Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Η ΝΕΙΚΟΠΤΕΛΕΜΑ

ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΡΑΤΩΝΙΟΥ
Τόμος 3ος Φύλλο 29 Μάιος 2009

ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

Με συνδιοργάνωση της Κοινοφελούς Δημοτικής Επιχείρησης Δήμου Σταγείρων Ακάνθου και του Συλλόγου Πολιτισμού Στρατωνίου πραγματοποιείται η έκθεση ζωγραφικής του Γιώργου Σπανουδάκη στο Κέντρο Πολιτισμού του Δήμου στην Ιερισσό από 15 Ιουνίου έως 15 Ιουλίου .
Σειρά από υδατογραφίες και λάδια του καλλιτέχνη θα φιλοξενηθούν για ένα μήνα στο Κέντρο Πολιτισμού.
Η έκθεση θα λειτουργεί καθημερινά τις εργάσιμες μέρες από τις 8:00 έως 15:00
Τα εγκαίνια της έκθεσης θα γίνουν τη Δευτέρα 15 Ιουνίου ώρα 20:00

Πρωτομαγιά , Ευρωεκλογές…! Το θυμάστε ! Σωστά; Άλλες εποχές!


«Και με το φως του λύκου επανέρχονται…»

«Όλα κατάγονται από τη μνήμη.
Όλα ξεκινούν από τη μνήμη και όλα επιστρέφουν στη μνήμη.
Εάν η πιο μεγάλη χώρα είναι η Σιωπή,
η μνήμη είναι ο ήλιος αυτής της χώρας.
Η παρακμή της μνήμης είναι ο δρόμος που οδηγεί στο σκοτάδι,
στην αυτοκρατορία της φθοράς και της λήθης»
Στέλιος Λουκάς
«Η παρακμή της μνήμης»

Είδα πρόσφατα σε ολοσέλιδο αφιέρωμα γνωστής εφημερίδας μία φωτογραφία με παλιά βιομηχανικά κτίρια κι η καρδιά μου αναπήδησε, γιατί μου έφερε στο νου αυτόματα παρόμοιες εικόνες από τις παλιές βιομηχανικές εγκαταστάσεις του χωριού. Η φωτογραφία ήταν παρμένη από το Λαύριο και η λεζάντα μιλούσε για μια Έκθεση Ζωγραφικής, αφιερωμένη στη «βιομηχανική μνήμη» της περιοχής του Λαυρίου.
Σκέφτηκα αμέσως πως αν ο σεισμός του ’32 δεν κατέστρεφε ολοσχερώς τα παλιά κτίρια του εργοστασίου, θα είχαμε κι εμείς να επιδείξουμε παρόμοια. Κάποιοι, ωστόσο, πιθανόν να αντιδρούσαν στη χρήση του ρήματος «να επιδείξουμε». Σε πολλές συζητήσεις, ακόμη και δημόσιες συνεντεύξεις ακούω κάποιους συντοπίτες μου να μιλούν με έντονα απολογητικό ύφος για το βιομηχανικό παρελθόν του χωριού και της περιοχής μας γενικότερα, σαν να επρόκειτο για μία περίοδο που θα έπρεπε να διαγράψουμε ολοσχερώς από τη ζωή μας.
Βέβαια είναι γνωστά τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε λόγω του αλόγιστου τρόπου επεξεργασίας του μεταλλεύματος σε παλαιότερα χρόνια. Εγώ μάλιστα το έζησα στο πετσί μου, στην περιουσία μου! Ο κόσμος όμως προχωρά και η τεχνολογία ακόμη γρηγορότερα.
Το Στρατώνι, ως αρχαία Στρατονίκη, από τα κλασικά ακόμη χρόνια, κατά τα οποία πιστοποιείται με σίγουρο τρόπο η ύπαρξή του –νομίσματα, αγγεία, θεμέλια, υφίσταται και ως μεταλλευτική κώμη. Οι «αρχαίες σκουριές» στον Κάκαβο και σε άλλα σημεία, το καταδεικνύουν. Στα βυζαντινά χρόνια η περιοχή εξόρυξης είναι γνωστή ως Σιδηροκαύσια. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας –ιδέ Μαντεμοχώρια – παραχωρεί μεγάλη ποσότητα αργύρου στο Χαζινέϊ χασέ, το ταμείο του Σουλτάνου. Στα νεότερα χρόνια η λειτουργία των στοών επανέρχεται και συνεχίζεται με διακυμάνσεις και περιπέτειες μέχρι σήμερα.
Αφού η μοίρα μας γέννησε σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο τόπο, πρέπει να τον σεβαστούμε σε όλη του τη μακραίωνη εξέλιξη. Η βιομηχανική του πορεία δεν είναι, όπως κάποιοι πιστεύουν, κάτι το οποίο πρέπει να λησμονήσουμε και να απωθήσουμε στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μας. Γιατί τότε πρέπει να λησμονήσουμε τις ρίζες μας και να μην αποτίουμε φόρο τιμής στους παππούδες μας και τους πατεράδες μας, που έχυσαν άφθονο ιδρώτα, ακόμη και αίμα, στα μεταλλευτικά εργοτάξια. Δουλεύοντας σκληρά έθρεψαν τις οικογένειές τους, εμάς δηλαδή, αλλά μέσα από την πάλη τους με τις μηχανές βγήκαν νικητές χάρις στη φυσική ευστροφία που τους διέκρινε. Πήραν τον εργατικό τίτλο «μαστρο», τον ανάλογο του «δόκτωρα» σε πανεπιστημιακό τίτλο.
Είμαι βέβαιη πως οι πατεράδες μας αγάπησαν τον τρόπο της εργασίας τους. Εξαιρούνται βέβαια αυτοί που έβγαζαν στις μπούκες του Μαντέμ –Λάκκου το μεροκάματο του τρόμου, όπου έμπαιναν γεροί και έβγαιναν με σακατεμένα τα πνευμόνια τους από τη χαλίκωση. Αλλά κι αυτούς τους αδικοχαμένους του παρελθόντος δεν πρέπει να τους θυμόμαστε; Σε όλα τα μέρη που ταξιδεύω βλέπω μνημεία για τον «άγνωστο στρατιώτη» και τον «άγνωστο ναυτικό». Για τους εργάτες του τόπου μας, μνημείο δεν έγινε ακόμη. Και δεν χρειάζεται να είναι μεγαλεπήβολο και ακριβοφτιαγμένο από μεγάλο καλλιτέχνη. Μπορούμε κι εμείς οι ίδιοι να το στήσουμε – ιδέες υπάρχουν – με τα ίδια μας τα χέρια, σαν φόρο τιμής γι’ αυτό που μας πρόσφεραν.
Όλα όσα ζήσαμε σ’ αυτό τον ευλογημένο από τη φύση τόπο, μας ζύμωσαν και μας έπλασαν σαν γλυκό ψωμί. Γιατί υπάρχει και η άλλη παράμετρος: ζώντας σε ένα βιομηχανοποιημένο τόπο, ήρθαμε σε επαφή με ανθρώπους καλλιεργημένους και τεχνολογικά πρωτοποριακούς. Πρώτο το χωριό μας ηλεκτροφωτίστηκε σε όλο το νομό της Χαλκιδικής, δημιούργησε συλλόγους πολιτιστικούς και η παράδοση αυτή συνεχίζεται και στις μέρες μας. Εδώ συστήθηκαν ισχυρά εργατικά σωματεία, που οργάνωναν μακροχρόνιες απεργίες. Οι πατεράδες μας, αν και πεινούσαν, αγωνίζονταν για το ψωμί και το δίκιο, αντίθετα με μας τους βολεμένους, που τώρα μιλάμε εκ του ασφαλούς.
Γι’ αυτό, το τονίζω, μην αποσιωπάτε το βιομηχανικό μας παρελθόν σαν κάτι το θλιβερό, που πρέπει να ξεχάσουμε. Αντίθετα, η μνήμη πρέπει να κρατιέται άσβηστη. Ζήσαμε σκληρές καταστάσεις σ’ αυτόν τον πανέμορφο τόπο, αλλά αυτές μας διέπλασαν. Το χωριό μας μπορεί να γίνει πόλος έλξης ακριβώς γι’ αυτό που είναι. Με μουσείο μεταλλευτικό, σύγχρονο, με εκπαιδευτικό περιεχόμενο. Μην ζηλεύετε την τουριστική ανάπτυξη γειτονικών χωριών. Δεν τον χρειαζόμαστε αυτόν τον τρόπο ζωής, γιατί διαθέτουμε ανώτερο και ποιοτικότερο. Το χωριό μας είναι όαση ηρεμίας και αναψυχής. Αν το κατανοήσουμε αυτό θα νιώσουμε και θ’ αγαπήσουμε βαθιά τον τόπο μας.

Η Καρβουνοσκαλίτισσα

Ο Μαέστρος Γιάννης Τσανακάς - Μέρος Β’

Το όνομα του Γιάννη Τσανακά είναι άρρηκτα συνδεμένο με την πόλη της Λάρισας. Μαθητής αλλά και Δάσκαλος του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, δίδαξε ήθος, αξιοπρέπεια και μουσική παιδεία σε μια ολόκληρη γενιά. Το έργο του υπήρξε, πρωτοποριακό και πολυσήμαντο και αποτελεί σήμερα, την καλύτερη παρακαταθήκη για την νέα γενιά των μουσικών που φοιτούν στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας

Κ. Τζανακούλης - Δήμαρχος Λαρισαίων

Τις μουσικές του σπουδές άρχισε ουσιαστικά στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας το 1958, με καθηγητές τον Σπύρο Τσαντήλα (Αρμονία) και την Φεβρωνία Λουίζου (Πιάνο). Συνέχισε στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών: Ενοργάνωση και Διεύθυνση Μπάντας με τον Επαμεινώνδα Φασιανό και Αντίστιξη, Φούγκα, Σύνθεση με τον Μιλτιάδη Κουτούγκο. Παρακολούθησε σεμινάρια διεύθυνσης χορωδίας με τους Giorgio Bredolo, Lilia Giuleva και Αντώνη Κοντογεωργίου.
Από το 1979 μέχρι το 2001 ήταν Καλλιτεχνικός Διευθυντής και Καθηγητής Ανωτέρων Θεωρητικών στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας, καθώς και στο Δημοτικό Ωδείο Καρδίτσας απ’ το 1983 μέχρι το 1998. Απ’ τις τάξεις του απεφοίτησαν πολλοί σπουδαστές, με πτυχία Αρμονίας, Ενοργάνωσης, Αντίστιξης, Φούγκας και Σύνθεσης, οι οποίοι σταδιοδρομούν ως καθηγητές σε Μουσικές Σχολές, Ωδεία, στη Μέση Εκπαίδευση καθώς και σε Ακαδημίες του εξωτερικού.
Συνθέσεις του: «Ο τελευταίος αποχαιρετισμός του Ιησού» βυζαντινή καντάτα για Βαρύτονο, Ανδρική Χορωδία και Συμφωνική Ορχήστρα. «Θηραμένης» δραματική σκηνή για Βαρύτονο, Μπάσο, διπλή Ανδρική Χορωδία και Συμφωνική Ορχήστρα, «Θαλασσινές Μνήμες» συμφωνική εικόνα, «Ηρωική» εισαγωγή, έργα για φωνή και πιάνο, έργα για σόλο όργανο συνοδεία πιάνου, έργα για πιάνο όπως η «Δωρική Σουίτα» και έργα για χορωδία a cappella.
Ενορχήστρωσε, μετέγραψε και διασκεύασε συνθέσεις του κλασικού ρεπερτορίου, μουσικής κινηματογράφου, ελαφράς και δημοτικής μουσικής.

Απ’ την άνοιξη του 1963 μέχρι και το 1976 διετέλεσε Αρχιμουσικός στη Φιλαρμονική του ΔΩΛ. Κατά το διάστημα αυτό δίδαξε μεθοδικά και συνέβαλε αποφασιστικά στην ποιοτική της ανέλιξη παρουσιάζοντας αξιόλογες συναυλίες τόσο με τη Φιλαρμονική, όσο και με την περίφημη Ορχήστρα Πνευστών που δημιούργησε με επίλεκτους εκτελεστές της Φιλαρμονικής.

Η πρώτη εμφάνιση της Ορχήστρας Πνευστών έγινε στη Λάρισα, στην αίθουσα του κινηματογράφου «Διονύσια» στις 12 Απριλίου το 1970. Ειδικά για την σύνθεση της ορχήστρας αυτής μετέγραψε και ενορχήστρωσε πάνω από 60 μουσικά έργα και τραγούδια. Πολύ γρήγορα η Ορχήστρα έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα. Εκτός απ’ τη Λάρισα, έδωσε συναυλίες σε πόλεις της Ελλάδας όπως: Θεσσαλονίκη, Πειραιά, Γιάννενα, Λαμία, Λιβαδειά, Καρπενήσι, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Βόλο, Κατερίνη, Ηράκλειο Κρήτης κ.α. με εξαιρετική επιτυχία, αποσπώντας πάντα τα καλύτερα σχόλια και κριτικές. Με την Ορχήστρα Πνευστών συνέπραξαν ως σολίστ, σπουδαίοι καλλιτέχνες της εποχής όπως οι: Αιμίλιος Λαγόπουλος (βιολί). Ίλιζε Σακελλάριου (πιάνο). Φωφώ Κουκουτάρα (τραγούδι), λυρικοί καλλιτέχνες κ.α.
Απ’ το 1965 μέχρι το 1980 διετέλεσε Αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής του Δήμου Ελασσόνας. Ο Γιάννης Τσανακάς με μεθοδική δουλειά, μεράκι και αγάπη, ξεπερνώντας τα στενά πλαίσια μιας μικρής επαρχιακής πόλης, κατάφερε να δημιουργήσει ένα σπουδαίο έργο στην Ελασσόνα και να αναδείξει πάρα πολλά ταλέντα μικρών του μαθητών, οι οποίοι αργότερα σταδιοδρόμησαν στον χώρο της μουσικής σε όλη την Ελλάδα. Η Φιλαρμονική υπό την καθοδήγηση του, τα 15 αυτά χρόνια, παρουσίασε πλούσιο και ποιοτικό καλλιτεχνικό έργο, δίνοντας συναυλίες στην Ελασσόνα και στις γύρω περιοχές, ανεβάζοντας το πολιτιστικό επίπεδο της πόλης.
Παράλληλα, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’70, διηύθυνε την Ανδρική Εκκλησιαστική Χορωδία Ελασσόνας η οποία έψαλλε τη «θεία Λειτουργία» σε Ιερούς Ναούς της Ελασσόνας και όλων των χωριών της επαρχίας.

Η Εκκλησιαστική Χορωδία στη συνέχεια, μετεξελίχθηκε σε Ανδρική Χορωδία συναυλιών, εντάχθηκε στο σύλλογο «Περραιβία» και έδωσε σημαντικές συναυλίες στην Ελασσόνα και σε άλλες πόλεις και χωριά, φέρνοντας για πρώτη φορά το κοινό της επαρχίας σε επαφή με τη χορωδιακή μουσική. Με βάση την Ανδρική Χορωδία, στη συνέχεια δημιούργησε τη Μικτή Χορωδία Ελασσόνας, με την οποία παρουσίασε κυρίως Χριστουγεννιάτικες συναυλίες στα πλαίσια των εκδηλώσεων του Δήμου Ελασσόνας.

Το 1976 ίδρυσε την Παιδική Χορωδία του Δήμου Ελασσόνας, την οποία διηύθυνε μέχρι το 1980. Η Παιδική Χορωδία Ελασσόνας υπό την διεύθυνση του, παρουσίασε σημαντική δραστηριότητα και αναδείχτηκε ως μια απ’ τις καλύτερες παιδικές χορωδίες, καθώς λίγους μήνες μετά την ίδρυσή της, βραβεύτηκε με 3ο βραβείο στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό του Χορωδιακού Φεστιβάλ Αθηνών, που πραγματοποιήθηκε στο Hilton.
To 1977 ίδρυσε την Παιδική Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας την οποία διηύθυνε μέχρι το 1981. Η Παιδική Χορωδία αποτελούνταν από μαθητές του Δημοτικού Ωδείου. Τον Οκτώβριο του 1978 κάνοντας την παρθενική της εμφάνιση, πήρε μέρος στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό του Χορωδιακού Φεστιβάλ Αθηνών, στο Hilton. Στο Διαγωνισμό αυτό η Χορωδία κατέκτησε επάξια την 2η θέση, με 3ο βραβείο, σε πανελλήνια κλίμακα.
Το 1981 ίδρυσε την Γυναικεία Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας την οποία διηύθυνε μέχρι το 2002. Κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Γιάννη Τσανακά, τη συστηματική δουλειά και την άρτια μουσική διδασκαλία, η Χορωδία εξελίχθηκε σε σύνολο υψηλών προδιαγραφών και πολύ γρήγορα, έγινε ευρύτατα γνωστή στους χορωδιακούς κύκλους.
Το 1981, αν και νεοσύστατη πήρε την 1η θέση, με 2ο βραβείο, στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό του Χορωδιακού Φεστιβάλ Αθηνών που έγινε στο Hilton.
Το 1984 έλαβε μέρος στον Διεθνή Πολυφωνικό Διαγωνισμό του Arezzo της Ιταλίας. Εκεί, η Γυναικεία Χορωδία του ΔΩΛ γνώρισε τη μεγαλύτερη ίσως επιτυχία στην ιστορία της, καθώς κατέλαβε τη 2η θέση, με 3ο βραβείο, (σημειωτέο ότι δεν δόθηκε 1ο βραβείο). Ήταν μία μεγάλη επιτυχία της Χορωδίας, που την έκανε γνωστή σ’ όλο τον κόσμο καθώς ο πολυφωνικός διαγωνισμός του Arezzo θεωρείται ως ένας απ’ τους πλέον έγκυρους της Ευρώπης. Το 1985 έλαβε μέρος στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό του Χορωδιακού Φεστιβάλ Αθηνών και πήρε το 1ο βραβείο με εξαιρετικά σχόλια της Κριτικής Επιτροπής. Ακολούθησαν, το 1986, η βράβευση στον Διεθνή πολυφωνικό Διαγωνισμό στη Gorizzia της Ιταλίας και η συμμετοχή στο Διεθνές Χορωδιακό Φεστιβάλ στην Tour της Γαλλίας.

Παράλληλα, έδωσε πολλές συναυλίες στη Λάρισα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και συμμετείχε σε Χορωδιακά Φεστιβάλ και Συναντήσεις Χορωδιών στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Κεφαλονιά, Νίκαια, Τρίπολη, Αταλάντη, Λαμία, Κατερίνη, Σκιάθο, Βόλο, Κοζάνη, Τύρναβο κ.α. Έλαβε επίσης μέρος σε συναντήσεις χορωδιών νέων που οργάνωσε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η Γυναικεία Χορωδία προσκεκλημένη από την ΕΡΤ
έδωσε συναυλία στο Studio C, η οποία μεταδόθηκε απ’ ευθείας απ’ το 1ο Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας.
Επίσης η Τηλεόραση της ΕΡΤ μαγνητοσκόπησε και μετέδωσε πρόγραμμα της Γυναικείας Χορωδίας, τα γυρίσματα του οποίου έγιναν στη Λάρισα (Άγιος Αχίλλειος, Δημοτικό Ωδείο, Αισθητικό Άλσος κ.α.)
Ο Οργανισμός Υποτροφιών Ελλάδος προσκάλεσε δυο φορές τη Χορωδία στην Αθήνα για συναυλίες που δόθηκαν στο Hilton και στο Εθνικό Θέατρο, στις οποίες συνέπραξε με την Ανδρική Χορωδία της Εμπορικής Τράπεζας.
Η Γυναικεία Χορωδία προσκλήθηκε από την Γυναικεία Χορωδία «Χριστίνα Μόρφοβα» και εμφανίστηκε στο περίφημο «Μέγαρο Πολιτισμού» της Σόφιας στη Βουλγαρία. Συμπράττοντας με τη Γυναικεία Χορωδία «Χριστίνα Μόρφοβα» της Σόφιας και την Ορχήστρα Εγχόρδων του ΔΩΛ, ανέβασε στη Λάρισα το έργο «Stabat Mater» του G.B. Pergolesi. Η Χορωδία έδωσε επίσης συναυλίες και σε άλλες πόλεις του εξωτερικού, όπως στη Βουδαπέστη, σε πόλεις της Ιταλίας, στη Μπάνσκα Μπίστριτσα της Τσεχοσλοβακίας κ.α.
Συνέπραξε με την Ανδρική Χορωδία του Μουσικού Συλλόγου Λάρισας και τη Λαρισαϊκή Χορωδία με τις οποίες παρουσίασε αποσπάσματα απ’ τα έργα «Messiah» του G. F. Hendel και «Carmina Burana» του Carl Orff. Συνεργάσθηκε πολλές φορές με τη Συμφωνική Ορχήστρα του ΔΩΛ και με διάφορα άλλα οργανικά σύνολα για την παρουσίαση έργων για Χορωδία και Ορχήστρα.
Το 1983 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Μικτής Χορωδίας του Μουσικού Συλλόγου Τυρνάβου την οποία διηύθυνε μέχρι το 2002. Με τη Μικτή Χορωδία του Μουσικού Συλλόγου Τυρνάβου έδωσε σειρά συναυλιών σε πόλεις του εξωτερικού. Το 1983 στη Γερμανία (Φραγκφούρτη, Βίρτσμπουργκ). Το 1985 στη Βουλγαρία (Σόφια και Πλέβεν). Το 1993 στο Reusendo και το 1995 στο Umbertide στο Modone και στην Pietra Luga της Ιταλία.
Το 1987 πραγματοποίησε πανηγυρική συναυλία (Λυρική Βραδιά) στον Τύρναβο, με τη συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας του ΔΩΛ και σολίστ την Τυρναβίτισα καλλιτέχνιδα της Εθνικής Σκηνής, Λίνα Τέντζερη.
Συμμετείχε σε χορωδιακό Φεστιβάλ και συναντήσεις Χορωδιών όπως: Φεστιβάλ Κεφαλονιάς και Λέσχης του ΟΤΕ Θεσσαλονίκης (1988), Άργους Ορεστικού και της Ένωσης Χορωδιών Ελλάδος στο θέατρο «Παλλάς» των Αθηνών (1989), Διεθνές Χορωδιακό Φεστιβάλ Πρέβεζας (1990), Διεθνές Χορωδιακό Φεστιβάλ Κηφισιάς (1992), Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής Βόλου (1994), Διεθνές Χορωδιακό Φεστιβάλ Αθηνών, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας (1996), Φεστιβάλ Αιδηψού (1996), Χορωδιακό Φεστιβάλ του Πολιτιστικού Κέντρου Αλίμου (1998) κ.α.
Το 1991 πήρε μέρος στη μεγάλη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη, που διοργάνωσε η θεραπευτική κοινότητα « Έξοδος» ενώ το 2001 παρουσίασε στο δημοτικό Θέατρο Τυρνάβου το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Γιάννη Μαρκόπουλου, αποσπώντας τις καλύτερες κριτικές.

Το 1973 δημιούργησε τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας την οποία διηύθυνε έκτοτε μέχρι το 1999. Το 1973 έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για τη συγκρότηση της Συμφωνικής Ορχήστρας του ΔΩΛ από τον Γιάννη Τσανακά, ο οποίος τότε ήταν Αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής. Η πρώτη εμφάνιση της Ορχήστρας πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 26 Μαΐου του 1973, στο κατάμεστο κινηματοθέατρο «Παλλάς» η οποία ήταν σταθμός για το πολιτιστικό «γίγνεσθαι» της Λάρισας. Καθηγητές και σπουδαστές του Ωδείου, μουσικοί της Φιλαρμονικής, μουσικοί της Λάρισας και της γύρω περιοχής αποτέλεσαν το αρχικό δυναμικό της Ορχήστρας, η οποία παρουσίαζε προγράμματα με Λαρισαίους και ξένους σολίστ και Διευθυντή το Γιάννη Τσανακά.
Μετά από μια δεκαετία, περίπου το 1984 που αναπτύχθηκαν οι σχολές εγχόρδων και πνευστών οργάνων στο ΔΩΛ, η σύνθεση της Ορχήστρας άλλαξε, αποτελούμενη σχεδόν αποκλειστικά από καθηγητές και σπουδαστές του Ωδείου. Η Ορχήστρα παρουσιαζόταν είτε ως Συμφωνική, είτε ως Ορχήστρα Δωματίου. Με την Συμφωνική Ορχήστρα συνέπραξαν Έλληνες και ξένοι σολίστ, όπως οι: Ο. Μάτσκε, Ι. Μακαβέι, Α. Ρεζνικόφσκι, Στ. Λαέτσου, Ν. Ουγκουρεάνου, Μ. και Τζ. Ντοροφτέι, Λ. Τέντζερη, Γ. Κουκουτάρας, Α. Κοντογεωργίου, Μ. Ικέουτσι, Γ. Ιωαννίδης Σ. Ανθής, Αντ. Σακελλάριος, Δ. Δημόπουλος, Απ. Αλεξίου, Ι. Μαργαζιώτης, Ζ. Γκουρντιέ, Θ. Κυρζίδης, Ε. Παπαθωμαϊδη, Ν. Δημόπουλος, Ε. Βαλακώστα, Δ. Χατζούλης κ.α. παρουσιάζοντας κοντσέρτα, συμφωνίες, εισαγωγές, σουίτες, μονόπρακτες όπερες και άλλα έργα του κλασικού ρεπερτορίου. Η συμφωνική Ορχήστρα συνέπραξε επίσης με χορωδιακά σύνολα (Γυναικεία και Μικτή Χορωδία του ΔΩΛ, Μουσικό Σύλλογο Τυρνάβου, Μουσικό Σύλλογο Λάρισας, Λαρισαϊκή Χορωδία) παρουσιάζοντας έργα για Χορωδία και Ορχήστρα τόσο στη Λάρισα όσο και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Όραμα του μαέστρου Γιάννη Τσανακά ήταν η Ορχήστρα να γίνει «Συμφωνική Ορχήστρα Κεντρικής Ελλάδος».

Το 1995 συγκρότησε τη Μικτή Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας την οποία διηύθυνε μέχρι το 2002. Με την Μικτή Χορωδία του ΔΩΛ, που συγκροτήθηκε από επίλεκτους χορωδούς της Λάρισας, παρουσίασε έργα υψηλών απαιτήσεων όπως: «Gloria» του Ant. Vivaldi, «Messiah» του G.F. Haendel, και «Carmina Burana» του Carl Orff. Παρουσίασε επίσης έργα Ελλήνων συνθετών όπως: «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Γιάννη Μαρκόπουλου, «Μαουτχάουζεν» του Μίκη Θεοδωράκη κ.α.
Με τη Μικτή Χορωδία προσκλήθηκε τον Μάιο του 1997 στο 1ο Διεθνές Φεστιβάλ της Πεντηκοστής στην πόλη Silvi Marina της Ιταλίας όπου και της απονεμήθηκε διάκριση, ενώ τον Ιανουάριο του 2001 συμμετείχε σε μια σειρά συναυλιών στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Ελληνικό Πολιτιστικό Δεκαπενθήμερο» στο Στρασβούργο, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2001.
Ο Γιάννης Τσανακάς «έφυγε» στις 29 Απριλίου του 2002.

Εκτος από το πλούσιο καλλιτεχνικό και συγγραφικό του έργο, άφησε πίσω του, την γυναίκα του Μάρθα και τους τρεις γιους του, τον Αριστείδη, τον Νικόλαο και τον Άγγελο τους οποίους από μικρούς μύησε με επιτυχία στον όμορφο κόσμο της μουσικής.
Ο Αριστείδης είναι πτυχιούχος Ανώτερων Θεωρητικών καθώς επίσης Ενοργάνωσης και Διεύθυνσης Μπάντας (Φιλαρμονικής). Εργάζεται στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας και συνεργάζεται επίσης με την Φιλαρμονική του Δήμου Λαρισαίων.
Ο Νικόλαος είναι Διπλωματούχος Βιολονίστας. Εργάζεται ως καθηγητής βιολιού σε Ωδεία της Θεσσαλονίκης και είναι μόνιμο μέλος της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης.
Ο Άγγελος είναι Πτυχιούχος της σχολής Μουσικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Διπλωματούχος Πιανίστας. Εργάζεται ως καθηγητής πιάνου καθώς επίσης διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση.

Α. Τσανανάς

Nουρέγιεφ, μία παέλια και η Ντολόρες

Κωστής Ανδριώτης

Τρεις έγνοιες είχα κατά νου, άμα κατά του Λόρκα μ’ έβγαζε το ταξίδι. Να ζήσω ένα απόγευμα μέσα σε μια αρένα. Μια ακριβή παέλια να γευτώ και μία ζόρικη Ντολόρες να κουρσέψω. Taragona είπα στους άλλους, δεν ακολούθαγε κανείς, πήρα τους δρόμους μοναχός. Ρώτησα τους τελώνηδες μου δείξαν στον Πουνέντη, πήρα για κει. Τρεις ώρες πριν, τίποτα να μη χάσω, να’χω να λέω. Κι’ όσο σίμωνα, τα γύρω στενά Τούμπα μου φέρνανε στο νου σε ντέρμπι ΠΑΟΚ – ΑΡΗΣ. Η πόλη μαζεύονταν. Ένα κοσμολόϊ κι εγώ ανάμεσα όπου πάει. Έκανα γύρους τρεις να πάω μυρωδιές, χόρτασα μπήκα μέσα. Βολεύτηκα, άξιζε ο τόπος τα λεφτά. Μύριζε χώμα, χώμα ένα κόκκινο βαθύ και μόλις νοτισμένο. Γύραθε, χίλια χρώματα που βοούσαν. Ήχησαν δέκα σάλπιγγες, βουβάθηκε η κερκίδα. Άνοιξε μια πορτάρα στη στιγμή μπούκαρε ο Ιβανόης, τρανός, ντυμένος αστακός, μ’ ένα μακρυό κοντάρι. Καβάλα σ’ άλογο θεριό, φασκιές γιομάτο ολόσωμα και παραπέτα να μη σκιάζεται, στα μάτια. Πήγαιναν άτρομοι κι οι δυο, βρήκανε τόπο κάτσαν, βουβοί προσμέναν…
Ήχησαν πάλι μπαλωθιά σ’ άλλο μοτίβο τώρα. Η βουβαμάρα βάστηξε. Άνοιξε η ρούγα, μπουκάρισε ένας ταύρακλος, αψύς, φορτσάτος, μπογαλής, κατάμαυρος σαν πίσσα. Αλλοπαρμένος έκανε δέκα βήματα κι’ άξαφνα στύλωσε πόδια και κορμί. Στήθος Καρπόζηλος, καπούλια σμιλεμένα, μάτια που δείχναν πόλεμο, ρουθούνια που ξέρναγαν θυμούς. Κόρδωσε μια και χίλια ώωω ακουστήκαν. Ρώτησα πλάι μου, πήρε να λέει ο φαλακρός, μέσες άκρες κατάλαβα, πως μέρες τρεις τους έχουν μαντρωμένους, σ’ άβολο χώρο κι’ άφωτο, λένε, μπορεί κι απότιστους για να μαζώξουν μανία πολύ, κατά πως πρέπει η φιέστα να φαντάξει. Στο θάμπος βγήκε απότομα τσούζουν τα μάτια, όλος ο αγέρας ένα ώωω, τα, αυτιά βοούν, σμάρι τα χρώματα αχταρμάς, παντού κίτρινα, μωβ και κόκκινα, κόκκινα, κόκκινα, αμάν!!! Έμεινε ασάλευτος, τα νιόφερα για να σταλάξουνε στο νου. Ανάσες πήρε. Σπιρούνιασε μια ο αστακός, τσίνησε ο βουκεφάλας το’ριξε στο τσαλίμι. Φούντωσε ο Μινώταυρος, δυο πόδια κάνει πίσω, σκύβει αχνά κι ορμάει με όλα του, σίφουνας πάει, για να αφανίσει ότι θάρρεψε να κάνει το καμπόσο μέσ’ τη μύτη του, οίστρος, βουνό θεός, ότι να’ναι!!!
Όρτσα κατάπλωρα, άτρομος το κούτελο ζυγιάζει, φτάνει και σβουράει κουτράει γεμάτη μια κατακούτελα σιέται ο Όλυμπος , υψώνεται δυο μέτρα- όλεε φωνάζει η κοσμουριά αγάντα μια, ποδάρες, στήθια, σβέρκα, να δώσει μια να καρφωθεί μεσούρανα ο οίστρος. Βρίσκει ο Ιβανόης αμαλαγιά και χράαπ μία κατάγερη του μπήγει τη βουκέντρα απάνω στη φλέβα τη παχιά. Όλεε όλεε και πάλι ακόμα μία κι έπεφτε μόλο το βάρος του απάνω στο κοντάρι και το’ στριβε να το κακοφορμίσει. Δυο ποταμοί τρέχαν απ’ τα ψηλά, ολόγιομη η φλέβα, ξεχύνονταν κατάπλευρα μούλιαζαν, έφταναν στο λόγγο, έπεφταν στη γη, στάλες χοντρές σαν του φθινόπωρου, πέφτανε στο ρυθμό του χτύπου της καρδιάς του.

Πισωπάτησε, τατάαα τατάαα ήχησαν πάλι και πετάχτηκαν άξαφνα απ’ τα κρουαζέτα, ταυρομαχάκια δώδεκα κι’ άρχισαν να τσακοπηδούν δυο βήματα απ’ τα μάτια του ολόγιομα απορία. Ντυμένοι μόρτικες στολές, χρώματα ξόμπλια χίλια. Τάχασε. Βρήκε ευκαιρία ο σταυροφόρος πήρε τον αλογά, κρυφά λάκισε απ’ τη μουράδα.
Σβουριά κάνει ο Μινώταυρος, ζυγιάζει, πιάνει θέση κατάκεντρα. Οι μόρτες ολοτρόγυρα να προκαλούν σαν αρλεκίνοι. Κι είπε ο φαλακρός πως ήταν τορέριδες παλιοί που ξέπεσαν ή κι όσοι στις εξετάσεις κόπηκαν, μια και δεν κάνανε καλά τις πιρουέτες. Κι απλώθηκαν ολούθε, ανεμίζοντας σαΐτες με άγκιστρα στις κορφές, κι ολόχρωμες φουντίτσες.Στη μεσαριά, κατράμι αυτός ολοϊδρωτος κι όπου το αίμα σέρνονταν με τους ιδρώτες μπόλιαζε κι οι στάλες κόμποι γίνονταν και πέφτανε με κρότο τακ – τακ κι’ όλο πιο γρήγορα. Δεν ξέρω οι άλλοι τάκουγα εγώ!!!
Και πιάσαν οι Σειληνοί χορό, σνάμενοι, κουνάμενοι κι όλο σβούριζε ο Ταύρακλας. Είδε και αποείδε, σταματά, κιαλάρει έναν κι ορμάει. Αγέρας φτάνει και να μισή ανάσα απόμεινε, να, τώρα!!! Ο Διάβολος σκώνει τις φτέρνες, λυγάει δεξιά, σκώνει τα χέρια του φτερά, δίνει έναν πήδο και χράαπ μπήγει δυο σαΐτες πανώπλευρα, δυο δάχτυλα απ’ τη πληγή που ανέβλυζε. Ριγά εκείνος, τινάζει μια τη κεφαλή, τ’ αριστερό του κέρατο κατάϊσια είχε τη καρδιά, ξαστόχησε μπορεί μια τρίχα μόνο. Όλεε όλεε ξεφώνησε η κερκίδα κι όσο πηδούσε το ταυρί, χορεύανε τα άγκιστρα, ξεσκούσαν σάρκες και πόλλαινε το αίμα.
Να κι άλλος διάβολος μπροστά, να κι άλλος, κι άλλος. Πάλι χάμω τα κέρατα κι ορμάει, φτάνει, τώρα λέω τον πέτυχε. Και ναι εγώ πια είμαι με τον ταύρο, θα ξεφωνήσω ένα όλεε μοναχός για ν’ ακουστεί μεσούρανα. Κάνει μια τρίπλα ο μπλουμιστός, πηδά και χράαπ, σαΐτες άλλες δυο σιμά στις πρώτες.
Κι ο τρίτος υστερότερα κι ο τέταρτος κατόπι, η σπάλα γιόμισε, δυο πιθαμές σουβλιά του κόσμου όλου οι φούντες. Τρέχουν τα αίματα κυλούσε ένας Ευρώτας παραμάσχαλα κι ύστερα Ζάλογγο. Όλεε φωνάζουν, μα εγώ πια είμαι απέναντι. Έχω ένα όλεε που θα τ’ ακούσουν οι Θεοί κι ας βουβαθεί η κερκίδα. Γέλασα θυμήθηκα τότε παλιά, φίσκα μια Τούμπα ΠΑΟΚ – ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, πίσσα η κερκίδα, ζόρικο ματς και τέλειωνε, μούγκα, καημός, θυμός. Ο Δηληκάρης βάζει ένα σβουριστό, πάγωσε η Τούμπα νέκρωσε. Κι απάνω εκεί ένας πετιέται μόνος κατάμονος, πηδάει δυο μέτρα και γκόοολ. Σφυριά ακούστηκε τέντωσαν λαιμοί, μάτια βγήκαν όξω, ταραχή, σκώσαν μανίκια, οι διπλανοί, ορμήσαν στη θέση του απόμεινε το φελιζόλ μονάχα, ο γαύρος πάει!!
Τόκλωθα να φωνάξω κατάμονος ένα όλεε εγώ κι ας γίνει ότι κι αν γίνει. Σιγά τώρα!! Τατάαα τατάαα. Μεριάσανε οι μπλουμιστοί πίσω από παραπέτα, βγήκε ο μεγάλος. Όλεε όλεε. Πατούμενο ατάκουνο, καλτσάκι χάσικο ψηλά σκέπαζε γάμπα. Βήματα στ’ ακροδάχτυλα, όλεε όλεε.
Κάτω απ’ το γόνα κινούσε ένα κοντοπαντέλονο στο πράσινο παπαγαλί μπιρμπιλωτό, τσίτα ανέβαινε γιομάτο στα σειρήτια, κολούσε στα μεριά και τέλειωνε ολόσφυχτο σε μέση δαχτυλίδι. Όλεε. Κι ένα πουκάμισο στο άσπρο του χιονιού, φραμπαλαστολισμένο. Και το γιλέκι βιολετί σε τόνους τρείς και χρυσοστολισμένο.
Όλεε όλεε έκανε πασαρέλα, μ’ένα κοτσίδι στα μαλλιά και γόνδολα καπέλο, πλώρα πρύμα το ίδιο. Ήταν λιανός κι όπως φορούσε τα στενά φαινόταν πιο σπαθάτος. Μια μπέρτα είχε στο ζερβί, στο άλλο τη σκούφια ανέμιζε κι ακροπατούσε με χάρη μπαλαρίνας. Όλεε σκιαγμένο το ταυρί καταμεσίς βουές θάμπος και χρώματα ιδρώτας, αίματα, του βγήκε η γλώσσα έξω, κοντές ανάσες, έστεκε!!! Τατάα τατάα σιάχνεται ο μπλουμιστός, στο κόκκινο τη μπέρτα του γυρνάει κι αρχίνησε καρσιλαμά κατάμουτρα στον ταύρο.
Και να από δω να από κει του μπούκωνε τη φλόγα μες τα μάτια, μπαρούτι μύρισε η στιγμή κι αμάν δεν πάει άλλο. Μπούχτισε ο φίλος μου κι ορμάει έσφιξα δόντια εγώ, τρέχει με χίλια, σιμώνει, έφτασε η στιγμή, τσιτώνω να, αλά Νουρέγιεφ ο λεγάμενος κάνει ένα γκελ ξεφεύγει, όλεε έσκισε τον ουρανό, πάλι εμείς που χάσαμε. Κι ύστερα πάλι ξανά και ξανά και πάλι ακόμα μία, γιόμισε όλεε ο ουρανός, μπαΐλντισε ο φίλος μου, νεύρα μολάρησε, απόχυσε ο μισός, κρέμασε γλώσσα έξω. Στένευε κύκλους τώρα ο Ντελικανής που όσο τα όλεε άκουγε θρασύτερος γινόταν. Μπιζάριζε η κερκίδα κι αυτός στο μέτρο έφτασε, εξωρούθουνα και του έκανε τσαλίμια. Μάζεψε ο φίλος μου θυμό, όργωσε μια, σκύβει τα κέρατα σημάδεψαν καρδιά κίνησε νάτος. Πάμε μεγάλε!!! Μα ο Νουρέγιεφ αλεπού, μ’ένα σπαγγάτο ξεγλιστράει . Πάει χάσαμε. Μούλωξα εγώ!!!
Του φίλου μου στερέψαν τα κουράγια, μάχονταν ανάσες για να βρει, στράγγιζε η ψυχή του. Ο άλλος το οσμίστηκε, πήγε στη πιθαμή και τούξινε το κούτελο, όλεε όλεε, πασπάτευε τ’ αυτιά τα κέρατά του. Μούχρωσε ο φίλος, βλέφαρο δεν κουνούσε. Τατάαα τατάα ο Κορντομπές μέτρησε πίσω βήματα ψήλωσε στα κροδάκτυλα, σκώνει τη σπάθα στο δεξί, ζυγιάζει μάτι, σπαθί και σβερκαδιά, παίρνει τα βήματα –βουβή η κερκίδα – φτάνει, δίνει ένα πήδο και χράαπ η σπάθα η πουτάνα, καρδιά, συκώτια, σπλήνα τα πέρασε για πέρα. Δεν λέω καλός ο λεγάμενος, μα να, σαν να μου φάνηκε πως βοήθησε κι ο φίλος μου νάρθει το τέλος, πόντο δεν κούνησε, μας σχάθηκε και πάει. Όλεε όλεε βγάζει σκουφί ο Κορντομπές, κόβει ουρά κι αυτιά να τάχει για τη δόξα, κάνει ένα γύρω, του ρίχνουν μπουκέτα καπελίνα και φλασκιά, πίνει γουλιές τ’αντιγυρνά, όλεε κι όλοι ορθοί, ο ταύρος μόνο χάμω. Σάλπισε πάλι, τρεις αλογάδες μπήκανε και ζέψαν το ταυρί, το σείρανε το πήραν.
Σηκώθηκα, αίμα μπουλάντισα, πουστιά και ανανδρία. Βγήκα.
Λένε πως τότε είχε απ’ όξω χασαπιά, τους κόβουν και τους μοιράζουν στους φτωχούς. Άρα αν είναι έτσι, είχε ένα λόγο – τώρα;
Πήγα για μέσα σκεφτικός και κατασυγχισμένος χάλασε η μέρα και τη παράλλη, μία Ντολόρες δεν πέτυχα, βολεύτηκα με μία Ισαβέλα, το χάραμα τανάμι γίνηκε και όλεε όλεε όλεε, σήκωσα στο πόδι το motel κι ούτε που μ’ ένοιαζε!!!
Το βλέπω το όνειρο, θεριό ο ταύρος, κι ο Κορντομπές γδυτός φοβούλιακας πάνω στα κέρατά του ένα παιχνίδι εκεί ψηλά. Όλεε όλεε όλεε εγώ. Καλά κοιμούμαι!!!

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΩΝΙ

Κατερίνα Αστ. Βρασταμινού






Η Κατερίνα είναι παντρεμένη με τον Βασίλη Θερμασώνη και έχει δύο κόρες την Ειρήνη και την Στέλλα . Είναι ασφαλίστρια και εργάζεται στο δικό της γραφείο στην Ιερισσό.
Η ζωγραφική είναι για την Κατερίνα, έκφραση της καλλιτεχνικής φύσης της μιας και δεν περιορίζεται μόνο στους πίνακες της αλλά ασχολείται με την διακόσμηση και την χειροτεχνία .








Στις συνθέσεις της η Κατερίνα αποτυπώνει τοπία της φαντασίας της. Συνήθως ζωγραφισμένα από μεγάλη απόσταση ή από πολύ ψηλά.
Το νερό κάνει έντονη την παρουσία του χωρίς να είναι ζωγραφισμένο πάντα με τα φυσικά του χρώματα αλλά επηρεασμένο από το φως ενός κόκκινου ήλιου ή ενός ουράνιου τόξου.










Στις συνθέσεις της ξεκίνησε με σκούρα χρώματα , όμως σιγά-σιγά τα έντονα χρώματα γέμισαν τα έργα της .

Τα πρόσφατά της έργα χαρακτηρίζονται από έντονη διάθεση για ανάγλυφη αναπαράσταση.
Για τον λόγο αυτό άρχισε να χρησιμοποιεί ενθέσεις από συνθετικά υλικά ώστε να δίνει μεγαλύτερη εκφραστικότητα σε κάθε έργο της .

Εμείς ευχόμαστε καλή συνέχεια και σε ανώτερα .

















Α. Τσανανάς

Μαρία Πολυδούρη, η απροσάρμοστη. Μια γυναίκα πριν απ’ την εποχή της

Της Δέσποινας Στυλιανίδου - Φιλολόγου, Συγγραφέως



Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
……………………………..
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
(Γιατί μ’ αγάπησες)


Σχεδόν ογδόντα χρόνια έχουν περάσει από τη νύχτα της 28ης Απριλίου του 1930 που η Μαρία Πολυδούρη άφησε την τελευταία της πνοή χτυπημένη από τη φυματίωση. Θεωρείται βέβαιο πως κάποιος φίλος της δέχτηκε να της κάνει ένεση μορφίνης – κάτι που απαγορευόταν αυστηρά σε φυματικό – μετά από δική της παράκληση, για να την απαλλάξει από ένα αργό και βασανιστικό τέλος.
Ογδόντα χρόνια και ο μύθος που συνοδεύει την ανήσυχη ζωή της δεν λέει να σβήσει παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του συντηρητικού αστικού περιβάλλοντος και κυρίως των δύο οικογενειών, τόσο της δικής της όσο και των συγγενών του Κώστα Καρυωτάκη, που ούτε το όνομά της δεν ήθελαν ν’ ακούσουν. Γι’ αυτούς η Μαρία ήταν «απαράδεκτη». Κι’ όσο περνούν τα χρόνια η δίψα για τη γνώση περισσότερων στοιχείων για τον έρωτά της με τον ποιητή, διογκώνεται. Οι περισσότεροι, αφού διαβάσουν Καρυωτάκη, ρίχνονται ύστερα –ανάμεσα τους κι εγώ στα εφηβικά μου χρόνια – στα τραγούδια της Πολυδούρη, με ένα στόχο: να βρουν στις κρυμμένες λέξεις, τους στίχους και τις στροφές την έκφραση του έρωτα των δύο ευαίσθητων ανθρώπων, να ανακαλύψουν τους κώδικες της αγάπης τους.
Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι ο «ποιητής των εφήβων», ενώ η Πολυδούρη είναι η λατρεμένη των γυναικών. Όχι μόνο γιατί έγραψε μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα της λογοτεχνίας μας, αλλά γιατί υπήρξε μία σπάνια γυναίκα, έντιμη και γενναία, αγνή με την πιο ουσιαστική σημασία της λέξης. Ένα παιδί της φύσης με εξαιρετικής ποιότητας ευαισθησίες. Απέναντι στο μοναχικό και κλειστό Καρυωτάκη, τον καχεκτικό νέο με το άδειο βλέμμα, η Μαρία λάμπει από ομορφιά και νιάτα. Γεμάτη πάθος για τη ζωή, λάτρης της φύσης ιδιαίτερα την άνοιξη και της θάλασσας. Ένα απίστευτο γοητευτικό πλάσμα γεμάτο ζωή, που μόνη της θα την υπονομεύσει με τον πιο αυτοκαταστροφικό τρόπο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Τα πρώτα χρόνια
Έχοντας παρά πόδα το ωραίο βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου «Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης», καθώς και το βιβλίο των ποιημάτων της θα προσπαθήσω να δώσω την πορεία της ζωής της, που είναι μια διαρκής φυγή. Η Μαρία δραπετεύει από το σπίτι της στην επαρχία, από τον έρωτα, τη δουλειά της, το πανεπιστήμιο, την Ελλάδα, από το σανατόριο και τέλος, από την ίδια τη ζωή. Μια ζωή που βιώνει με απίστευτο πάθος και λυρισμό, αυτά που εκφράζει και στην ποίησή της. Η ζωή και η ποίησή της ταυτίζονται.

Γεννήθηκε την 1η του Απρίλη του 1902 στην Καλαμάτα. Ο πατέρας της Ευγένιος Πολυδούρης, καθηγητής φιλόλογος, τρία χρόνια αργότερα μετατίθεται στο Γυμνάσιο Γυθείου. Εκεί τελειώνει η Μαρία το Δημοτικό και το Σχολαρχείο.

Όταν σχολούσε τα απογεύματα, λένε, άφηνε τα άλλα παιδιά και περπατούσε ολομόναχη στη παραλία, γιατί είχε «μια ειδωλολατρική αγάπη για τη θάλασσα». Από πολύ μικρή πήγαινε στα σπίτια, όπου ξενυχτούσαν νεκρό, και άκουγε με τις ώρες σα μαγεμένη τα μανιάτικα μοιρολόγια.
-Μα γιατί, της έλεγε η μητέρα της, γιατί πας, αφού λυπάσαι και αρρωσταίνεις;
-Θέλω να λυπάμαι, τις απαντούσε η μικρή.
Η Μαρία μεγαλώνει μέσα σε ένα σπιτικό ζεστό από αγάπη, με ανθρώπους καλλιεργημένους, με φιλελεύθερες πολιτικές αντιλήψεις. Η οικογένειά της είναι Βενιζελική. Η ίδια είναι εξαιρετική μαθήτρια και πολύ μαχητική στις πολιτικές συζητήσεις.
Στα δεκατρία της χρόνια δημοσιεύεται το πρώτο της πεζοτράγουδο « Ο πόνος της μάνας» σε ένα περιοδικό της πόλης. Ένας νέος είχε πνιγεί, αλλά η Μαρία συγκλονίζεται από το θρήνο της μάνας του. Εκεί που κάθεται ήσυχη στο σπίτι, ξαφνικά απομακρύνεται κι όταν ξαναγυρίζει έχει έτοιμο κάποιο ποιηματάκι. Στα δεκαπέντε της τα δένει μόνη της σε ένα τετράδιο και έτσι δημιουργείται η πρώτη της ποιητική συλλογή, « Οι μαργαρίτες».
Το 1918 πέφτουν στα χέρια της δεκαεξάχρονης ποιήτριας κάποια έντυπα για τη ρωσική επανάσταση, γεγονός που την συγκλονίζει. Τότε αποφασίζει να μη σπουδάσει Φιλολογία, κάτι για το οποίο είχε προετοιμαστεί από παιδί, αλλά Νομικά. Για να κάμψει την αντίδραση των γονιών της, κάνει απεργία πείνας, που κρατάει μία εβδομάδα. Δυστυχώς όμως, σ’ αυτή την τόσο ευαίσθητη περίοδο της ζωής της δέχεται από τη μοίρα διπλό χτύπημα. Μέσα σε 40 μέρες χάνει ξαφνικά και τους δύο γονείς της. Πρώτα πεθαίνει ο πατέρας της και μετά η μητέρα της. Η Μαρία βρίσκεται στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Νομική σχολή. Οι τύψεις για την απουσία της από τις τελευταίες στιγμές της μητέρας της θα την κυνηγούν σε όλη της τη ζωή και περισσότερο στον καιρό της αρρώστιας της:

Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος.
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.
…………………………………..
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνει
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει…
Αχ, πώς μου λείπεις σε μια τέτιαν ώρα.
(Ηχώ στο χάος)


Στην Αθήνα
Το Φλεβάρη του 1921, δεκαεννιά χρονώ, θα ανεβεί με μεγάλο ενθουσιασμό για πρώτη φορά τα σκαλιά του Πανεπιστημίου.
«Νάμαι και στο Πανεπιστήμιο στη αίθουσα της Νομικής. Με μια ζωηρή συγκίνηση ανέβαινα ένα – ένα τα ιερά σκαλιά του. Δεν είχα πλέον την καταραμένη δειλία, μια υπερηφάνεια όγκωνε την ψυχή μου και ανύψωνε το πνεύμα μου…»


Αντίθετα, η Νομαρχία Αττικής στην οποία μετατίθεται, θα την απογοητεύσει θανάσιμα.

«Επήγα σήμερα στο γραφείο να αναλβω υπηρεσία… Μου παρουσίασαν κάμποσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! Παρ’ ολίγο θα γελούσα μπρος τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι, μην είναι όλοι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! Ή θα αηδιάζω ή θα πεθάνω στα γέλια βλέποντάς τους!»
Την εποχή εκείνη ελάχιστες γυναίκες πηγαίνουν στο Πανεπιστήμιο. Η Μαρία επωφελείται απ’ αυτό για να παίρνει άδειες και να γλιτώνει από το ανυπόφορο περιβάλλον του γραφείου. Μόνο όταν θα εμφανιστεί στη Νομαρχία ο Καρυωτάκης, ένα χρόνο αργότερα, θα πηγαίνει κανονικά στη δουλειά της για εφτά σχεδόν μήνες.
Πολύ σύντομα ο ενθουσιασμός του πρώτου καιρού από την άφιξή της στη πρωτεύουσα, εξανεμίζεται. Η ωραιότατη επαρχιώτισσα θα φανεί πολύ προοδευτική, ακόμη και στους πρτωτευουσιάνους. Η κοινωνική υποκρισία είναι έντονη. Οι γυναίκες φθονούν τη Μαρία για την ομορφιά και τον ατίθασο χαρακτήρα της, ενώ οι άντρες την ποθούν. Η Μαρία γνωρίζεται στη Νομαρχία με τον Καρυωτάκη και κάνουν ατέλειωτους περιπάτους. Εκείνος είναι 26 χρονώ και εκείνη μόνο 20.

Στις 5 του Μάη του 1922 θα γράψει στο ημερολόγιο της:
«Τον αγαπώ, τον αγαπώ… καμμία αμφιβολία πια…»
Ο Καρυωτάκης της γράφει:
«Πονώ επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν’ αγαπήσω…»
Αυτός ο νέος που τίποτα δεν του αρέσει, θα συνεννοηθεί τέλεια μ’ αυτήν την άπληστη που τίποτα δεν τη χορταίνει, θα πει η Λιλή Ζωγράφου. Ο αντιζωϊκός Καρυωτάκης και η γεμάτη ζωή Πολυδούρη θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς. Ήταν κι οι δυο εξόριστοι από την εποχή τους.
Η Αθήνα του 1920 -30 ζει στο χάος και την παρακμή. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή αργότερα, θα επιφέρει μία γενική κρίση, οικονομική, πολιτική, πνευματική. Η γενιά που έδωσε τη μάχη για το δημοτικισμό είναι πλέον στη δύση της. Οι νέοι της δεκαετίας του ’20 ζουν σε συνθήκες απογοήτευσης και απαισιοδοξίας.

Τον Οκτώβρη του ’22 η Μαρία θα κάνει πρόταση γάμου στον Καρυωτάκη στέλνοντας του επιστολή. Ο Καρυωτάκης θα τους δώσει την απάντησή του σε ένα περίπατό τους στο Φάληρο λίγες μέρες αργότερα. Δεν έχει, της λέει, το δικαίωμα να παντρευτεί, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα.
Η Πολυδούρη αργότερα μας δίνει τη στιγμή αυτής της εξομολόγησης σε ένα σονέτο της πρώτης της συλλογής «Τρίλλιες που σβήνουν» το 1928:

Ήρθα μια μέρα, οδηγημένη απ’ την ιερή σου
αγάπη, εμπρός στο κύμα το γλαυκό
και μ’ άφησες τότε να ιδώ τη φλογερή σου
πληγή στο στήθος σου το νεανικό.

Τότε μου μίλησες με την ήσυχη φωνή σου
για τη ζωή σου, ατέλειωτο κακό
κι ως ένοιωσες βαθιά πως φτάνω ως την ψυχή σου
ανάβρυζε το δάκρυ σου πικρό.


Το ποίημα όμως αυτό γράφτηκε 5 χρόνια αργότερα, όταν όλα είχαν αλλάξει στις σχέσεις τους και φωτιστεί. Στην πραγματικότητα η Μαρία δεν θα πιστέψει τον Καρυωτάκη. Νομίζει πως δεν θέλει να την παντρευτεί, επειδή επηρεάστηκε από τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν σε βάρος της. Νιώθει μειωμένη, αλλά είναι πολύ περήφανη για να τον παρακαλέσει. Έτσι, χωρίζουν.
Έξι χρόνια αργότερα, πλημμυρισμένη από τις τύψεις, θα πει:

Το λίγο που σου απόμεινε, την υστερνή ζωή σου
σε αγάπη την μετέβαλες και μου την είχες δώσει.
Εγώ κι αν όλη τη ζωή μου ονόμασα δική σου
τι σούχα δώσει να χαρής από μια αγάπη τόση;
Και νόμιζα πως έδινα, περήφανη να κρύβω
το θησαυρό που γέμιζε μέσα μου και χανόταν.
Α, τώρα κάτω απ’ τη φριχτή τύψην αυτή τα σκύβω
πως ούτε πήρα το άξιό σου δώρο που μου δινόταν.

Η Μαρία αποχαιρετά ήρεμη τον Καρυωτάκη και μόνο όταν θα πάει στο σπίτι της, θα αφεθεί στον πόνο της. Για μέρες θα μείνει σε μια σιωπή απελπισίας σαν κεραυνωμένη, με μάτια στεγνά. Αρχίζει να γράφει ποιήματα. Με τον Καρυωτάκη είναι πλέον μόνο φίλοι.
Μια χειμωνιάτικη βραδιά του ’23 σε μια από τις επισκέψεις του ο Καρυωτάκης θα της δώσει το χειρόγραφο με το ποίημα «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…». Το ποίημα συγκλονίζει την Πολυδούρη. Την άνοιξη του ίδιου χρόνου προσβάλλεται από αδενοπάθεια και εγκαθίσταται για ένα μήνα στο Μαρούσι, σε ένα μικρό σπιτάκι. Εκεί την επισκέπτεται συχνά ο ποιητής και κάνουν έντονες συζητήσεις για όλα, εκτός από τον έρωτά τους.
Τα 3 επόμενα χρόνια 1923 – 26 η Μαρία θα χάσει τον έλεγχο της ζωής της. Χάνει και τη θέση της στη νομαρχία ως αργόμισθη και περνά δύσκολες στιγμές. Την περιτριγυρίζουν πολλοί θαυμαστές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο νεαρός δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, του οποίου η ομορφιά και η κοινωνική θέση, καθώς και η μεγάλη αγάπη του γι’ αυτήν, γιατρεύουν τον πληγωμένο της εγωισμό. Τότε εγκαταλείπει και τη Νομική και αρραβωνιάζεται με το Γεωργίου. Την περίοδο όμως αυτή βεβαιώνεται πως η αρρώστια του ποιητή δεν ήταν παραμύθι, όπως νόμιζε, αλλά αλήθεια. Αυτή η επιβεβαίωση θα την συνταράζει και θα γράψει πολλά πεζά και ποιήματα.
Φίλε, του φθινοπώρου ήρθεν η Ώρα,
στην πόρτα μου έξω. Κίτρινο φορεί
στεφάνι από μυρτιά. Στα νικηφόρα
χέρια της μια κιθάρα θλιβερή,

Κιθάρα παλαιϊκή που κλει πληθώρα
μέσα της ήχους και ήχους. Ιερή
κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα
που ήταν γλυκιά και γίνηκε πικρή,

Ήχος μεσ’ στην καρδιά της αποστάζει.
Φίλε, του φθινοπώρου η Ώρα εκεί
στην πόρτα μου ήρθε δίχως να διστάζει

Και το κιθάρισμά της πότε πότε
σα νάτανε η φωνή σου η μυστική
τους στίχους σου που μου τραγούδαες τότε.

Ο Καρυωτάκης όμως δεν νιώθει πια φιλικά για τη Μαρία. Δεν της συγχώρεσε τον αρραβώνα της με το Γεωργίου. Δεν ανταλλάσουν πια ούτε χαιρετισμό. Τη βλέπει να ζει προκλητικά, αλλά στην πραγματικότητα η Μαρία ζει ένα δράμα. Η επιδεικτική της ζωή δεν είναι παρά μία επίφαση. Καταλαβαίνει πως άδικα σπαταλήθηκε.
Τότε ο Καρυωτάκης θα γράψει γι’ αυτήν το πικρό ποίημα, γεμάτο οίκτο, «Ένα ξερό δαφνόφυλλο» :

Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει
το πρόσχημα του βίου σου, και θ’ απογυμνωθείς.
Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς,
που το χειμώνα απάντησε στου δρόμου εκεί τη μέση.

Κι αφού πια τότε θάναι αργά νέες χίμαιρες να πλάσεις
ή, ακόμα, μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά,
θ’ ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά
κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα θα γελάσεις.

Τώρα η Μαρία, έντιμη όπως πάντα, που σεβόταν τους άλλους όσο και τον εαυτό της, καταλαβαίνει πως δεν τη σώζει παρά η φυγή. Και φεύγει για το Παρίσι, να μάθει μοδιστρική. Γνωρίζει πως έχει χάσει οριστικά τον ποιητή και τότε ερωτεύεται τη θλίψη της για την απώλεια του έρωτά της. Το πάθος της αυτό θα της εμπνεύσει μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια που έχουν γραφτεί.
Μόλις φτάνει στο Παρίσι γράφει στο Γεωργίου και διαλύει τον αρραβώνα. Τα οικονομικά της είναι άθλια, στερείται και τα βασικά. Θα μπορούσε να τα έχει όλα, αλλά ζει σε μεγάλη ένδεια.
Τότε προσβάλλεται από φυματίωση. Στην πραγματικότητα, ας μη γελιόμαστε, στο Παρίσι η Μαρία αυτοκτόνησε. Επιδίωξε το θάνατο, του άνοιξε την αγκαλιά της. Για λίγο θα νοσηλευτεί στο νοσοκομείο Charite.




Στις αρχές του 1928 επιστρέφει, άρρωστη και απένταρη. Στην αδερφή της Βιργινία, που πήγε να την παραλάβει από το σταθμό, θα πει:
-Ε, τώρα πια εσήμανε η καμπάνα του Σαββάτου.
Βρίσκεται σε αδιέξοδο και δίνει την πιο άσπλαχνη λύση. Μπαίνει στη «Σωτηρία», το δημόσιο σανατόριο, που της εξασφαλίζει στέγη και τροφή. Οι συνθήκες στους θαλάμους είναι απάνθρωπες και ζητά το μικρό δωμάτιο που προοριζόταν για τους μελλοθάνατους. Εκεί αρχίζει θεραπεία. Το στολίζει με εικόνες και σκίτσα των αγαπημένων της ποιητών και μία παλιά εικόνα του Χριστού, «τον μεγάλον ποιητή και ρομαντικού των αιώνων».
Τότε, τον Ιούνιο του ’28 δέχεται ξαφνικά την επίσκεψη του Καρυωτάκη, που την αποχαιρετά. Σε λίγες μέρες θα φύγει για την Πρέβεζα, όπου έχει μετατεθεί. Θερμά συγκινημένος την κοιτάζει και η Μαρία πιστεύει πως τη λυπάται. Ή στάση της αμέσως αλλάζει, του φέρεται παγερά και δεν δέχεται την έμμεση συγγνώμη του. Ανάμεσά τους θα υπάρχει πάντοτε μία αιώνια παρεξήγηση. Μόλις όμως ο Καρυωτάκης φεύγει, η Μαρία θα γράψει με τρεμάμενο χέρι:

Ήρθες! Ήρθες! Πλημμύρισε η χαρά μου
κι η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξη.
Ήρθες, όσο κι αν μάκρυνεν ο χρόνος,
ο ίδιος χρόνος την πόρτα σούχει ανοίξει.

Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κοιτάς το μαρασμό που μ’ έχει ντύσει
σαν την ομίχλη τη δειλινή ώρα;
θες να σα πω το πώς μ’ έχει απαντήσει;

Και τελειώνει με την ωραιότερη στροφή που έχει ποτέ γράψει:

Τώρα πια όπως άλλοτε, δε θέλω
εύοσμα άνθη απ’ τα νεανικά σου χέρια.
Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη
απ’ τα στολίδια, δες, μ’ έγδυσε πλέρια.
Για τη χαρά της όμως αυτή, ο ποιητής δεν θα μάθει ποτέ τίποτε. Θα φύγει για την Πρέβεζα με βαθιά πίκρα. Από δω και πέρα η Μαρία γίνεται νευρική και ανυπόφορη ασθενής. Διακόπτει ως και τη θεραπεία της. Περιμένει αγριεμένη, σαν η διαίσθησή της να την προειδοποιεί για μια επικείμενη συμφορά, μέχρι που ακούστηκε η πιστολιά από την παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα στην Πρέβεζα στις 28 Ιουλίου:

Ένα πρωί σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκανε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλος σα μια νίκη.
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.

Είχε μια τέτια απλότη και γαλήνη,
μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη!
Όλος μια ευχαριστία σα νάχε γίνει.
Κι η αιτία του κακού σημαδεμένη.

Τώρα, ακόμη και οι πιο στενοί φίλοι της φαίνονται ανυπόφοροι. Για κάποιους μήνες θα μείνει άβουλη κι απρόσιτη. Αλλά η ζωντάνια, βαθιά μέσα της διατηρείται. Στους τελευταίους μήνες της ζωής της θα κατέβει και πάλι στην Αθήνα. Θα πηγαίνει σε εκδρομές και σε χορούς.

Θα κολυμπά στη θάλασσα και θα ξοδεύει και τις τελευταίες της δυνάμεις. Γνωρίζει πως το τέλος είναι κοντά και θέλει να γευτεί έντονα τις τελευταίες μέρες της ζωής της, όπως άλλωστε έζησε πάντα, με πάθος.
Κυκλοφορεί η δεύτερη ποιητική συλλογή της «Ηχώ στο χάος». Φεύγει πολυξοδεμένη και άφθαρτη. Πριν φύγει λέει τα τελευταία της συγκλονιστικά λόγια, φτύνοντας πάνω στον υποκριτικό καθωσπρεπισμό της εποχής της:

Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν όλα.
Να φύγουν κι οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου.
Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι όλα μου λείψαν
κι έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.

Να φύγουν όλοι. Ακάλεστοι κι ας ήρθανε με δώρα.
Τίποτε δεν εταίριασε στην εξαίσια γυμνότη
που με τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
που εμπρός τους με ταπείνωσαν ικέτη και δεσμώτη.

Πεθαίνει με πλήρη επίγνωση πως πήρε τη ζωή της λάθος, πως υπήρξε θύμα του εαυτού της. Υπήρξε όμως και θύμα της κοινωνικής της μοίρας ως γυναίκας. Γιατί γεννήθηκε πριν από την εποχή της, είχε τα γνωρίσματα και το χαρακτήρα ενός ασυμβίβαστου, ελεύθερου και περήφανου ανθρώπου. Γι’ αυτό και αγαπήθηκε τόσο πολύ κι η γοητεία της, αντί να σβήνει, δυναμώνει.
Πέθανε στην κλινική Καραμάνου, όπου την μετέφεραν ο Γεωργίου και ο Άγγελος Σικελιανός. Την ένεση της μορφίνης την έκανε ένας φίλος της, που ήταν κι αυτός αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της. Κάποτε η Μαρία είχε γράψει ένα στίχο που αποδείχτηκε προφητικός: «Θα πεθάνω μια αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη». Πέθανε τα ξημερώματα της 28ης Απριλίου του 1930 σε ηλικία 28 χρονώ. Κοντά της είχε μία άλλη ποιήτρια, τη «Μυρτιώτισσα». Ίσως αυτοί οι στίχοι να ήταν οι τελευταίες της σκέψεις:

Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάη
κι αν του ανακόβεται η στιγμή
ναρθή, που τον προσμένω.
Έχω στο στόμα την ψυχή,
μου παρατήσαν οι λυγμοί
το στήθος κουρασμένο
………………………
Πάρτε το φως! Είνε η στιγμή!
Τη θέλω όλη δική μου.
Είνε η στιγμή να κοιμηθώ!
Πάρτε το φως! Με τυραννεί…
μου αρνιέται την ψυχή μου…

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ

Η Παραμυθομαζώχτρα
κατά κόσμον Ραλλιώ Στυλιανίδου - Μπαδέμα


ΚΑΡΤΕΡΙΑ ( μέρος Β)

Νοερά περιδιαβαίνω τα αρχαία μονοπάτια του Ελαιώνα και της Καρβουνόσκαλας. Τα αδύνατα παιδικά μου ποδαράκια κλωτσάνε βότσαλα, πετραδάκια και σπασμένα κεραμίδια, κομμάτια κι αυτά μιας άλλης εποχής, και συνεχίζω να ξετυλίγω το μύθο που σας ξεκίνησα…

Η Στρατονίκη, αφού έπλυνε και στέγνωσε το χιτώνα, τον υφασμένο από τα χεράκια της, τον τύλιξε σε αραχνοΰφαντο χράμι. Του έβαλε στεγνά, μυρωμένα βότανα από τη γη της Χαλκιδικής, να τον προφυλάξουν από το σκώρο και την υγρασία και περίμενε..
Ήταν καλοκαίρι του 336 π.Χ. Ο Αλέξανδρος, ο νέος βασιλιάς και στρατηλάτης της Μακεδονίας, επιθεωρούσε πανέτοιμος το εκστρατευτικό σώμα που στρατοπέδευε στις παρυφές του Στρατονικού Όρους. Είχε ξεκινήσει από την Πέλλα αφήνοντας πίσω στο θρόνο τον έμπιστο φίλο του πατέρα του, το στρατηγό Αντίπατρο. Στο πλευρό του είχε τον άλλο άξιο στρατηγό, τον Παρμενίωνα, και πολλούς εκλεκτούς φίλους και τον πιο αγαπημένο, τον Ηφαιστίωνα. Τον ακολουθούσε και ένα εκλεκτό επιτελείο από σοφούς επιστήμονες, μηχανικούς, αρχιτέκτονες και γεωγράφους.
Οι πεζοί ανέρχονταν σε 35.000 και οι ιππείς σε 5.000. Οι συμμαχικές πόλεις έδωσαν κι αυτές τις δικές τους δυνάμεις, «πλην των Λακεδαιμονίων», που απουσίασαν. Το καμάρι όμως του Μακεδονικού στρατού ήταν η Μακεδονική Φάλαγγα, το επίλεκτο σώμα που τον προστάτευε με τις σάρισες, τα κοντάρια από κρανιά και οξιά μήκους έξι μέτρων, που τα μεταχειρίζονταν με περισσή δεξιοτεχνία. Κι όταν κροτάλιζαν με δυνατά χτυπήματα οι στρατιώτες πάνω στις ασπίδες τους επευφημώντας τον σαν Αρχηγό, ήταν ένα άκρως εντυπωσιακό θέαμα και άκουσμα!
Στις δαντελένιες ακτές του κόλπου του χωριού ξεκουραζόταν η φάλαγγα λίγο πριν τη μεγάλη πορεία προς το άγνωστο. Αυτοί οι σκληραγωγημένοι άντρες προσπαθούσαν να μη σκέφτονται μία Ερατώ, μία Ευτέρπη και μία Ελπινίκη, αλλά ονόματα πόλεων, όπως Σηστό, Σάρδεις, Ισσό, Βαβυλώνα, Σούσα…
Ο Αλέξανδρος με το βλέμμα αγκαλιάζει τους άνδρες, τους αναμετράει. Είναι νέοι, όπως ο ίδιος, που είναι μόνο εικοσιδυό χρονώ. Θα πρέπει ν’ αντέξουν σε μεγάλες δοκιμασίες στη μακρινή Ανατολή, αρρώστιες και κακουχίες, υψομετρικές διαφορές και ψυχολογικές διακυμάνσεις. –Θα χαιρετήσω την αδερφή μου, τη Στρατονίκη ψιθυρίζει στον Καλλισθένη, τον ανεψιό του δασκάλου του Αριστοτέλη, που είναι συμβουλάτοράς του.
Τη βλέπει να στέκεται στητή και καρτερική σαν άγαλμα και να παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι τις κινήσεις του. Το περήφανο κεφάλι της στολίζουν καστανόξανθες πλεξούδες και τα χρυσά της κοσμήματα αστραποβολούν σε κάθε της κίνηση. Ο χιτώνας της πλουμιστός, κρατιέται στους ώμους με μεταλλικές πόρπες.
-Αδερφή μου Στρατονίκη, Χαίρε! Μείνε στην πόλη σου και στη γη των προγόνων μας. Εμένα δε μου φτάνει. Διψώ να δω και να κατακτήσω άλλες χώρες και να ικανοποιήσω τη δίψα μου για ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ και ΓΝΩΣΗ. Να προσκυνήσω το ιερό του Άμμωνα στην Αίγυπτο και να προχωρήσω στην αχανή ενδοχώρα. Να χτίσω νέες πόλεις και να διαδώσω την Ελληνική λαλιά ως τα βάθη της Ανατολής. Οι φρυκτωρίες στις κορφές των βουνών θα μεταδίδουν τις πληροφορίες για την πορεία μας.
Για λίγες στιγμές ατένισαν ο ένας τον άλλο. Δύσκολη η ώρα του αποχωρισμού. Η Στρατονίκη στη χούφτα της έσφιγγε ένα νόμισμα με τη μορφή του για να της δώσει δύναμη και να την ατσαλώσει, να μη δακρύσει.
-Αλέξανδρε, βασιλιά της Μακεδονίας, γιε του Φιλίππου του Β΄, του πατέρα μας απ’ το μαχαίρι του Παυσανία, στη γαμήλια τελετή της αδερφής μας, της Κλεοπάτρας, τα ηνία πέρασαν στα χέρια σου. Σου χαρίζω το χιτώνα αυτό, αδερφέ μου, που θα σε τυλίγει με αγάπη στην ξένη γη και θα σε ζεστάνει τις νύχτες που θα νιώθεις μοναξιά. Θα σου ετοιμάσω στον αργαλειό και το χιτώνα της νίκης, να σου τον φορέσω σαν θα γυρίσεις νικητής στη γη της Μακεδονίας.
Μετά η φωνή της χαμήλωσε και τον συμβούλευσε τρυφερά και γλυκά. Να ατσαλώσει την ψυχή του με εσωτερική πανοπλία. Να έχει πάντοτε στο νου του τις συμβουλές του Αριστοτέλη για το Ευ Ζην.
Οραματίστηκε και μίλησε προφητικά!
-Η Ασία σε περιμένει, ο Νείλος σε καρτερεί…Οι ποταμοί της Ινδίας θα σου φράξουν το δρόμο και θα σου δείξουν το δρόμο του γυρισμού. Οι βασίλισσες της Ανατολής θα προσπαθήσουν να σε μαγέψουν. Οι στρατιώτες σου θα αφήσουν μακεδονικούς βλαστούς στο πέρασμά τους.
Ύστερα η Στρατονίκη υψώνοντας τα χέρια παρακλητικά στον ουρανό, έκανε επίκληση στο Δία, τον Άρη και την Αθηνά, ζητώντας τους να τον προστατέψουν.
Έτσι ξεμάκρυνε ο αδερφός, ο τόσο νέος και τόσο παράτολμος κυνηγώντας μια Ιδέα, ένα ριψοκίνδυνο τόλμημα. Το πλουμιστό φαρί του, ο Βουκεφάλας, δέχτηκε το γυμνασμένο σώμα του και ξεχύθηκε μπροστά. Το σούρουπο έπεφτε αργά στην πεδιάδα του Στρατωνίου και το φεγγάρι βγήκε από τη θάλασσα δροσερό και ολόγιομο. Κοιμήθηκαν και τα πουλιά, κοιμήθηκε κι η θάλασσα κι ο Ελαιώνας.
Μόνο η Στρατονίκη, η όμορφη αρχόντισσα δεν ξάπλωσε στην κλίνη της ούτε γύρισε στο αρχοντικό της, αγαπητά μου παιδιά, μικρά και μεγάλα. Κλείσανε και τα δικά μου βλέφαρα, βάρυνε ο νους μου, γυρίζω πάλι στο παρόν, αλλά υπόσχομαι να συνεχίσω αυτό το ταξίδι της μνήμης αναμοχλεύοντας το μακρινό παρελθόν του αγαπημένου μας τόπου…

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Ένα παιδί μεγαλώνει στο Ζαρό της Κρήτης
(Στα χρόνια της Κατοχής κι αμέσως μετά)


ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ : Γεώργιος Ι. Ζωγραφάκης-697215632
ΕΚΔΟΤΗΣ : Πολιτιστικός Σύλλογος Ζαρού
ΕΤΟΣ : 2008

Στις 10 Μαΐου το πρωί έγινε στο Δημαρχείο του Πολυγύρου η παρουσίαση του βιβλίου του φίλου Γιώργου Ζωγραφάκη «Ένα παιδί μεγαλώνει στο Ζαρό της Κρήτης». Το βιβλίο παρουσίασαν ο κ. Τάκης Κοσμάς, καθηγητής και συγγραφέας, καθώς και ο ίδιος ο Γιώργος Ζωγραφάκης και μας μετέδωσαν τη συγκίνηση που αποπνέει το βιβλίο, που αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια στο Ζαρό της Κρήτης, τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και τα αμέσως επόμενα.

Ο συγγραφέας με τα μάτια της παιδικής του ηλικίας μας σεργιανάει στους δρόμους του χωριού του και στις εξοχές γύρω απ’ αυτό. Μας δείχνει τον πανύψηλο Ψηλορείτη, που δεσπόζει βόρεια του χωριού, τον «προστάτη και δυνάστη» του τόπου, κατά τη δήλωση του συγγραφέα. Μας γνωρίζει τους γονείς και τους συγγενείς του, αλλά και τους συμμαθητές και τους συγχωριανούς του.

Ο Γιώργος Ζωγραφάκης γεννήθηκε το 1939 στο Ζαρό του Ηρακλείου στην Κρήτη. Σπούδασε δάσκαλος κι αυτό καθόρισε τη ζωή του. Διορίστηκε στη Χαλκιδική, όπου και γνώρισε την εξαιρετική Χαρίκλεια Καπλάνη, την οποία παντρεύτηκε. Έχουν δύο κόρες, τη Μαρία και τη Βάσω, καθηγήτριες.

Έκτοτε ζει στον Πολύγυρο, αλλά η ανάμνηση του χωριού του στοιχειώνει μέρα και νύχτα το νου του. Ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με τη δημοσιογραφία και τη συγγραφή εκλαϊκευμένων ιστορικών βιβλίων, κατάλληλων για παιδιά, το «Σαν Παραμύθι…», 1 και 2, τα «Κρητικά τραγούδια στον έρωτα, στη ζωή, στη λευτεριά», το θεατρικό του «Μεγάλες μέρες» και το σημαντικότερο – κατά τη γνώμη μου – «Πληροφορίες – Μαρτυρίες – Στοιχεία για την Εθνική Αντίσταση στη Χαλκιδική (2006).

Θέλω προσωπικά να ευχαριστήσω το φίλο Γιώργο γι’ αυτό το βιβλίο, που είναι πραγματικά ανεκτίμητο σαν συλλογή μαρτυριών και στοιχείων για την Εθνική Αντίσταση στον τόπο μας. Ένας λεβέντης Κρητικός ο Γιώργος, με τη δίψα για λευτεριά που διακρίνει τους ανθρώπους του τόπου του, έσκυψε με αγάπη πάνω από την ιστορία της περιοχής μας και με ανυπολόγιστο κόπο συνέλεξε ανεκτίμητες ιστορικές μαρτυρίες. Γιώργο, σε ευχαριστούμε θερμά γι’ αυτό και ελπίζω να μπορέσουμε με κάποιο τρόπο να σου το ανταποδώσουμε.

Το βιβλίο
Στον πρόλογο ο συγγραφέας διερωτάται: «Δεν ξέρω, αλήθεια, γιατί τα’ γραψα, τελικά, όλα αυτά. Τα’ γραψα για μένα, για να ξαναγυρίσω σ’ εκείνα τα χρόνια; Τα’ γραψα για να στερεώσω τους κρίκους της αλυσίδας της προσωπικής μου ζωής, καθώς οδεύει προς το τέλος; Τα’ γραψα για τους δικούς μου, για τη στενή η την ευρύτερη οικογένειά μου; Ή μήπως έχουν ενδιαφέρον να διαβαστούν και από άλλους, μόλις ή καθόλου γνωστούς, χωριανούς ή όχι; Δεν ξέρω…»
Αγαπητέ Γιώργο, σε διαβεβαιώνω ότι τα γραφόμενά σου ενδιαφέρουν όλους τους ανθρώπους απανταχού της γης, που έχουν πνευματικές ανησυχίες και δεν αναλώνονται μόνο στα τετριμμένα της καθημερινότητας.
Που θέλουν να ρίξουν μια ματιά σε ένα άλλο τόπο, με διαφορετική νοοτροπία, σε άλλα χρόνια, δύσκολα και να εντρυφήσουν στην ψυχολογία ιδιαίτερων ανθρώπων, όπως αυτών της Κρήτης. Το τοπικό είναι συγχρόνως και παγκόσμιο, το ατομικό και πανανθρώπινο, μην έχεις καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Σ’ αυτό, άλλωστε, βασίζεται η δύναμη της παγκόσμιας λογοτεχνίας και η απήχηση που έχει στους ανθρώπους.
Το βιβλίο υποδιαιρείται σε 5 κεφάλαια:
Ο Ζαρός και τα στενά οικογενειακά.
Διάφορες αναμνήσεις.
Αναμνήσεις από την Κατοχή.
Χριστουγεννιάτικα
Πασχαλινά
Αναμνήσεις από το Μύλο.

Το όνομα του χωριού Ζαρός προέρχεται από το πρόθεμα ζα, που σημαίνει πολύ και το ρήμα ρέω, γιατί ο τόπος έχει άφθονα νερά που πηγάζουν υπόγεια από τον Ψηλορείτη. Η μεγαλύτερη πηγή του χωριού είναι το Αμάτι, που τώρα έχει μετατραπεί σε τεχνητή λίμνη.

Με συγκίνηση αναφέρεται ο συγγραφέας στα δύσκολα παιδικά του χρόνια στην αγκαλιά μιας οικογένειας μεγάλης και αγαπημένης. Ο πατέρας, χαρακτηριστικός αψύς Κρητικός εργάζεται με νύχια και δόντια να θρέψει την οικογένεια κι από κοντά η συγκινητική μορφή της μάνας, που βρίσκει το χρόνο, παρόλο τον αγώνα της, να χαϊδέψει τα οχτώ παιδιά της. Οι «χαμένοι για πάντα», έχουν ιδιαίτερη θέση στην ψυχή του συγγραφέα κι αυτοί είναι ο σκοτωμένος στην Αλβανία Μιχαήλος και ο αδικοχαμένος Λευτέρης. Η μοναδική του αδερφή, Άννα, κατέχει ξεχωριστή θέση στην ψυχή του Γιώργου, όπως και η «καλή» θεία Ανεζίνα κι η θεία Χαρίκλεια.
Αμέσως μετά αναφέρονται οι παιδικές μνήμες από το δημοτικό σχολείο.
Ακολουθούν οι αναμνήσεις από τα σκληρά χρόνια της Κατοχής. Αν και μικρός ο συγγραφέας θυμάται χαρακτηριστικά συμβάντα, όπως των Ιταλών να κλέβουν το βιός τους, αλλά και την αποχώρηση των Γερμανών, με την απλή, αλλά τραγική κουβέντα της χαροκαμένης Κυριακούλας: «Να πάτε και να μη γυρίσετε…». Και μετά να ξεσπάει σε κλάματα.

Τα ιδιαίτερα έθιμα των Χριστουγέννων και του Πάσχα περιγράφονται στα δύο επόμενα κεφάλαια. Εκτός από τα δρώμενα όμως των ανθρώπων υπάρχουν στο βιβλίο και τα δρώμενα των ζώων. Τα πράματα, και τα έχνη προβάλλουν κι αυτά σαν πρωταγωνιστές της καθημερινής ζωής, απαραίτητα, άλλωστε, για την επιβίωση της οικογένειας.

Στο τελευταίο κεφάλαιο αναφέρεται στις αναμνήσεις του από τους 11 μύλους που υπήρχαν στο χωριό και ιδιαίτερα από το μύλο που νοίκιαζε ο πατέρας του. Τα νερά, άφθονα και παγωμένα, και καβροί (κάβουρες) εκλεκτός μεζές.

Ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο ως ποιητής, με το ποίημα του «Μάνα».

Σημειωτέον πως τη μέρα της βιβλιοπαρουσίασης ήταν η γιορτή της μάνας και νιώσαμε έντονη συγκίνηση, όταν ο συγγραφέας αφιέρωσε το ποίημα σε όλες τις πεθαμένες μάνες

Γενική αποτίμηση του έργου.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδύεται ως αγνή ευωδία η μεγάλη αγάπη και η ευγνωμοσύνη του συγγραφέα για τη γενέθλια γη και τους ανθρώπους της. Τα μάτια του συγγραφέα – μάτια μικρού παιδιού – είναι αγνά, χωρίς ίχνος σκοπιμότητας. Μεγάλη είναι η ζωντάνια και η ένταση των συναισθημάτων, που ανακαλούνται. Μέσα από τις προσωπικές αναμνήσεις όμως προβάλλεται και η συλλογική συνείδηση του τόπου. Ο τρόπος της καταγραφής λιτός και απέριττος. Καταγράφονται και ψυχογραφούνται οι άνθρωποι, αλλά και τα φανταρά (φαντάσματα). Φυσικές και μεταφυσικές υπάρξεις, που έζησαν πραγματικά στο Ζαρό ή στη φαντασία των ανθρώπων. Το γέλιο εναλλάσσεται με το δάκρυ, πολλές φορές απροειδοποίητα. Θα τελειώσω με μία αναφορά στα γλωσσικά ιδιώματα, που δίνουν την ιδιότυπη κρητική ντοπιολαλιά. Λέξεις βγαλμένες κατευθείαν από την αρχαιότητα, όπως λύχνος, θύμος, τρόχαλος και άλλες λαϊκές, όπως: κουνενός (πήλινη φλιτζάνα), μπουρνέλα (δαμάσκηνα), ντάσκα (χειροποίητη σχολική τσάντα), βούργια (ταγάρι πλάτης), σάντολα (νουνά), φιλιότσος (βαφτιστικός) και πολλές άλλες.
-Και εις άλλα, με υγεία, μρε Γιωργιό…

Δέσποινα Στυλιανίδου- Φιλόλογος, Συγγραφέας

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

«Η ΝΕΙΚΟΠΤΕΛΕΜΑ»

Μηνιαία εφημερίδα του Συλλόγου Πολιτισμού Στρατωνίου

Τόμος 3ος Φύλλο 28 Απρίλιος 2009

ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΡΥΚΤΩΡΙΑΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΩΝΙ

Σε πρόσφατες ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, εντοπίστηκε στην περιοχή του Μαντέμ Λάκκου βάση κτίσματος διαστάσεων περίπου 15Χ15 μέτρων. Το κτίσμα από την κατασκευή του παραπέμπει σε φρυκτωρία. Την άποψη αυτή ενισχύει και η θέση του κτίσματος που οπτικά είναι στην ίδια ευθεία με τον Άθωνα και τον Στραμπενίκο.
Η ακριβής σημασία του κτίσματος μπορεί να μην είναι ακόμη ξεκάθαρη, όμως το ψηφιδωτό της ιστορίας της περιοχής απόκτησε άλλη μία σημαντική ψηφίδα .



Οι φρυκτωρίες ήταν ένα σύστημα συνεννόησης με φωτεινά σημάδια που μεταβιβάζονταν από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση πυρσών, στη διάρκεια της νύκτας (φρυκτός=πυρσός και ώρα = φροντίδα).
Ήταν εγκατεστημένες σε προνομιακές, λόγω θέσης, κορυφές βουνών. Το άναμμα της πρώτης φρυκτωρίας ακολουθούσαν διαδοχικά οι υπόλοιπες, συγκροτώντας έτσι μία γραμμή επικοινωνίας.
Χρησιμοποιήθηκαν για στρατιωτικούς κυρίως σκοπούς από την εποχή του Τρωϊκού Πολέμου έως τους βυζαντινούς χρόνους αλλά και μετέπειτα μέχρι το 1850.
Τα μηνύματα ήταν προσυμφωνημένα και περιορισμένα.
Σύμφωνα με την παράδοση η είδηση της Άλωσης της Τροίας μεταδόθηκε στις Μυκήνες με τις φρυκτωρίες. Ενδιάμεσοι σταθμοί μεταδόσεως υπήρχαν στην Ίδη της Μυσίας, στο Ακρωτήρι της Λήμνου, στον Αθω, που αποτελούσε ένα από τα πιο σημαντικά σημεία μετάδοσης στο βουνό Μάκιστο, στο Αιγίπλαστο και στις πλαγιές του Αραχναίου.
Για την τηλεμετάδοση σημάτων σε απομακρυσμένες αποστάσεις οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν οπτικά μέσα (φωτιά, ηλιακό φως) , στήνοντας ένα καλά οργανωμένο, γρήγορο και αξιόπιστο δίκτυο από πύργους επικοινωνίας, που καλείται δίκτυο των Φρυκτωριών. Το γεωγραφικό στήσιμο, η κατοχή, η διαχείριση και συντήρηση αυτών των επικοινωνιακών δικτύων από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ήταν πρωταρχικής σημασίας για την επικράτηση και επέκταση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Το δίκτυο αυτό χρησιμοποιούνταν τόσο κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, όσο και κατά τη διάρκεια της ειρήνης, όταν τα νέα και οι διαταγές των αρχόντων έπρεπε να φτάσουν το συντομότερο δυνατό στον προορισμό τους. Κάτι τέτοιο αφορούσε κυρίως τις αυτοκρατορίες, των οποίων οι αχανείς εκτάσεις έκαναν πολύ δύσκολη τη σχετικά γρήγορη ενημέρωση. To δίκτυο των Φρυκτωριών είχε στην κυριολεξία αναχθεί σε βασικό μέσο επικοινωνίας για μακρινές αποστάσεις. Έτσι κατά τη διάρκεια ενός πολέμου τα φωτεινά αυτά σήματα ήταν ζωτικής σημασίας να είναι αξιόπιστα και να μην υπόκεινται σε κακόβουλες αλλοιώσεις, ενώ κατά τη διάρκεια της ειρήνης τα διατάγματα της κεντρικής διοίκησης, τα νέα, οι αποφάσεις, οι νόμοι έπρεπε να γίνονται γνωστοί γρήγορα.

Ένα σταθερό δίκτυο φρυκτωριών, λοιπόν, αποτελούνταν από πολλούς επικοινωνιακούς πύργους, χτισμένους σε υπερυψωμένα εδαφικά σημεία , που στην κορυφή τους διέθεταν ένα είδος οπτικού τηλέγραφου. Πολλά από τα φωτεινά σήματα ανταλλάσσονταν τη νύχτα στη θάλασσα μεταξύ πλοίων, μεταξύ πλοίων και ξηράς, και γενικά πρέπει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα από αυτά αντιστοιχούσαν σε προσυμφωνημένα μηνύματα. Πληροφορίες για τις χρήσεις αυτών των δικτύων από τους αρχαίους Έλληνες έχουμε από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, τόσο της κλασικής όσο και της ελληνιστικής περιόδου ( Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Διόδωρος, Παυσανίας, Αρριανός, Πολύαινος ). Σε ότι αφορά την περιοχή μας και την συγκεκριμένη φρυκτωρία είναι σημαντικό να προσέξουμε την άμεση οπτική της επαφή με τον Άθωνα, που ήταν σημαντικότατος σταθμός οπτικών τηλεπικοινωνιών. Ήταν το «καιροσκοπείο» στην κορυφή του Άθω(κατά Αναξίμανδρο) με ιστορία που ξεκινάει από τις γιγαντομαχίες της μυθολογίας. Φρυκτωρία με ξεχωριστή ιστορία είναι και η βουνοκορφή του Μεσσάπιου της Εύβοιας, αλλά και του πύργου του Δρακάνου στην Ανατολική Ικαρία, της Ανάφης, της Γιούχτας(Κνωσό), του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο, το Ακτιο, το ακρωτηρίο του Σίδερο, κ.ά. Πολλά απ' αυτά τα σημεία είναι και σήμερα τηλεπικοινωνιακοί φάροι. Κλείνοντας ,από τα γνωστότερα παραδείγματα μετάδοσης μηνύματος με σήματα φωτιάς είναι η είδηση της πτώσης της Τροίας. Ο Αγαμέμνων προτού ξεκινήσει για την εκστρατεία (12ο π.Χ. αιώνα) υποσχέθηκε στη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα πως όταν θα κυριευόταν το Ίλιον, θα μάθαινε το νέο στο Άργος μέσα σε μία μέρα. Το γεγονός περιγράφει ο Αισχύλος στο έργο του «Αγαμέμνων». Η απόσταση Αθου-Μακίστου είναι 180 χλμ με συνέπεια πολλοί ερευνητές(Diels) να αμφιβάλλουν για τη μετάδοση ενός φωτεινού σήματος σε τόσο μεγάλη απόσταση. Το πιθανότερο είναι πως σε μικρά νησάκια των Σποράδων θα υπήρχαν και άλλα φρυκτωρία, τα οποία ο Αισχύλος, ποιητική αδεία παραλείπει να αναφέρει.
Α. Τσανανάς



Το Στρατώνι του ονείρου και της μνήμης

Γκρεμίζει αιώνια το βουνό στη θάλασσα
και δίνει τα πετρωμένα σπλάχνα του στο κύμα
να τα σμιλέψει, λεπτό με το λεπτό, μέρα τη μέρα,
σε ατίμητα γλυπτά της φύσης.
Ίχνη «πυρόχρωμης σκουριάς» ζωηρεύουν το τοπίο.
Ριζώνει μεσ’ τη θάλασσα η Κολώνα μόνη
και με αγωνία το πέλαγο βιγλίζει,
πότε θα δέσει απάνω της βαπόρι.
Ο Ελαιώνας, ξεδοντιασμένος πια και άδεντρος,
πεισματικά κρατάει τα προαιώνια μυστικά του.
Ο Έρωτας κι ο Θάνατος, δίδυμα αδερφωμένοι,
ισότιμα τον τίμησαν.
Χαίνει στο πέλαγο ο αρχαίος τάφος κι αδειάζει
τα λευκά του κόκαλα, τα ξασπρισμένα
από το αλάτι και τον ήλιο.
Τις νύχτες με το ολόφωτο η «δέσποινα του Στρατονιού»,
σεμνή και παινεμένη, κρατώντας το άσπρο πέπλο της
περιδιαβαίνει τις ακρογιαλιές και τα σοκάκια
και σέρνει κύκλιο χορό σε αέναη παννυχίδα
με τους αλαφροΐσκιωτους, που νυχτοπερπατούνε.

Αν ακουμπήσεις το αυτί στο χώμα,
κάποια φορά, ίσως ακούσεις το χτύπο
του αργαλειού της κόρης,
που προσμονάει τον Αδερφό αιώνες τώρα,
με δύναμη πετώντας τη σαΐτα
κι οδύρεται πατώντας τις πατήθρες,
τι η λάγνα Ανατολή τον μάγεψε και ξέχασε
το δρόμο του γυρισμού.

Κι ο Αι – Νικόλας στο βουνό
το χέρι βάζει αντήλιο
και το θεόρατο τον Άθωνα αντικρίζοντας
ζωηρά σταυροκοπιέται.

Δ. Στυλιανίδου Απρίλης 2009

Βαρκάδα στην Προστόμιτσα ( Μέρος Α’)

Η Χερσόνησος της Προστόμιτσας που είναι η φυσική συνέχεια του Στρατωνίου προς τα Β.Α. είναι ορατή από τον οικισμό μας μόνο μέχρι το Λιβάδι περίπου.
Όμως είναι μια αρκετά μεγάλη χερσόνησος με μήκος 20 Km που καταλήγει στο Διαπόρτι με τις Ελευθερίδες νήσους απέναντι. Από την μεριά του Στρατωνίου υπάρχουν υπέροχες ακτές δυσπρόσιτες οδικά.
Αντιθέτως, όσοι διαθέτουν κάποιο πλεούμενο, απολαμβάνουν απομονωμένες παραλίες και τοπία σπάνιας ομορφιάς με απότομα και θαλασσοδαρμένα βράχια που η άγρια φύση τα έχει σμιλέψει με ιδιαίτερο τρόπο. Για να κάνουμε ευρύτερα γνωστές τις ομορφιές της περιοχής μας, θα σας παρουσιάσουμε ένα ελάχιστο φωτογραφικό οδοιπορικό από την υπέροχη φύση που μας περιβάλλει.
Από την άλλη μεριά της χερσονήσου υπάρχουν επίσης υπέροχες παραλίες (Μαρμάρι –Διαβόρβορο –Βασιλίτσι - Ζέπκο ) οι οποίες όμως είναι προσβάσιμες με αυτοκίνητο. Ξεκινώντας λοιπόν κάποιος με τη βάρκα από το Στρατώνι, συναντά με την σειρά τις παρακάτω τοποθεσίες:



Αφήνοντας το Στρατώνι


Του Μπαρμπα Γιάννη οι Ελιές



Τα Βιράγγια



Στουγιάννη Μαντρί





Η Μπαμπακιά







Το Λιβάδι
Γ. Σακαλής

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ

Χαμένος στο Internet

Χαμένο βλέμμα απλανές
στο internet χωμένο
πεινάει η νιότη μα εσύ
μυαλό ταξιδευμένο.

Τους γύρω βλέπεις για εχθρούς
σου χάλασαν τη φύση
για σένα φίλοι και γνωστοί
όλοι τα έχουν φτύσει.

Θέλεις κάποιον για να πιαστείς
μες στα κουμπιά τον ψάχνεις
και όλο σφίγγει πιο πολύ
η αγχόνη της αράχνης

Από μικρός το διάλεξες
να μην έχεις φιλίες
γουστάρεις μόνο και ζητάς
το ρίσκο στις ταινίες

Ώρες πολλές ατέλειωτες
χαμένες στην οθόνη
η αγωνία την ψυχή
της μάνας σου ματώνει

Δεν σου αρέσει στη ζωή
όνειρα για να κάνεις
στο σκοτεινό δωμάτιο
τη μοίρα σου ξεκάνεις.

Μέσα στην τάξη μια κοπελιά
θέλει να σου μιλήσει
μα εσύ σε γνωριμίες άγνωστες
τη μέρα σου έχεις κλείσει

Τα νιάτα σου αργά – αργά
στα πλήκτρα τα βουλιάζεις,
πάει καιρός που ξέχασες
γι’ αγάπη ν’ αναστενάζεις

Κάνε ένα διάλειμμα
στο χάος κατεβαίνεις
θα το χαρούνε οι γονείς,
δεν το καταλαβαίνεις;

Ο Κουτενίσιος

Ο Μαέστρος Γιάννης Τσανακάς - Μέρος Α’

Των Γεωργιάδη Θωμά, , Ντάνου Χρίστου, Ποδαρά Δημήτριου, Ποδαρά Τάκη, Σταυρακάκη Βασίλη και Τσανανά Νίκου

Επιμέλεια Α. Τσανανάς

Το Δημοτικό Ωδείο Λάρισας (ΔΩΛ) χρωστάει πολλά στο μεγάλο δάσκαλο και μαέστρο Γιάννη Τσανακά, τον ακούραστο εργάτη της τέχνης των ήχων, το δημιουργό, τον ιδρυτή της Συμφωνικής Ορχήστρας , της Παιδικής, της Γυναικείας και της Μικτής Χορωδίας του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας.
Με την εργατικότητά του, το ήθος του, τη μουσική του παιδεία και την αγάπη για τα παιδιά, αλλά και με το κύρος του, βοήθησε στο να καταστεί το ΔΩΛ εκκολαπτήριο μουσικών με πλήρη μουσική κατάρτιση, και από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή να το αναδείξει σε ένα από τα κορυφαία ιδρύματα της Ελλάδας.

Το αφιέρωμά μας στον Γ. Τσανακά αποτελείται φόρο τιμής στο μουσικό που με το έργο δεν κάνει περήφανη μόνο τη Λάρισα όπου έζησε και διέπρεψε στη μουσική , αλλά και την περιοχή μας, τη γενέτειρα του τη Στρατονίκη και το Στρατώνι, όπου έζησε τα εφηβικά του χρόνια και χάρηκε τη μουσική που τόσο αγαπούσε, παρέα με τους φίλους του.
Ουσιαστικά αυτοί οι φίλοι είναι και οι συντάκτες του Α’ μέρους του αφιερώματος στο Γιάννη Τσανακά, που περιγράφει την ενασχόλησή του με τα μουσικά δρώμενα στο Στρατώνι, πριν την αναχώρησή του για τη
Η Φιλαρμονική στο Ηρώον. Ο Γιάννης Τσανακάς είναι
ο πρώτος αριστερά. Μαέστρος , ο Αστέριος Σαμαλής


στρατιωτική του θητεία στη Λάρισα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ λοιπόν στους φίλους του Γιάννη Τσανακά τους (με αλφαβητική σειρά ):
Γεωργιάδη Θωμά, , Ντάνο Χρίστο, Ποδαρά Δημήτριο, Ποδαρά Τάκη, Σταυρακάκη Βασίλη και Τσανανά Νίκο, που ο καθένας έβαλε το λιθαράκι του για να γραφούν τα παρακάτω .


Στρατώνι 1953 1958
Ο Γιάννης Τσανακάς έρχεται στην αρχή της εφηβείας του στο Στρατώνι το 1953, από τη Θεσσαλονίκη, με γνώσεις ηλεκτρολόγου, αλλά και μουσικής. Έρχεται για να δουλέψει σαν ηλεκτρολόγος στο ηλεκτροτεχνείο του εργοστασίου. Η μουσική όμως για τον Γ. Τσανακά είναι πλέον μια μεγάλη αγάπη !




Η Φιλαρμονική στα καρναβάλια . Ο Γιάννης Τσανακάς είναι ο πρώτος αριστερά

Αμέσως συμμετέχει στη Φιλαρμονική του Στρατωνίου «Τα Μεταλλεία Κασσάνδρας» που ήδη υπάρχει , με Μαέστρο τον Αστέριο Σαμαλή. Η Φιλαρμονική χρηματοδοτείται από το μεταλλείο και ο Σαμαλής, απόστρατος αξιωματικός, δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για να μάθουν οι νέοι μουσική.

Εκτός από την εκμάθηση του κάθε οργάνου, διδάσκει και θεωρία της μουσικής . Ο Γιάννης Τσανακάς ωστόσο είναι ήδη έτοιμος σε αυτά και μάλιστα άριστος κορνετίστας. Η παρουσία του στη Φιλαρμονική του Στρατωνίου και η κατάρτισή του, βοήθησε πάρα πολύ το Μαέστρο Σαμαλή ο οποίος έτσι είχε ένα δεξί χέρι να βασίζεται, αλλά τόνωσε το ενδιαφέρον και των υπολοίπων συναδέλφων του στη Φιλαρμονική με την ενθουσιώδη συμπεριφορά του.

Όταν αργότερα , και πριν να φύγει να υπηρετήσει τη θητεία του, έφυγε ο Μαέστρος Αστ. Σαμαλής , ο Γιάννης Τσανακάς ανέλαβε μαέστρος στην Φιλαρμονική του Στρατωνίου.
















Το Στρατώνι για το Γιάννη Τσανακά δεν είναι ένας άγνωστος τόπος όπου βρέθηκε για εργασία , εδώ είχε τους συγγενείς του και κυρίως τους φίλους του.

Μέρος της αγάπης τους για τη μουσική πέρα από τη Φιλαρμονική, διοχετεύθηκε στο σχηματισμό ενός μουσικού συγκροτήματος μιας ορχήστρας, όπως λεγόταν τα γκρουπάκια της εποχής εκείνης . Έτσι το 1955 δημιουργεί με την παρέα του τη δική του ορχήστρα .



Τη σύνθεσή της ( εδώ σε αποκριάτικη χοροεσπερίδα) αποτελούν από αριστερά προς τα δεξιά οι :Τάκης Ποδαράς - Κλαρίνο, Γιάννης Τσανακάς – κορνέτα, Βασίλης Κλειδαράς – κιθάρα ,Χρήστος Ντάνος - Ακορντεόν.
Η τοπική επιτυχία της ορχήστρας εκείνη την εποχή ήταν πολύ μεγάλη , μιας και όλα τα μέλη γνώριζαν πολύ καλά τα όργανα που έπαιζαν. Έπαιζε όλες τις επιτυχίες της εποχής και η εμπορική της επιτυχία δεν πήγε καθόλου άσχημα. Η επαγγελματική συμπεριφορά των μελών, τους οδήγησε για δουλειά μέχρι και την Αρναία ( για εκείνη την εποχή η απόσταση θεωρούνταν σημαντικότατη).



Αργότερα, όταν ο Γιάννης Τσανακάς έφυγε από το Στρατώνι για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Λάρισα , η ορχήστρα συνέχισε να υφίσταται ακόμη δύο χρόνια χωρίς τον Τσανακά, αλλά με άλλα μέλη. Ωστόσο, κατά τις άδειές του στο Στρατώνι, πλαισίωνε πάντα την ορχήστρα φέρνοντας ότι νεότερο













κυκλοφορούσε σε μουσική εκείνα τα χρόνια.

Λάρισα 1958
Είναι γνωστό ότι κατά τη θητεία του στη Λάρισα απορροφήθηκε αμέσως στη στρατιωτική μπάντα, γιατί ήταν ήδη «φτασμένος» κορνετίστας Ενώ είναι στρατιώτης οργανώνει ορχήστρα ( με την εμπειρία από το Στρατώνι) η οποία έπαιζε στη Λέσχη Αξιωματικών της Λάρισας.

Αργότερα όταν απολύθηκε από το στρατό έμεινε στη Λάρισα και εγγράφηκε στην Φιλαρμονική της Λάρισας κι αυτή ήταν η αρχή μιας λαμπρής μουσικής περιόδου για τον Γιάννη Τσανακά.


( Τέλος Α’ Μέρους )

























Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ
ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ

15 Ιουνίου
έως
15 Ιουλίου

Κέντρο Πολιτισμού Δήμου
Σταγείρων-Ακάνθου

Εγκαίνια τη Δευτέρα
15 Ιουνίου
ώρα 20:00

Συνδιοργάνωση
ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΔΗΜΟΥ ΣΤΑΓΕΙΡΩΝ – ΑΚΑΝΘΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΡΑΤΩΝΙΟΥ


(Παρουσίαση του έργου του Γιώργου Σπανουδάκη στο τεύχος 26 της ΝΕΙΚΟΠΤΕΛΕΜΑΣ)

Λαβράκια βγήκαν στη στεργιά

Καμπίνα μαγική, χαλιά, ριντό και πίνακες γιομάτη. Μπανιέρες, πορσελάνινα, καθρέφτες ήταν φίσκα και το γραφείο ξέχωρα, δερμάτινα, μοκέτες και πολυθρόνες γυριστές.
Ο ασύρματος σαν NASA. Χίλια φωτάκια και κουμπιά με χαιρετούν κι αφού έτσι μου ήρθανε, να κάτσω χίλια χρόνια εδώ μέσα, να γεράσω – βασιλοβάπορο, είχα σαλέψει απ’ τη χαρά. Σαλόνια, παρασάλονα χαλιά μια πιθαμή παχιά και έπιπλα σπιτίσια. Είχε και μπαρ με εννιά σκαμπό και μουσικές και θάμπωσα. Έτσι το μέσα. Μα και τ’ απόξω του για θαυμασμό ήτανε καμωμένο – Είχε μια πλώρη σερνικιά, ψηλή, γερή, σπαθάτη κι ήτανε σαν να το’ ξερε κι άφοβα διαλαλούσε.
Έτσι που οι νιές τσιτώνουνε, στις βόλτες τα βυζιά τους.
Τα μάγουλα είχε ροζακιά, φαρδιά, σωστά μελετημένα, όρτσα νάναι στα κύματα να μη σαλτάρουν μέσα.
Πιο κει στη μέση λύγιζε, γινόταν πιο αμπάσο, να γίνει πιο δρομιάρικο και να του δίνει χάρη.
Λίγο πιο κει οι καμπίνες μας, με γούστο μπλουμισμένες.
Κάτασπρος γλάρος, μοναχά δύο τρείς πιο σκούρες πινελιές στο φρύδι, στην ουρά του, κι απέ, μια πρύμη θηλυκιά, πίσω νάν οι τυφώνες. Με ξόμπλια κατακούτελα, άλμπουρα και μαγκιώρες, κροσάτα, σαν στα κεφαλομάντηλα, που οι Ανωγιανοί φορούνε –
Άκαμπα, ήρθε απ’ το Recie με ζάχαρη γιομάτο, μισό για εδώ, τάλλο για τη Βομβάη. Ξανάφτηνα στον κόρφο μου-
Κούκλα ο ασύρματος, μούρλια η καμπίνα μου, μέλι η θάλασσα, σάλπα κι όπου μας βγάλει.
Οι μισοί κι ο καπετάνιος Χιώτες, Σιφνιός ο πρώτος, Λάρισα ο γραματικός, ναύτες Ινδονησιάνοι-
Εγώ, σφιγμένος αρχή, μιας που οι παλαιότεροι είχαν τις κολεγιές τους. Σαν ήμουν νιόμπαρκος, έσερνα βαλίτσες δύο τούμπανο και πάλι απόξω απόμεναν τα ρούχα. Τώρα πια ξέρουμε. Σιάχνει η κυρά απ’ ώρες πριν απάνω στο κρεβάτι, απ’ όλα μπόλικα. Ζερβά ο χειμώνας, δεξιά καλοκαιριάτικα στη μέση κάλτσες, σώβρακα. Στη σειρά, σε μπάκα, στοιχισμένα. Πιο εκεί μία βαλίτσα αδειανή, περιδιαβαίνω εγώ, τα ρούχα ένα βουνό, ζυγιάζω, βλέπω. Κι έτσι περίπου άσκεφτα τα βάζω τούμπα μέσα. Μιας που ξέρω πια, όσες φορές κι αν σιάξω τη βαλίτσα, άλλα θα βάλω μέσα. Και νάτο πάλι λάθεψα, οι πετονιές απόμειναν απ’ όξω- Έξω πάλι μια φορεσιά, να βρούνε τόπο νάιλον, αγκίστρια, φελάρια.
Τέρμα, ζούπα από δω, ζούπα από κει, τα φερμουάρια κλείσανε.
Το κρεβάτι, θαρρείς πάλι γιομάτο, σαν πάντα.
Δεύτερη μέρα Άκαμπα, βαθιά νερά κι αψάρευτα.
Άκουγα απ’ άλλους πως είχε αμαλαγιά. Αρμάτωσα δυο μέτζες, έριξα πίσω. Κάτι μικρά μονάχα, σπάροι, λιθρίνια τέτοια.
Απόδειπνο μαζεύτηκαν κι άλλοι δυο τρείς και ρίξαν.
Ήρθανε κι άλλοι, στην πρύμη κάναμε πάντα γειτονιά, καφέδες, καμιά μπύρα, εγώ φάτσες τσεκάριζα.
Πέρναγε η ώρα ψόφια, μαζεύω, σενιάρω μια χοντρή, δολώνω ζωντανό και ρίχνω πάτο. Κοτσάρω δυο βόλτες τρείς στο κοτσανέλο, ξωπίσω τρία κονσερβοκούτια πάνω δεμένα, σε πόστα, άμα πιαστεί μεγάλο να πέσουν με βουή, σαν γάμος. Έτσι, κι εγώ περίμενα μετρώντας τη χαρά μου. Τ’ άφησα, πήγα για καφέ είπα να ξενυχτήσω. Δεν πέρασε ούτε τέταρτο κι ακούω πρύμα σαματά, βγαίνω και λεβάριζε ο πρώτος τη δικιά μου με άγαρμπες οργιές, σα νάτανε τσομπάνος. Κόρωσα εγώ!!!
-Το φέρνω, το φέρνω, φώναζε και μένανε μ’ ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Μπράβο, μπράβο φώναζαν κι άλλοι, τρέξαν κοντά, μπέρδεψαν οι πετονιές γινήκανε κουβάρι. Λίγο πριν φτάσω, τόφερε απάνω τελικά, σαβούρντισε μ’ ορμή στη λαμαρίνα πάνω, ένα μπάμ τ’ αυτιά με πήρε, εφτάκιλο ένα κορωνάτο με μια κεφάλα να!!! Χορεύουν οι άλλοι, βούβα εγώ.
Τόπιασα, τόπιασα, φώναζε ο πρώτος κι ούτε τον έσκιαξε που έφτασα στο μέτρο. Να το βάλεις στο πάτο σου ρε, είπα να ξεφωνήσω, για ένα τέτοιο τσίμπημα εμείς ζούμε ρε μαλάκα!!! Αν μ’ έπιανες απ’ τη μύτη θάσκαγα. Ο ψάρακας χτυπιότανε ακόμα μα εγώ ούτε έριξα δεύτερη ματιά. Μάζεψα κι έφυγα.
Άρρωστος ήμουν. Εγώ και λίγοι άλλοι, αφήναμε απ’ όξω ρούχα για να χωρέσουν πετονιές. Οι πιότεροι κουβάλαγαν μπλέϊζερ και σκαρπίνια. Κι ύστερα, πλάνο, δολώματα, τέχνη, πώς έτσι!!!
Κι έρχεται η στιγμή, ρίχνεις και ψάχνεις τ’ όνειρο. Σένια γερά, καλομελετημένα. Όλα για ένα τσίμπημα τρανό εκεί στο τσακ που η ψυχή πάει να πετάξει. Αυτό προσμένεις κι εύχεσαι. Μα στο κλέβουνε το όνειρο. Τόβγαλα λέει ο τσόγλανος. Έχε χάρη που είμαι νιόμπαρκος κι απέ θα σούλεγα εγώ, είπα κάτω απ’ τα μουστάκια μου, έριξα μια κλωτσιά στο κορωνάτο κατακέφαλα, χωρίς μιλιά πήγα για ύπνο.
Τσιμπούσε λέει!!! Κι είχα δυο τρείς πρίμα ριγμένες κι η πρύμη είχε μια απλωσιά μόνο για μένα. Κατάχοντρες, όλες με ζωντανό και με κουτάκια κόκκινα, πράσινα σαν πανηγύρι.
Η μία σβιτζινίζει. Πιάνω γραδάρω, θάταν δεκάκιλο, μπορεί πιο πάνω. Τα’ανέβαζα μ’όλη την τέχνη κι από το έλα του, τσεκάριζα αν είναι μαύρο ή κόκκινο. Συναγρίδα έλεγα, απ’ αυτές που βγάζεις μια κι έχεις να λες δώδεκα χρόνια.
Έφτανε πετάριζε η ψυχή, γρηγόρευε η καρδιά, πέντέξι οργιές ακόμα και κει πάνω στο τσάκ νάτος ο πρώτος πάλι. Βάζει το χέρι για να δει, σκουντώ, φωνάζω, μπλέκεται λασκάρει η πετονιά, πάει ο ψάρακας. Κέρωσα, έμεινα ασάλευτος, δεν έβγαλα μιλιά. Γυρνώ, τον αρπάζω και τον πετώ στη θάλασσα.
Έτσι άσκεφτα, χωρίς τύψη καμία κ’ ήτανε πέλαγο, ακόμα πάει στον πάτο, άκλαφτος.
Χτύπησα μια τα χέρια, σαν όπως καθάρισα μ’ αυτόν τον κόπανο.
Ρίχνω ξανά και τσίμπαγε λέει, κι έβγαζα κι έβγαζα γιόμισε η πρύμη ένα βουνό. Ξύπνησα με μια γλύκα μελένια.
Πάει καιρός τώρα που στα όνειρα μου μπήκε ζωή και χρώμα μπόλικο. Εκεί τσιμπούσε ότι ήθελα, έβγαζα όποια ήθελα, χαιρόμουν όσο ήθελα και πέταγα στο γιαλό τους άσχετους.
Και πέρναγα τόσο καλά που δεν ξεδιάλυνα ύστερα, αν ήταν στον ξύπνιο ή στον ύπνο μου. Τι μ’ένοιαζε; Εγώ καλά περνούσα. Περάσαν μέρες, πάτησα καλά, μόνιασα με τον πρώτο, χόρτασα ψάρεμα για δέκα χρόνια. Φύγαμε κάλμα ο καιρός παράδεισος και τη Βομβάη την ήξερα καλά. Έτσι το τότε!!! Τώρα; Τώρα αμπάριζα παίρνω τα κατάγιαλα Ζέπκο, Κουρί και Βίνα, δίνω κλωτσιές στην άμμο, χαζεύω με τις ώρες, ο νους μου πάει- Γιαλόξυλα και βότσαλα πάλι μάζωξα σήμερα, να δούμε που θα τα τιμαρέψω. Περνώ κι απ’ το λιμάνι τακτικά, εκεί που κάνουν πάντα γειτόνεμα οι ίδιοι κι ακούω να λεν για σπάρους, μέλουνες και σαυρίδια. Περνούν οι μέρες, λογαριάζω, λέω ας ρίξω. Με λίγα ξέφτια νάιλον, κάτι παλιοάγκιστρα, δολώνω και ρίχνω κάτω απ’ τη μύτη του Ιωσήφ του Μήτρου, του Μαλίκου, μπροστά στη λέσχη, τις κουκουλώνω και τις αφήνω μοναχές. Ξέρουν αυτές και φεύγω.
Την άλλη μέρα το πρωί είχα τρείς λάβρακες θεριά, έγινε αμέσως βούκινο πως ήτανε εφτά, τ’ άφησα να πλανάται.
Τ’ απόγιομα γέμισε η παραλία πετονιές, ξεπούλησε κι ο Πάπας. Αριστερά τα Lada, καταμεσίς τα Opel, παρέκει Citroen. Φύτρωσε καλαμιώνες. Γελούσα εγώ, εμάζεψα. Λέγε στο λέγε βούηξε το χωριό.
Μ’ άρεζε εμένα. Γιατί όχι; Μιας και τρεις γλύκες είναι όλη η υπόθεση. Η μια την ώρα που τσιμπάει. Πετονιές, εργαλεία, μαστοριά, ώρες ξενύχτι, ξεπάγιασμα, υπομονές, τσιγάρα, γκρίνιες όλα για μια στιγμή για εκείνο το τσάκ πού’ρχεται στάξαφνο και σε πετάει στον ουρανό, μεγάλο αν είναι. Η δεύτερη η γλύκα είναι την ώρα που οι φίλοι αμέριμνοι μιλούν για χάνους, παπαλίνες, τους πετάς το λάβρακα ανάμεσα στα σκέλια χτυπιέται αυτός, τσακοπηδούνε εκείνοι. Η καζούρα πέφτει σύννεφο. Η τρίτη είναι την ώρα που η ψησταριά παίρνει φωτιά κι οι φίλοι τρων, τσουγκρίζουν. Από τις τρεις τους ποια; Δεν ξέρω η πιο μελένια, κι οι τρείς τους μούρλια.
Κι ας μείνει έτσι αριά και πού ένα τσίμπημα χοντρό να πηγαίνει η ψυχή στην Κούλουρη, αριά και πού το ξάφνιασμα στων φίλων σου τα σκέλια, να’χει γούστο το κάζο κι αριά και πού τα κάρβουνα να μη φτηναίνει η γεύση.
Πέρασε δίμηνο, σενιάρησα πέντε πετονιές.
Λέω να κατέβω κάτω που είναι αμαλαγιά, ο πρώτος Σέριφο και η παρέα, για αθερίνες ξανά μιλάει και σπάρους.

Κωστής Ανδριώτης