγνωμες και χταποδάκια.
-Να σε λούσουμε, κυρά της έλεγε η Θάλεια και εκείνη άφηναν στα χέρια τους να της πάρουν τον ιδρώτα και να την αλείψουν με αρωματικό λάδι. Να της τρίψουν τα χεράκια που αγκυλώθηκαν στο χτένι και τα ποδαράκια της, που κόλλησαν στις πατήθρες…
-Μη μας πάθεις τίποτα, αρχόντισσα Στρατονίκη. Όλες μαζί θα περιμένουμε το βασιλιά Αλέξανδρο, νικητή. Εμείς θα έχουμε το νου μας και τα αυτιά μας τεντωμένα, μήπως σημάνουν τα τύμπανα του στρατοπέδου κάτω και μηνύσουν τον ερχομό του.
Η Στρατονίκη φρεσκολουσμένη ξαπλώνει στο ανάκλιντρο. Στο δεξί της χέρι φορά το νόμισμα του Αλεξάνδρου, δαχτυλίδι και σφραγίδα. Στο αριστερό χέρι άλλο δαχτυλίδι από αιματίτη, που σταματάει το αίμα.
Έτσι περνούσε ο χρόνος, μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο.
Αυτή ήταν η Στρατονίκη, που γι’ αυτή μιλούσαν οι σεβάσμιες γερόντισσες του τόπου κι έλεγαν πως άκουγαν τον αργαλειό της, γιατί κι αυτές ήξεραν καλά την τέχνη της υφαντικής. Την άκουγαν ν’ αναστενάζει, να κλαίει και να μοιρολογάει τον αδερφό, που δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Την καταλάβαιναν, γιατί κι αυτές εύρισκαν ανακούφιση στου αργαλειού τον ίσκιο, όταν καρτερούσαν αδερφό, άντρα, παιδί, όπως εκείνη καρτερούσε τον Αλέξανδρο, το βασιλιά της Μακεδονίας.
Και τα χρόνια πέρασαν κι «ήρθανε χρόνια δίσεχτα και μήνες ορισμένοι», που λέει κι ο ποιητής, κι η Στρατονίκη μαρμάρωσε πάνω στον αργαλειό της κι εκείνος χτυπούσε μόνος του, σα στοιχειωμένος, πότε από τον αέρα της θάλασσας, τον Ευρωνότο και πότε από το Βοριά.
-Τάκου, τάκου. –Τάκου, τάκου!
Κι οι αράχνες έπλεξαν ιστούς περίτεχνους και έκλεισαν το στόμιο της σπηλιάς. Πράσινα κλαδιά αγράμπελης, αγριοσυκιάς και κουμαριάς, έπλεξαν τα κλαδιά τους και το σφράγισαν…
Δύσκολο και για μένα το ταξίδι του γυρισμού στην πραγματικότητα κι ας προσπαθώ με τον τρόπο μου να σας παρασύρω κι εσάς. Δεν είναι εύκολα πάντοτε τα μονοπάτια της θύμησης, γι’ αυτό προσπαθώ να βρίσκω το δρόμο μου από νεροφαγώματα και περάσματα κατσικιών στη δύσβατη αυτή περιοχή της Βόρειας Χαλκιδικής.
Θα σας καλέσω όμως ξανά να με συντροφέψετε στην επόμενη αναπόλησή μου. Τώρα μας καλεί η κυρά της θάλασσας, η άλλη αδερφή του Μεγαλέξανδρου, η Γοργόνα!
Η Παραμυθομαζώχτρα
κατά κόσμον Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗ Ν. ΜΑΔΥΤΟ
Κυριάκος & Ανέστης Χρηστάνης
Κάλλους αρχαίου τεχνίτης Χαρισματικός
Υψηλής διανόησης λαϊκός Ρήτορας
Ρινίσματα απ’τα’αργαστήρι του Ηφαίστου
Ιστόρησες με Θρακιώτικη φλόγα και Σφυρί
Αισθαστής ωραιότητας Ελληνικά Τεχνουργήματα
Και με τα Φτερά μίας φαντασίας Απαράμιλλης
Ονειρεμένων κόσμων ξαναχτίζονται Ναοί
Στο άσβεστο των 40 Εκκλησιών το Ηλιοφώς
Συγχαρητήρια
( 09.09.2000 Νικ. Γ. Βερβερίδης –καθηγητής ΤΕΙ – Χρυσό μετάλλειο ελλήνων Λογοτεχνών) ( Αφιέρωση επισκέπτη σε έκθεση του καλλιτέχνη)
Υψηλής διανόησης λαϊκός Ρήτορας
Ρινίσματα απ’τα’αργαστήρι του Ηφαίστου
Ιστόρησες με Θρακιώτικη φλόγα και Σφυρί
Αισθαστής ωραιότητας Ελληνικά Τεχνουργήματα
Και με τα Φτερά μίας φαντασίας Απαράμιλλης
Ονειρεμένων κόσμων ξαναχτίζονται Ναοί
Στο άσβεστο των 40 Εκκλησιών το Ηλιοφώς
Συγχαρητήρια
( 09.09.2000 Νικ. Γ. Βερβερίδης –καθηγητής ΤΕΙ – Χρυσό μετάλλειο ελλήνων Λογοτεχνών) ( Αφιέρωση επισκέπτη σε έκθεση του καλλιτέχνη)
Ο Κυριάκος, παλιός μάστορας ηλεκτροσυγγολητής στο μηχανουργείο του μεταλλείου στο Στρατώνι, ζει με την οικογένειά του στη Ν. Μάδυτο. Εκεί είναι και το εργαστήριό του που τόσα χρόνια τώρα καλλιτεχνεί υπηρετώντας τον Ήφαιστο αγάπη του για καθετί το αρχαιελληνικό είναι ολοφάνερη στην δουλειά του και στα χνάρια του ακολουθεί και ο Βενιαμίν της οικογένειας ο Ανέστης .
Κάθε έργο ζωγραφίζεται σε χονδρή λαμαρίνα και αφού γίνει η κοπή του περιγράμματος με οξυγόνο, το υγρό μέταλλο αρχίσει να δίνει το σχήμα στις φιγούρες. Ακολουθεί η καθαριότητα του έργου και στο τέλος το στίλβωμα.
Τα έργα τους συμμετέχουν είτε σε ομαδικές είτε σε ατομικές εκθέσεις για περισσότερο από μια δεκαετία πλέον. Έχουν εκθέσει στο Δήμο Εχεδώρου, Θέρμης , στο Αίγιο και στην Αρχαία Ολυμπία. Πολλά από αυτά φιλοξενούνται σε Δήμους Πανεπιστήμια και άλλα δημόσια κτήρια
Τα έργα τους συμμετέχουν είτε σε ομαδικές είτε σε ατομικές εκθέσεις για περισσότερο από μια δεκαετία πλέον. Έχουν εκθέσει στο Δήμο Εχεδώρου, Θέρμης , στο Αίγιο και στην Αρχαία Ολυμπία. Πολλά από αυτά φιλοξενούνται σε Δήμους Πανεπιστήμια και άλλα δημόσια κτήρια
Α.Tσανανάς
Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010
ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ
Με συνδιοργάνωση της Κοινοφελούς Δημοτικής Επιχείρησης Δήμου Σταγείρων Ακάνθου και του Συλλόγου Πολιτισμού Στρατωνίου πραγματοποιείται η έκθεση ζωγραφικής του Γιώργου Σπανουδάκη στο Κέντρο Πολιτισμού του Δήμου στην Ιερισσό από 15 Ιουνίου έως 15 Ιουλίου .
Σειρά από υδατογραφίες και λάδια του καλλιτέχνη θα φιλοξενηθούν για ένα μήνα στο Κέντρο Πολιτισμού.
Η έκθεση θα λειτουργεί καθημερινά τις εργάσιμες μέρες από τις 8:00 έως 15:00
Τα εγκαίνια της έκθεσης θα γίνουν τη Δευτέρα 15 Ιουνίου ώρα 20:00
Σειρά από υδατογραφίες και λάδια του καλλιτέχνη θα φιλοξενηθούν για ένα μήνα στο Κέντρο Πολιτισμού.
Η έκθεση θα λειτουργεί καθημερινά τις εργάσιμες μέρες από τις 8:00 έως 15:00
Τα εγκαίνια της έκθεσης θα γίνουν τη Δευτέρα 15 Ιουνίου ώρα 20:00
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)